Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, πολλοί από εμάς έχουμε ακουστά τη «Γιορτή της μπίρας», το περίφημο «Oktoberfest», που γίνεται κάθε χρόνο τις τελευταίες εβδομάδες του Σεπτέμβρη μέχρι την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου στο Μόναχο. Είναι ένα πραγματικά πάνδημο λαϊκό πανηγύρι, όπου ολόκληρη η πόλις γιορτάζει. Κάτι ανάλογο, ας πούμε, με την εορταστική όψη που έπαιρνε κάποτε η Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Εκθέσεως, όταν όλη η πόλις εόρταζε. Βρέθηκαν όμως οι αρχοντοχωριάτες τεχνοκράτες που ανέλαβαν να τη… «σοβαρέψουν» και κατάφεραν να ακούνε οι Θεσσαλονικείς τη λέξη «έκθεση» και να φτύνουν τον κόρφο τους…
Αλλά ας επιστρέψουμε στο Μόναχο, «τας Αθήνας επί του Ισάρεως», του ποταμού Isar δηλαδή, όπως επαίροντο να αποκαλούν την πρωτεύουσα της Βαυαρίας πολλοί γερμανοί φιλέλληνες διανοούμενοι. Στο Μόναχο, λοιπόν, τα καταστήματα στολίζονται με κατάλληλες διακοσμήσεις. Τα γλυκά και τα διάφορα τοπικά παραδοσιακά καλούδια υπάρχουν και στο πιο φτωχικό ή στο πιο μοντέρνο «μηδενιστικό» σπίτι και το Σάββατο που αρχινά η εορτή κατακλύζονται με κόσμο οι δρόμοι στους οποίους θα παρελάσουν φιλαρμονικές από διάφορα βαυαρέζικα χωριά, παιανίζοντας κεφάτα τραγουδάκια, που μοιάζουν με αρειμάνια εμβατήρια, εναλλάξ με «καρναβαλίστικα» άρματα από κάρα που τα σέρνουν άλογα με χοντρά ποδάρια, φορτωμένα βαρέλια μπίρας διαφόρων ζυθοποιείων, και δροσερές κοπελιές με τοπικές στολές, που στέλνουν φιλιά στους συγκεντρωμένους. Την έναρξη κάνει ο χερ δήμαρχος, που σπάει ένα βαρέλι να ξεχυθεί φρέσκια φρέσκια μπίρα, για γούρι της χρονιάς, φορώντας κι αυτός τοπική ενδυμασία, κοντό δερμάτινο παντελονάκι με πλατιές τιράντες και καπελίνο με ένα φτερό φραγκόκοτας, ενώ μπόλικα λιλιά φιγουράρουν πάνω του. Αυτά εν ολίγοις με την εορτή της μπίρας εν Βαυαρία.
