Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ξέρεις τι είναι να κάθεσαι του καλού καιρού στη βεραντούλα σου, χωμένος βαθιά στην αναπαυτική σου πολυθρόνα, ενώ μια ελαφριά πνοή ζέφυρου παιχνιδίζει στη μάπα σου χαρίζοντάς σου δροσερές ανάσες; Κι εσύ, κρατώντας μια παγωμένη βυσσινάδα οικιακής παρασκευής, με δύο τρία ολόκληρα βύσσινα να κολυμπάνε στο ποτήρι, να ρουφάς αργά αργά, νωχελικά, κάθε γουλιά, κι ακόμα πάνω στο τραπεζάκι πλάι σου να υπάρχει μια γαβάθα γιομάτη φιστίκι αράπικο, «αλμυρό καβουρντισμένο», να τσιμπολογάς πότε πότε για να περνά η ώρα σου, ενώ θα έχεις κλείσει σφιχτά, πολύ σφιχτά, τον ρουμπινέ του μυαλού σου, αποκλείοντας κάθε σκέψη.

Να μη σε απασχολεί τίποτα, απολύτως τίποτα, ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον ούτε «ένα κοφίνι λάχανα πόσους ντολμάδες βγάζει», πρόβλημα που θα βασάνιζε μέχρι θανάτου έναν οικονομολόγο.

Να χαζεύεις αδιάφορα τους περαστικούς, τη μαμά με το μωρό μες στο καρότσι, τον φαλακρό, τον φορτωμένο με τις σακούλες του σούπερ μάρκετ, το ζευγαράκι που τσακώνεται χωρίς να πέφτει η σφαλιάρα που περιμένεις, και να ελεεινολογείς τον νταγλαρά με το φανελάκι και τις σαγιονάρες που έβγαλε να κάνει «πιπί» το λιλιπούτειο σκυλάκι της κυρίας του. Την αισθητική σου ισορροπία αποκαθιστά η κυριούλα με το καυτό σορτσάκι στην απέναντι πολυκατοικία, που βγαίνει κάθε τόσο στο μπαλκόνι και τινάζει με αιθέρια χάρη το ξεσκονόπανό της. Με δυο λόγια, να ζεις μιαν απόλυτη ευτυχία, που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με την ευτυχία που αισθάνονται οι «τροϊκανοί» όταν σκαρφίζονται νέα μέτρα…

Καμιά ευτυχία όμως δεν διαρκεί αιώνια, και τη στιγμή που βαυκαλίζεσαι πως είσαι ο ολβιότερος θνητός επί της γης, σε εντοπίζει ο τρισκατάρατος, ο οξαποδώ, που περιφέρεται διαρκώς ψάχνοντας για θύματα, χωρίς ποτέ να μένει άνεργος, όντας ένας από τους ελάχιστους που έχουν ακόμη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα της χώρας μας, τον «διαολίζει» η νιρβάνα στην οποία έχεις παραδοθεί και λέει μέσα του: «Ε, όχι, του κερατά» και σπεύδει αμέσως να αποκαταστήσει τη βλάβη με την ευγενική συνδρομή της κυρίας Ολυμπίτσας. Πώς; «Ούτω πως».

Η «περί ης ο λόγος» κυρία έχαιρε φήμης «διαόλου κάλτσας». Μακρινή, εξ αγχιστείας συγγενής μας, ως σύζυγος του ανεψιού μας αείμνηστου Αριστείδη, αποκαλουμένου εξαιτίας της όταν ευρίσκετο εν ζωή: «Ο κακόμοιρος ο Αριστείδης…», αφού τον φύτεψε νομίμως, αναζητούσε τη στοργή στο σόι του μακαρίτη. Επισκεπτόταν κατά καιρούς τα σπίτια των συγγενών του, κουτσομπολεύοντας και ενσπείροντας ζιζάνια ανάμεσά τους. Φύσει ευγενείς οι άνθρωποι, αν και έγιναν μαλλιά κουβάρια οι οικογένειες μεταξύ τους, δεν της «έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα», αλλά αποφάσισαν για να απαλλαγούν από δαύτη να την παντρέψουν. «Κάμε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό», πρότεινε η θεία Παναγούλα, εξπέρ στα συνοικέσια, και ανέλαβε τα περαιτέρω, προξενεύοντάς τη στον οικογενειακό τους φίλο, τον χήρο Παπαβασιλείου. Η δουλειά έκλεισε, αρραβών επίσημος έγινε, «ταχείαν την στέψιν» οι πάντες εύχονταν, αλλά πριν ορισθεί ημέρα γάμου το συνοικέσιο διαλύθηκε, οι Παπαβασιλείου τούς έκοψαν και την καλημέρα και εκείνη επανήλθε δριμύτερη…

