Ασφάλεια και εγκληματικότητα

Αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή και μια άλλη μεγάλη πληγή. Την ανασφάλεια και την εγκληματικότητα. Έγινα και προσωπικά θύμα αυτής της ανασφάλειας, που προσβάλλει κάθε έννοια επιβολής του νόμου, συντεταγμένης Πολιτείας και πολιτισμένης ζωής.

Προσκλήθηκα να περάσω μερικές μέρες διακοπών κοντά στη θάλασσα από φίλους από το Καμάρι, κοντά στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας.

Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι στο μικρό και ήσυχο αυτό μέρος θα έπεφτα θύμα θρασύτατης ληστείας από τσιγγάνους των Βαλκανίων κάτω από το φως της ημέρας και εν μέση οδώ, της παλαιάς Εθνικής οδού Κορίνθου-Πατρών. Η ληστεία έγινε από εποχούμενη συμμορία αλλοδαπών τσιγγάνων.

Κατήγγειλα στην Αστυνομία τη ληστεία.

Διεπίστωσα όμως πόσο υπερφαλαγγισμένη είναι και αυτή από την αλματώδη αύξηση του εγκλήματος, και αυτό δείχνει το μέγεθος και την οξύτητα ενός άλλου προβλήματος κοντά στα άλλα. Η Ελληνική κοινωνία χάνει το βασικό αίσθημα ασφάλειας που δικαιούται να έχει στην καθημερινή της ζωή.

Δεν έχει τόση σημασία η προσωπική μου περιπέτεια, η οποία δεν κατέληξε, τουλάχιστον, σε βλάβη της σωματικής μου ακεραιότητας ή σε κίνδυνο για τη ζωή μου. Ο καθένας όμως μπορεί να αναλογιστεί τις περιπέτειες που αντιμετωπίζουν καθημερινά χιλιάδες συμπολίτες μας και την τραγική τύχη εκείνων που πέφτουν θύματα αδίστακτων κακοποιών μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη και δεν ήταν αναπόφευκτη. Είναι αποτέλεσμα εγκληματικών πολιτικών, που κατέστησαν τη χώρα κυριολεκτικά ξέφραγο αμπέλι. Το πρόβλημα δεν είναι αστυνομικό. Είναι κατʼ αρχήν πολιτικό. Με προεξάρχουσες τις κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, διαβρώθηκε σταδιακά ο έλεγχος των συνόρων. Εγκαινιάστηκε μια νέα πολιτική ανοχής της λαθρομεταναστεύσεως, που πήρε γρήγορα μορφή και διαστάσεις χιονοστιβάδας και άοπλης εισβολής. Ο καθένας, παρουσιαζόμενος ως καταδιωκόμενος και επικαλούμενος το δήθεν άσυλο, μπορούσε να μπει «προσωρινά», υποτίθεται, στη χώρα.

Η ευκολία της εισόδου υπονόμευσε σταδιακά και διέφθειρε ολόκληρο το σύστημα της φυλάξεως των συνόρων. Απομακρύνθηκαν στην αρχή τα ναρκοπέδια στον Έβρο για να μη σκοτώνονται οι λαθρομετανάστες, που επιχειρούσαν να διαβούν παρανόμως τα σύνορα. Συχνά οδηγούνταν σκοπίμως στα ναρκοπέδια από αδίστακτους Τούρκους δουλεμπόρους και πράκτορες, πρώτον, για να εντοπιστούν, αναλώμασι των παρανόμων μεταναστών, τα ναρκοπέδια του Ελληνικού Στρατού και να χαρτογραφηθούν για επιχειρησιακούς λόγους, δεύτερον, για να ασκηθεί διεθνής πίεση στην Ελλάδα να τα άρει, με προσχώρηση στη σχετική Διεθνή Συμφωνία της Οττάβας.

Η Ελλάδα δεν είχε καμιά υποχρέωση να προσχωρήσει στη Συμφωνία αυτή. Θα μπορούσε να επικαλεστεί το πρόβλημα ασφάλειας με την Τουρκία, όπως είχε κάθε δικαίωμα. Έπραξε όμως το αντίθετο.

