Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Πώς μπορεί να συμπαθήσει κανείς τον κακορίζικο αυτόν μήνα; Πάνε τα παιχνίδια στις πλαζ, ερημώνουν τα «παρά θίν’ αλός» ταβερνάκια, παρελθόν οι γεμάτοι αισθησιασμό περίπατοι και τα ρομαντικά ονειροπολήματα κάτω από το λαμπερό αυγουστιάτικο φεγγαράκι. Αντίο, τέλος, στις βεγγέρες και στα χαζοξενύχτια στις πλατείες και στα θερινά σινεμά και σε όσα άλλα μας χαρίζει σπάταλα το γλυκό μας καλοκαιράκι.

Από την πρώτη στιγμή που το ημερολόγιο περνάει στη δικαιοδοσία του φθινοπώρου και κάποια μαύρα σύννεφα εμφανίζονται απειλητικά στον ορίζοντα, σαν σκηνές έργου που θα παιχτεί «προσεχώς», ενώ ο κάθε κατεργάρης ξαναπιάνει την καθορισμένη θέση του στον πάγκο για να τραβήξει ανελέητα κουπί, θέλεις δεν θέλεις, θα νιώσεις μια ανατριχίλα στο σώμα και ανείπωτη καταχνιά στην ψυχή…

Αλλά και μέσα στην Ιστορία διαθέτει ο Σεπτέμβρης τη μαύρη σελίδα του, καθώς με το έμπα του η ανθρωπότης σημαδεύτηκε από έναν εξοντωτικό πόλεμο, με συμμετοχή και των πέντε ηπείρων στον όλεθρο, όπου η πατρίδα μας έχει προσφέρει αναλογικά τη μερίδα του λέοντος. Και δεν ήταν μόνον αυτό για τη χώρα μας, αφού Σεπτέμβριο μήνα έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή, με τα δύο εκατομμύρια πρόσφυγες και τους αμέτρητους ξενιτεμένους από τις προαιώνιες εστίες τους.

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε και να αφηγηθούμε ένα θλιβερό συμβάν, που ηθελημένα ή όχι ξεχνιέται και που συνέβη με τους τούρκους φίλους μας κάποιον Σεπτέμβρη, όχι πολλά χρόνια πριν, στην Κωνσταντινούπολη.

Πρωθυπουργός της Ελλάδος την εποχή εκείνη ήταν ο βαριά άρρωστος στρατάρχης Παπάγος, που βρισκόταν στον προθάλαμο του θανάτου, κλινήρης πάνω από έξι μήνες. Την εξουσία ασκούσαν, αλληλοϋποβλεπόμενοι, οι δύο αντιπρόεδροι, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Στέφανος Στεφανόπουλος, ενώ ο τρίτος συναγερμικός στυλοβάτης, ο μέχρι πρότινος άρχων του Συναγερμού εκ του παρασκηνίου, Σπύρος Μαρκεζίνης, που «καβάλησε το καλάμι» και λογομάχησε μέσα στο Υπουργικό Συμβούλιο με τον πρωθυπουργό, χτυπώντας μάλιστα για έμφαση το χέρι του πάνω στο τραπέζι, παραιτήθηκε από υπουργός, για να βρεθεί στη συνέχεια εκτός κόμματος χάρις σε μια πολύ πετυχημένη ίντριγκα εις βάρος του. Τότε, πήρε κι εκείνος των ομματιών του και ίδρυσε το Κόμμα των Προοδευτικών.

Το κύριο ζήτημα που απασχολούσε την Ελλάδα ήταν το Κυπριακό. Η χώρα μας ζητούσε να δοθεί και στους Κυπρίους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, δικαίωμα που είχαν κατακτήσει όλες οι αποικίες. Μέχρι και οι ανθρωποφάγοι με τα δόρατα είχαν γίνει ελεύθεροι και κυρίαρχοι, με εξαίρεση τους Κυπρίους. Η ΕΟΚΑ συνέχιζε ένοπλο αγώνα στην Κύπρο, η δε κυβέρνηση επρόκειτο να προσφύγει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, οδηγώντας τη Μεγάλη Βρετανία στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο άγγλος πρωθυπουργός Μακ Μίλαν είδε πως η αντίδικος, με τον άρρωστο πρωθυπουργό και το ευρύτερο πολιτικό σινάφι, βρισκόταν σε πλήρη διάλυση και βρήκε την ευκαιρία να βγει λάδι, σπέρνοντας ζιζάνια: Έστειλε πρόσκληση στην Αθήνα να συμμετάσχει σε τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδος και Τουρκίας για την επίλυση του Κυπριακού, βάζοντας πονηρά και την Τουρκία ως ενδιαφερόμενο μέρος, ώστε να τρώγονται Ελλάδα – Τουρκία μεταξύ τους και η Μεγάλη Βρετανία να τρίβει τα χέρια της. Χαζοχαρούμενοι, οι δύο αντιπρόεδροι έσπευσαν να αποδεχθούν την πρόσκληση, με τον Μακ Μίλαν να μην πιστεύει στα μάτια του και να ζητάει να επιβεβαιωθεί η «αποδοχή», διότι φοβόταν πως επρόκειτο για… τυπογραφικό λάθος στο τηλεγράφημα. Και όταν βεβαιώθηκε για την γκάφα του σεβαστού μας υπουργείου Εξωτερικών, διερωτήθηκε: «Μα, τόσο ηλίθιοι είναι;».