Έτσι, την ώρα που ευδαίμων εγώ ρούφαγα βυσσινάδες, μασούλαγα φιστίκια και αποθαύμαζα στο αντικρινό μπαλκόνι τινάγματα ξεσκονόπανων, αυτή η κυρία Ολυμπίτσα χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού μου.

Ουδεμία σημασία έχει τι κουβέντιασε με τους δικούς μου. Ούτε ποιους ακριβώς αξιότιμους άντρες της οικογένειας κατηγόρησε ότι τους τα τρών’ οι γκόμενες, με επακόλουθο το αβίαστα εξαχθέν συμπέρασμα πως γι’ αυτό λυσσοπεινάνε οι γυναίκες τους και δεν έχουν βρακί να φορέσουν. Επέστησε την προσοχή της συμβίας μου στο άτομό μου, καθότι της «φαίνομαι σιγανοπαπαδιά», και έριξε το πάρθιο βέλος: «Δεν θα σε πάει φέτος ο προκομμένος σου διακοπές;». Η δικιά μου απλώς αναστέναξε. Η αλήθεια είναι πως είχα παραπέμψει τη γυναίκα μου να αναζητήσει τις «διακοπές» στο αντίστοιχο λήμμα στο γράμμα «Δ» του λεξικού, καθότι έχοντας υποστεί κατά καιρούς τα πάνδεινα από τις θερινές αυτές εξορμήσεις, όπου ταλαιπωρούμενος ένιωθα σαν Εβραίος στο Άουσβιτς, στο τέλος έβαλα μυαλό και τις διέγραψα διά βίου. Τώρα όμως; Τώρα η κυρία Ολυμπίτσα, «παπαγαλάκι» του Σατανά, άρχισε να παραθέτει έναν χείμαρρο επιχειρημάτων, ότι ο άνθρωπος πρέπει να αλλάζει περιβάλλον, να πλουτίζει το μυαλό του με καινούργιες εντυπώσεις, να ξεκουράζεται φεύγοντας από την καθημερινότητα, να γεμίζει τις μπαταρίες του και διάφορα άλλα τετριμμένα. Ρεαλίστρια η δικιά μου, την άκουγε και θυμόταν το «δώρο διακοπών» που, μαζί με τον 13ο μισθό και το δώρο του Πάσχα, της βούτηξαν μέσα από την τσέπη, και δάκρυσε. Παρεξήγησε το δάκρυ η άλλη και συμπλήρωσε: «Πάτα τον στον λαιμό να σε πάει διακοπές, πριν σ’ αφήσει χήρα και καταντήσεις όπως εγώ…». Το επιχείρημα ήταν καταλυτικό!

Δύο ημέρες αργότερα, έφτιαχνα τις βαλίτσες και αναρωτιόμουν, παραλλήλως, ποιος επιτέλους θα με προστατεύσει… Η Διεθνής Αμνηστία αδιαφορεί, ο Συνήγορος του Πολίτη κωφεύει, η Αλ Κάιντα περί άλλα τυρβάζει και το Χαμόγελο του Παιδιού χαμογελάει με τα πάθη μου. Ρώτησα κυβερνητικό παράγοντα μπας και η καλοκαιρινή ταλαιπωρία είναι προαπαιτούμενο κάποιου Μνημονίου. «Όχι ακόμα», με διαβεβαίωσε.

Φορτωμένος αποσκευές, χτυπούσα την πόρτα εξοχικής οικίας με την επιγραφή «Ενοικιάζονται δωμάτια – