Η περιφερειακή κρίση και η εν όψει «ενδιάμεση λύση»
Ο,ΤΙ ΤΕΛΙΚΑ και να συμβεί στη Συρία (στρατιωτικό πλήγμα ή διπλωματική ρύθμιση), αφενός η σκιά του πολέμου θα βαραίνει τη σύνολη περιοχή και αφετέρου οι εξελίξεις που θ’ αναπαραχθούν θ’ αποβούν εκ των πραγμάτων προσδιοριστικές για όλες τις χώρες που ή εφάπτονται ή που απλώς γειτνιάζουν. Περισσότερο φυσικά για όσες έχουν εγγενή και κρίσιμα δικά τους προβλήματα, στα οποία μπορεί να προκληθούν αδόκητες επιπλοκές.
Όπως για παράδειγμα μπορεί να συμβεί με την Κύπρο. Που: Από τη μια έχει να διαχειρισθεί την κρισιμότερη φάση του ενεργειακού της προγράμματος, με την εξόρυξη (και άρα εκμετάλλευση) των κοιτασμάτων της ΑΟΖ της, την οποία υποβλέπει ευθέως η Άγκυρα. Και από την άλλη, θα μπει οσονούπω σε νέα και προδήλως αποφασιστική διαδικασία επιλύσεως του χρονίζοντος πολιτικού της προβλήματος. Καθώς ήδη γίνονται αρκούντως αισθητές αμερικανικές και άλλες παρεμβάσεις.
Και η χώρα με την οποία η Κύπρος «έχει να κάμει» –η Τουρκία δηλαδή– αποτελεί άμεσα εμπλεκόμενη περιφερειακή δύναμη στο Συριακό. Η έκβαση του οποίου, είναι παντελώς απροσδιόριστη. Από την οποία όμως και θα διαμορφωθούν ανάλογα ισοζύγια, που θα επιδράσουν είτε θετικότερα, είτε όμως και αρνητικότερα για τον Ελληνισμό. Κάτι αβέβαιο. Τόσο, όσο ακριβώς ρευστό είναι το γεωπολιτικό πεδίο σ’ αυτή την εύφλεκτη ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου κι ευρύτερα της Μέσης κι Εγγύς Ανατολής.
Το πόσο δηλαδή αυτά που εξελίσσονται θα ενισχύσουν τις στρατηγικές βλέψεις της Άγκυρας ή αντιθέτως θα τις χαντακώσουν, θα επιμετρήσει και στα καθ’ ημάς. Επιβάλλοντας αυτονοήτως στην Αθήνα και τη Λευκωσία, την έγκαιρη διαμόρφωση των αναγκαίων στρατηγικών. Προκειμένου να μη βρεθούμε αίφνης επί κενού, χωρίς δυνατότητες επαρκούς διαχειρίσεως.
Γιατί οτιδήποτε προκύψει αυτή τη φορά, δεν θα είναι καθόλου αναστρέψιμο.
Το ίδιο θα λέγαμε και για τα ζητήματα αιχμής των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, με κυρίαρχο εκείνο της ασκήσεως φυσικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος σε ό,τι αφορά τις ΑΟΖ. Αλλ’ αυτό δεν επείγει τόσο σήμερα, όσο το Κυπριακό. Του οποίου τυχόν ολίσθηση σε λύσεις τετελεσμένων, με νομιμοποίηση της τουρκικής κηδεμονίας –κάτι που προδήλως επιδιώκεται από την Άγκυρα– κι επομένως μονιμοποίηση της γεωπολιτικής κρεουργήσεως της Μεγαλονήσου, θ’ ανοίξει την τουρκική όρεξη και μαζί τις πύλες προς την αιγαιωτική διάσταση του τουρκικού επεκτατισμού. Το αυτονόητο. Επομένως και το ευκρινές σήμα κινδύνου για τα δυο κρατικά υπό τις περιστάσεις κέντρα του Ελληνισμού.
Δεν θεωρούμε –και δεν είναι– τυχαίο που η Ουάσινγκτον επανεκδηλώνει ενδιαφέρον, για έστω και μια «ενδιάμεση λύση» στο πρόβλημα. Με το απλοϊκό εν πολλοίς σκεπτικό, ότι: Εφόσον δεν είναι άμεσα εφικτή μια συνολική λύση, τότε μπορεί να υπάρξει μια μερική, με την έννοια της αποδοχής ενός γενικού πλαισίου, αφενός προσωρινών ρυθμίσεων και αφετέρου συγκεκριμένων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Τα οποία βεβαίως, σε βάθος χρόνου, θα προεξοφλούν και τη μορφή και το περιεχόμενο της τελικής λύσεως.
Αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Στη μακρά διαδρομή του Κυπριακού, υπήρξαν έωλοι σχεδιασμοί πάνω σ’ αυτή τη βάση, που όμως δεν μπόρεσαν να επιβληθούν, δεδομένων των αντιστάσεων της Λευκωσίας, αλλά και της Αθήνας στο σημείο που αυτή συνεπλέκετο. Κι αυτό, γιατί και η πρώτη και η δεύτερη, αντιλαμβάνονταν πως: Η Τουρκία ως το ισχυρό σκέλος της καταθλιπτικής ανισοσθένειας, θα ενεθυλάκωνε τα συμφέροντα στην ίδια και θα υπενόμευε, αν την συνέφερε, τη διαδικασία. Κάτι που πάντοτε συνέβαινε, και που χαρακτηρίζει την αδιάλειπτη και συνεπή τουρκική στρατηγική, στο Κυπριακό. Στρατηγική των επιλεκτικών αδιεξόδων, τα οποία και όποτε προέκυπταν, άφηναν ανάλογο κέρδος στην κατέχουσα πλευρά. Ενώ η ανίσχυρη (εμείς) έβλεπε να διαβρώνονται παραπέρα οι θέσεις της και να χάνεται συνεχώς έδαφος. Με τα τετελεσμένα, ν’ αποβαίνουν ενισχυόμενη δυναμική και αναπόσπαστο μέρος των προαγομένων ρυθμίσεων.
Κι άλλωστε δεν μπορεί –και δεν πρέπει–, να λησμονούνται όσα επί Σημίτη διετυπώνοντο περί «παραγώγου δικαίου της κατοχής»! Όσοι τα λησμονούν, απλώς θα αιφνιδιασθούν όταν οι εξελίξεις δρομολογηθούν και όταν ενεργοποιηθούν οι προβλεπτές διαδικασίες. Και πρέπει βεβαίως να λεχθεί ότι: Ενδιάμεση λύση, διευκολύνει αυτή τη στιγμή, συγκεκριμένες στρατηγικές αυτών που την επιθυμούν. Οι οποίες και σχετίζονται άμεσα, τόσο με το νέο ενεργειακό πεδίο (που θ’ αλλάξει σύντομα το παιχνίδι και τα ισοζύγια σ’ αυτό τον τομέα) όσο και με ζητήματα που συνάπτονται προς τις Ευρω-Τουρκικές σχέσεις και τις ενταξιακές διαδικασίες. Γιατί θα έχει αναιρεθεί αυτομάτως η απόφραξη αυτών των διαδικασιών, με την ενεργοποίηση του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το κέντρο βάρους των νέων παρεμβάσεων, που σύντομα θα γίνουν αισθητές.