Κάτι παρόμοιο εμπνεύσθηκαν να κάνουν στην Αθήνα μερικά δραστήρια άτομα περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50, για να ενισχυθεί ο τουρισμός, προωθώντας ταυτόχρονα την ελληνική οινοποιία, σαν «Εορτή του κρασιού». Η εκδήλωση είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά καθώς ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, η πρόθεση να καλυτερεύσουν την εκδήλωση, που ο κόσμος την αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, είχε αποτέλεσμα να την… εξοντώσουν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή. Ύστερα από τον πόλεμο και την εσωτερική ανωμαλία, που μας ταλαιπώρησαν σωρευτικά δέκα περίπου ολόκληρα χρόνια, με μπόλικο αίμα, πένθος και καταστροφές, οι Έλληνες διψούσαν για ελευθερία. Αναζητούσαν λίγη χαρά, ένα τραγούδι, μια ψυχική ανάταση. Έτσι, το ‘ριξαν στα πάρτι και στις εκδρομές. Βγήκαν ελεύθερα στη φύση, όπου μέχρι χθες υπήρχαν νάρκες και ενέδρες, με συνέπεια να απλωθεί η μανία των εκδρομών. Εκδρομικοί σύλλογοι αναβίωναν από το παρελθόν και πολλοί καινούργιοι ξεφύτρωναν, και κάθε Κυριακή διοργάνωναν εκδρομές σε διάφορα γραφικά ή ιστορικά μέρη του τόπου, εκδρομές που βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση από έναν κόσμο που κατά τα λοιπά πεινούσε. Γύρω στις 7 με 8 το πρωί της Κυριακής, κατέφθαναν στην πλατεία Κλαυθμώνος λεωφορεία των αστικών συγκοινωνιών της πρωτεύουσας, ενοικιασμένα από τα εκδρομικά σωματεία, για να παραλάβουν τους εκδρομείς, καθώς η γνωστή πλατεία των… κλαυθμών ήταν το κυριότερο σημείο εκκινήσεως. Φυσικά, περιττόν είναι να λεχθεί ότι τα πούλμαν με τη χλιδή και τις ανέσεις τους, όπως τα ξέρουμε σήμερα, ήσαν άγνωστα και ως έννοιες και τη λύση για τη διακίνηση προσέφεραν τα αστικά μείζονος τύπου. Κυρίαρχο εκδρομικό σωματείο από προπολεμικά ήταν η «Ελληνική Περιηγητική Λέσχη», η αποκαλουμένη απλά «Περιηγητική», που στεγαζόταν επί της λεωφόρου Αμαλίας, απέναντι από το Ζάππειο, σε εκείνο το νεοκλασικό αρχοντικό που χάσκει τώρα ερείπιο. Η «Περιηγητική» δεν ήταν μια ξερή και στεγνή λέσχη, αλλά μαζί με τη φυσιολατρία προσέφερε στα μέλη της πολλές καλλιτεχνικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Για εντευκτήριο διέθετε πλάι σχεδόν στη βυζαντινή Μονή στο Δαφνί, μέσα στο πυκνό πευκοδάσος, ένα καλόγουστο οικοδόμημα, ένα τουριστικό περίπτερο, όπου τα επιστρέφοντα λεωφορεία της λέσχης με τους εκδρομείς έκαναν στάση για καφέ, κουβεντούλα και ποτό. Τα χρόνια εκείνα, πριν διανοιγούν οι νέες εθνικές οδοί που αυλακώνουν όλη τη χώρα, ο μοναδικός δρόμος που ένωνε την Αθήνα με την υπόλοιπη Ελλάδα, που τον αποκαλούσαν μάλιστα και… «διεθνή», ήταν Ιερά Οδός – Δαφνί – Μάνδρα, όπου και διακλαδίζονταν προς βορρά με κατεύθυνση τη Θήβα ο ένας και προς Πελοπόννησο και τα νοτιοδυτικά ο άλλος μέσω Ελευσίνος. Επομένως, όλα τα τροχοφόρα περνούσαν αναγκαστικά από το Δαφνί. Το συμπαθητικό τουριστικό περίπτερο έγινε λόγω εκδρομέων ευρύτατα γνωστό, οπότε οι ιθύνοντες της λέσχης αποφάσισαν να το αναβαθμίσουν σε ρεστοράν υψηλής ποιότητος, ανοίγοντας τις πύλες του στο κοινό. Τότε γνώρισε ημέρες, ή μάλλον βραδιές, δόξας, καθώς πολλοί ήσαν εκείνοι που το επέλεγαν για πρελούδιο ενός ρομαντικού περιπάτου στο φιλόξενο δάσος με τα μαλακά φρύγανα…
Ένας έρημος τόπος ήτανε τότε η περιοχή, με λίγα σπίτια στη στάση Κουνέλια, λιγότερα στην εσοχή που κατέληγε στο «Κασκαντάμι», με τοπωνύμιο «Δάσος Χαϊδαρίου», τα δύο στρατόπεδα και, τέλος, νοσοκομεία φρενοβλαβών. Από εκεί και μέχρι τον αμαρτωλό… Σκαραμαγκά, η άβυσσος.