Στη συνέχεια απεσύρθη ο Στρατός, ως δήθεν αναρμόδιος για τη φύλαξη των συνόρων! Η αποστολή αυτή ανετέθη στο Σώμα των συνοριοφυλάκων, οι οποίοι όμως, σε σύντομο χρόνο, κυριολεκτικά αφοπλίστηκαν, γιατί έγιναν καταγγελίες και εκστρατείες στον Τύπο για κακομεταχείριση λαθρομεταναστών.

Πολλοί από αυτούς απεσπάσθησαν σε υπηρεσίες στην Αθήνα, με το δικαιολογητικό ότι τώρα δεν υπάρχουν λαθρομετανάστες μόνο στα σύνορα. Υπάρχουν και στην Αθήνα και χρειάζεται προσωπικό για τις υπηρεσίες που σχετίζονται μʼ αυτούς.

Με την ένταξη στον λεγόμενο κοινό Ευρωπαϊκό χώρο της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, με βάση τη Συνθήκη Σένγκεν, η κάθε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είχε δικαίωμα διετούς μεταβατικής περιόδου, κατά την οποία μπορούσε να μη δεχθεί την ελεύθερη διακίνηση προσώπων με τις χώρες αυτές.

Μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, έκαναν χρήση του δικαιώματος αυτού. Ακόμη όμως και με τη μη αποδοχή για την πρώτη διετία της ελεύθερης διακινήσεως προσώπων, η Γαλλία είχε μεγάλο πρόβλημα με Ρομά από τη Ρουμανία.

Η Ελλάδα, παρουσιαζόμενη περιέργως ως πρωτοπόρος πάλι στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, δεν έκανε χρήση του δικαιώματός της.

Επέτρεψε από την πρώτη στιγμή της ενάρξεως της ισχύος της Συμφωνίας Σένγκεν την ελεύθερη διακίνηση προσώπων με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Προφανώς, οι υποψήφιοι μετανάστες των χωρών αυτών προτιμούν τη Γερμανία, τη Γαλλία ή κάποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Εφόσον όμως οι χώρες αυτές προνόησαν να μην είναι προσπελάσιμες για την πρώτη διετία, πολλοί από αυτούς κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα, που δεν έθεσε κανέναν φραγμό.

Σε αντίθεση με τους μετανάστες πρώτης γενιάς από τις χώρες αυτές, το δεύτερο κύμα περιέλαβε πολλούς από τους Γύφτους των χωρών αυτών, που δεν είναι και ιδιαίτερα επιθυμητοί στις χώρες τους και υφίστανται, ιδίως στη Ρουμανία, πολλές διακρίσεις.

Ακόμη όμως και από χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως τα Σκόπια και η Αλβανία, οι Γύφτοι των χωρών αυτών δεν συνάντησαν πολλές δυσκολίες για να μπουν στην Ελλάδα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση των Γύφτων του Κοσσυφοπεδίου.

Λόγω του πολέμου σʼ αυτό, είχαν καταφύγει προσωρινά στα Σκόπια για ασφάλεια. Μετά τον τερματισμό του πολέμου, οι Σκοπιανοί τούς ζήτησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Οι Γύφτοι όμως του Κοσσυφοπεδίου κατευθύνθηκαν όλοι προς την Ελλάδα και πέρασαν τα σύνορα χωρίς κανένα πρόβλημα.

Τα προβλήματα όμως ήρθαν μετά για την Ελλάδα. Όχι μόνο από τους τσιγγάνους των Βαλκανίων και την άλλη λαθρομετανάστευση από τις χώρες της περιοχής αυτής αλλά και από το πραγματικό «τσουνάμι» της λαθρομεταναστεύσεως από την Ασία και την Αφρική.

Ασφαλώς, για την ανασφάλεια και την εγκληματικότητα δεν ευθύνονται μόνο οι ξένοι λαθρομετανάστες. Υπάρχει, προφανώς, και ημεδαπό έγκλημα. Αντιπροσωπεύουν όμως τη μερίδα του λέοντος και, χειρότερα ακόμη, άλλαξαν, με τον όγκο και την κοινωνική τους κατάσταση, τους όρους ασφάλειας και νομιμότητας στη χώρα. Η χώρα πρέπει να ξαναπάρει τον έλεγχο των συνόρων της και να στείλει μήνυμα ότι δεν είναι χώρα-ξέφραγο αμπέλι.


Σχολιάστε εδώ