Η συνδιάσκεψη έγινε και οι Τούρκοι προέβαλαν άμεση διεκδίκηση της νήσου. Κυκλοφόρησαν, μάλιστα, και σπίρτα με σλόγκαν στα σπιρτόκουτα: «Η Κύπρος είναι τουρκική!». Έτσι, βαδίζαμε για προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη. Η Τουρκία, που πάντα ελλοχεύει και μόλις βρίσκει την ευκαιρία ορμά, οργάνωσε ένα πρωτοφανές πογκρόμ εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης για να τρομοκρατήσει και να εξευτελίσει τη χώρα μας και να ξεφορτωθεί με το αζημίωτο τους διαβιούντες με τη Συνθήκη της Λωζάννης Έλληνες της Πόλης, αρπάζοντάς τους όσες περιουσίες διασώθηκαν από το «Βαρλίκ».

Η επιχείρηση εξελίχθηκε ως εξής: Αρχές Σεπτεμβρίου, η ερίτιμος σύζυγος του τούρκου προξένου στη Θεσσαλονίκη πήρε τη φωτογραφική της μηχανή και, γεμάτη καλλιτεχνικό οίστρο, άρχισε να φωτογραφίζει το κτίριο του προξενείου και το παρακείμενο οίκημα, όπου κατά τις φήμες γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, με δικαιολογία πως επειδή επρόκειτο να φύγουν ήθελε να θυμάται το σπιτάκι της. Την επομένη αναχώρησε μετά του συζύγου της από τη φίλη, σύμμαχο και γείτονα Ελλάδα, αλλά πριν προλάβουν να φιλήσουν το χώμα της πατρώας τους γης, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, έσκασε μια μικρή βόμβα ανάμεσα στο προξενείο και στο σπίτι του Κεμάλ, χωρίς να προξενήσει ζημιές.. Πλάκωσε η Χωροφυλακή, βρήκε και άλλες που δεν είχαν εκραγεί, βρήκε και τον φύλακα, το μοναδικό άτομο που βρισκόταν στο προξενείο εκείνη την ώρα, τον πέρασε από ανάκριση με τον τρόπο που γίνονταν τότε οι ανακρίσεις και ο φύλακας «ξέρασε» πως τις βόμβες τις τοποθέτησε τούρκος φοιτητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Συνέλαβαν και τον φοιτητή, που αβιάστως «κελάηδησε» πως τα εκρηκτικά τα είχε φέρει από την Τουρκία, και η υπόθεση πήρε τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη.

Το επόμενο πρωί, οι έγκυρες εφημερίδες της γείτονος πληροφορούσαν τους αναγνώστες τους ότι εξερράγησαν τη νύχτα βόμβες στο σπίτι του Κεμάλ και στο προξενείο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια ο απογευματινός Τύπος δημοσίευσε εικόνες με το κατεστραμμένο σπίτι του Κεμάλ. Ήσαν οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει για σουβενίρ η κυρία προξένου, κατάλληλα επεξεργασμένες με μοντάζ. Ήταν η πρόφαση ώστε ένας όχλος φανατισμένος, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη με τρένα και καμιόνια του Στρατού από την Ανατολία, εξοπλισμένος με τσεκούρια, μαχαίρια, λοστούς και άλλα αιχμηρά όργανα, να αρχίσει να επιτίθεται σε σπίτια Ελλήνων, να παραβιάζει, να λεηλατεί και να βάζει φωτιά σε περισσότερα από 4.000 ελληνικά καταστήματα. Να βιάζει γυναίκες, κατά προτίμηση συζύγους ελλήνων αξιωματικών, διαπιστευμένων στα συμμαχικά κλιμάκια του ΝΑΤΟ, προς αιώνιο όνειδος των ανδρών τους, διότι κανένας δεν έκανε χρήση για λόγους τιμής του όπλου που του εμπιστεύτηκε η πατρίδα. Άλλες ορδές εφορμούσαν κατά των εκκλησιών, καίγοντας πάνω από τριάντα, ασχημονώντας με βανδαλισμούς στα όσια και τα ιερά των χριστιανών, ενώ παράλληλα άλλοι «βασιβουζούκοι» έβαζαν στόχο τα νεκροταφεία. Έσπασαν σταυρούς, άνοιξαν τάφους, ξέθαψαν και διασκόρπισαν οστά Πατριαρχών, και το μένος τους δεν είχε όρια. Έβαλαν φωτιά στη Μονή του Βαλουκλή, όπου έκαψαν ζωντανό τον ενενηντάχρονο ηγούμενο και πέταξαν στις φλόγες του μοναστηριού τον επίσκοπο Γεννάδιο. Σκότωναν και τραυμάτιζαν όποιον «Ρωμιό» συναντούσαν. Ξύρισαν παπάδες και τους έσερναν στους δρόμους, διαπομπεύοντάς τους.

Είναι φοβερός ο απολογισμός της νύχτας της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου, για τον οποίο ο εξοχότατος κ. Allen Dalles, αρχηγός της CIA, συνέστησε στην Ελλάδα σύνεση…


Σχολιάστε εδώ