Σεπτέμβριο μήνα, με τον τρύγο, τα πατητήρια και τις μουστιές, κάποιοι στην «Περιηγητική» εμπνεύστηκαν από τη βαυαρέζικη «Γιορτή της μπίρας» και αποφάσισαν να δημιουργήσουν κάτι παρεμφερές στην Ελλάδα, με εορτάζον προϊόν το ελληνικό κρασί.
Με περιβάλλοντα χώρο το πυκνό δάσος γύρω από το τουριστικό περίπτερο, στήθηκαν μερικοί… δαφνοστεφείς πάγκοι, όπου τοποθετήθηκαν βαρέλια με κρασιά διαφόρων οινοπαραγωγών περιοχών της πατρίδας μας. Κοπελούδες στολισμένες με χρυσά και με γιορντάνια, ντυμένες Αμαλία και άλλες τοπικές ενδυμασίες, προσέφεραν δωρεάν κρασί στους επισκέπτες. Παρά την υποτυπώδη διαφήμιση, που μάλλον με δελτίο Τύπου έμοιαζε, η προσέλευση του κόσμου είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Μια ή δύο εβδομάδες κράτησε η εκδήλωση, που άνοιγε τις πύλες της -αν θυμάμαι καλά- στις 7 το απόγευμα και έκλεινε άνευ ετέρου στις 10 το βράδυ, χωρίς καμία παράταση. Οι λιγοστοί μεζέδες που προσφέρονταν με λογικές τιμές αποκλειστικά εντός του τουριστικού περιπτέρου ήταν αδύνατον ν’ ανταποκριθούν στην απρόβλεπτη ζήτηση. Για εβδομάδες η κύρια συζήτηση που άκουγες, όπου κι αν βρισκόσουν, ήταν σχετική με το καινούργιο αυτό λαϊκό πανηγύρι, που ανέτρεπε τη ρουτίνα.
Η τεράστια επιτυχία του εγχειρήματος έκανε τον επόμενο χρόνο τους αρμόδιους της «Περιηγητικής» ν’ ανασκουμπωθούν ώστε το πράμα να είναι περισσότερο οργανωμένο. Μικρές γυάλινες καράφες παραγγέλθηκαν, που τις πουλούσαν σε όσους τις ήθελαν, ώστε να μη διαπληκτίζονται με τους επισκέπτες στην έξοδο για την επιστροφή τους. Καθίσματα και τραπέζια τοποθετήθηκαν στη βεράντα του οικήματος ώστε ν’ αυξηθούν οι καθήμενοι και για σερβίρισμα καθιερώθηκε το πρωτόγνωρο self service, ενώ παράλληλα οι προσφερόμενες δωρεάν ποικιλίες κρασιών κάθε χρόνο αυξάνανε. Οι περιφερόμενοι μεθυσμένοι ήσαν αρκετοί, αλλά οι παρεκτρεπόμενοι ελάχιστοι…
Χρόνο με τον χρόνο η εκδήλωση φυσικά γιγάντωνε και μεταβαλλόταν σε show εμπλουτισμένο με ορχήστρα, τραγουδιστάδες και κομπέρ τραπεζοκαθίσματα απλώθηκαν στο γύρω δάσος. Ο Οργανισμός Τουρισμού έχωσε τη μύτη του, έχοντας τον πρώτο λόγο, και το «καλύτερο» θριάμβευε συνέχεια σε βάρος του καλού…
Ομολογώ πως αγνοώ τη συνέχεια και το τέλος της ιστορίας που στη γέννησή της υπήρξε συναρπαστική. Ούτε και ξέρω «ποιοι, πώς και γιατί» έβαλαν το θανατερό «The End»…