Ήττα του Ομπάμα

Την ώρα που αναμένεται η κρίσιμη ψήφος του αμερικανικού κογκρέσου για την έγκριση ή μη μικρής και καθορισμένης κλίμακας επέμβασης το διεθνές σύστημα φαίνεται να κυλά ολοένα και περισσότερο σε μια κατάσταση επικίνδυνης ρευστότητας. Πολλοί, σε μεγάλο βαθμό ισοϋψείς παίκτες με επιμέρους συμφέροντα και επιδιώξεις αλλά χωρίς συνολικό στρατηγικό σχέδιο διαγκωνίζονται και δοκιμάζουν ο ένας τις δυνάμεις του άλλου, χωρίς κανείς να μπορεί να επικρατήσει ή να πείσει τους υπολοίπους να τον ακολουθήσουν. Την ίδια στιγμή στη Συρία έχουν πεθάνει 100.000 άνθρωποι, χιλιάδες είναι οι μη καταγεγραμμένοι βιασμοί γυναικών και παιδιών, 2.000.000 έχουν διαφύγει ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες και 5.000.000 έχουν καταφύγει σε άλλες περιοχές εντός της χώρας για να προφυλαχθούν ενώ η σφαγή συνεχίζεται.

Σε δύο κομμάτια έσπασε η διεθνής κοινότητα, στην Αγία Πετρούπολη, την Παρασκευή. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Αγγλία, η Ιταλία, η Ισπανία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νότιος Κορέα, η Ιαπωνία, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία εξέδωσαν με το τέλος των εργασιών της G20 ανακοίνωση στην οποία καταδικάζουν το καθεστώς Άσαντ για τη χρήση χημικών, επισημαίνουν την αδυναμία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εδώ και δυόμιση χρόνια να αναλάβει δράση, ζητούν την ανάληψη ισχυρής διεθνούς δράσης αλλά επαναλαμβάνουν τη δέσμευση τους για πολιτική λύση στο συριακό εμφύλιο. Την ίδια στιγμή ο πρόεδρος Πούτιν, σε συνέντευξη τύπου που έδωσε, ισχυρίστηκε ότι η επίθεση με χημικά όπλα σε προάστιο της Δαμασκού ήταν μια προβοκάτσια της συριακής αντιπολίτευσης για να προκαλέσει διεθνή επέμβαση στη χώρα, δήλωσε ότι η Ρωσία θα στηρίξει τη Συρία σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης, διατύπωσε και υπερασπίστηκε ένα νέο «δόγμα» στη διεθνή πολιτική όπου μια χώρα δικαιούται να επέμβει στρατιωτικά σε μια άλλη μόνο αν έχει υποστεί επίθεση πρώτα ή, σπανιότερα, αν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η Κίνα συντάχθηκε με τη Ρωσία, τονίζοντας ότι η G20 ως οικονομικό φόρουμ δεν είναι ο χώρος να συζητηθεί το θέμα και επισημαίνοντας τους κινδύνους για τη διεθνή οικονομία από μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία με την αύξηση στις τιμές του πετρελαίου. Αργεντινή, Ινδία, Βραζιλία, Μεξικό, Νότιος Αφρική, Ινδονησία διαφώνησαν επίσης με πιθανή επέμβαση, τόσο λόγω του φόβου τους για οικονομική αστάθεια, όσο και λόγω του αποικιοκρατικού τους παρελθόντος που τις κάνει απρόθυμες να υποστηρίζουν στρατιωτικές επεμβάσεις του δυτικού παράγοντα. Τέλος η Γερμανία, ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή δύναμη που δεν στήριξε τις ΗΠΑ στην καταδίκη του Άσαντ, τόσο λόγω των γερμανικών εκλογών, όσο και μιας συνεχιζόμενης διαφοροποίησης από τις ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο, η οποία μέχρι τώρα περιορίζονταν κυρίαρχα στο χώρο της οικονομικής πολιτικής. Να σημειωθεί ότι την οργή της Γαλλίας προκάλεσε η επιλογή του προέδρου της ΕΕ, Χέρμαν Βαν Ρομπάυ που συμμετείχε στη σύνοδο, να δηλώσει ότι η ΕΕ είναι αντίθετη στη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία χωρίς πρώτα να διαβουλευθεί με τους υπουργούς εξωτερικών των κρατών μελών.

Αποδυνάμωση του ρόλου των ΗΠΑ ή αδυναμία του προέδρου Ομπάμα να καθορίσει σαφείς στόχους και στρατηγικές;

Τρεις ήταν οι θέσεις που έθεσε ο αμερικανός πρόεδρος στους ομολόγους του στην Πετρούπολη και ζήτησε τη συμφωνία τους: Ότι η χρήση χημικών όπλων δεν είναι με κανένα τρόπο αποδεκτή, ότι το καθεστώς Άσαντ ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία υπεύθυνο για την επίθεση στη Δαμασκό και ότι είναι απαραίτητη η ανάληψη ισχυρής δράσης από τη διεθνή κοινότητα για να αποθαρρυνθεί η μελλοντική χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Το μόνο στο οποίο συμφώνησε το σύνολο των συμμετεχόντων ήταν το πρώτο, στην καταδίκη του καθεστώτος Άσαντ κατορθώθηκε, ενόψει του κινδύνου να φανούν οι ΗΠΑ και ο πρόεδρος Ομπάμα απομονωμένοι, να υπογραφεί η κοινή δήλωση των 11, αλλά εν τέλει, αυτοί που είναι έτοιμοι να στηρίξουν τη στρατιωτική δράση εκτός του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, και πολύ περισσότερο να συνεισφέρουν σ’ αυτή, είναι πολύ λιγότεροι.

Παρότι του αδιεξόδου της Αγίας Πετρούπολης προηγήθηκαν μια σειρά μικροεπεισοδίων και ανταλλαγής ρητορικών λεονταρισμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ενδεικτικών της υποχώρησης της διεθνούς ισχύος των ΗΠΑ και της ανοιχτής έκφρασης μιας νέας αυτοπεποίθησης, που αγγίζει τα όρια της προκλητικότητας, από τη ρωσική πλευρά, η όποια αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπέριουμ δεν είναι ο μόνος, ή και ο κυρίαρχος, λόγος της αδυναμίας των ΗΠΑ να πείσουν τη διεθνή κοινότητα να συμφωνήσει σε επέμβαση στη Συρία. Σημαντικό ρόλο παίζει η εμπειρία των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η συνεχιζόμενη αστάθεια που προκάλεσαν όπως και η τροφή που έδωσαν στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και την τρομοκρατία.

Επιπλέον, ο πρόεδρος Ομπάμα και το επιτελείο του δεν φαίνεται να έχουν μια ξεκάθαρη στρατηγική και στοχοθεσία, τόσο για το μέλλον της Συρίας, όσο και γι’ αυτό της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους, πέραν της κόπωσης που έχουν προκαλέσει οι πόλεμοι στην Κεντρική Ασία, που δεν μπορεί να πείσει ούτε καν τους ίδιους τους Αμερικανούς να ακολουθήσουν τις επιλογές του. Ο αμερικανός πρόεδρος μιλά για μια περιορισμένη επέμβαση, χωρίς χερσαίες επιχειρήσεις, που θα «τιμωρήσει» τον Άσαντ και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά απέναντι στο Ιράν και τη μελλοντική ενίσχυση του πυρηνικού το προγράμματος, αλλά δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τις ισορροπίες στο συριακό εμφύλιο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η επιδίωξη των Ισραηλινών, οι οποίοι θεωρούν ότι πραγματική απειλή για την ασφάλεια της χώρας τους είναι μόνον το Ιράν και εκτιμούν ότι η συνέχιση του εμφυλίου στη Συρία, χωρίς καμία πλευρά να επικρατεί ξεκάθαρα τους ευνοεί, καθώς δημιουργεί μεγάλα κόστη σε όλους τους αντιπάλους του Ισραήλ, (το καθεστώς Άσαντ, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ), ενώ κρατά «απασχολημένους» τους φανατικούς ισλαμιστές. Είναι όμως μια επιλογή που βρίσκει πολλούς στο εσωτερικό των ΗΠΑ αντίθετους, συμπεριλαμβανομένου και μεγάλου κομματιού της στρατιωτικής ηγεσίας, που εκτιμά ότι δεν υπάρχει συστημική απειλή για τις ΗΠΑ στο συριακό εμφύλιο και ότι μια περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση δεν θα λειτουργήσει αποτρεπτικά απέναντι στο Ιράν και διαφωνεί κάθετα με τους χειρισμούς των επιτελών του Ομπάμα τους οποίους χαρακτηρίζει «ερασιτεχνικούς». Είναι πλέον πολλοί αυτοί στην Αμερική, που κατηγορούν τη δημοκρατική κυβέρνηση ότι σύρει τη χώρα σε μια νέα πολεμική σύγκρουση χωρίς ξεκάθαρη στόχευση και με κύριο κίνητρο τη διάσωση του γοήτρου του προέδρου Ομπάμα που είχε χαρακτηρίσει στο παρελθόν «κόκκινη γραμμή» τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς της Δαμασκού.

Στο κλίμα αυτό αναμένεται η κρίσιμη ψηφοφορία στο Κογκρέσο για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στη Συρία που εκτιμάται ότι θα κρίνει τον τρόπο που θα κινηθεί ο πρόεδρος Ομπάμα στην τριετία που θα ακολουθήσει, καθώς αν δεν κερδίσει την έγκριση των αμερικανών βουλευτών για τη Συρία σήμερα, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να τους πείσει στο μέλλον να κινηθούν στρατιωτικά απέναντι στην Τεχεράνη. Τέλος εντύπωση έκανε το γεγονός ότι στη συνέντευξη τύπου στην Αγία Πετρούπολη ο αμερικανός πρόεδρος, παρότι ρωτήθηκε δύο φορές σχετικά, δεν απέκλεισε την πιθανότητα να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στη Συρία ακόμη και αν το Κογκρέσο καταλήξει σε αρνητικό ψήφισμα.


Σχολιάστε εδώ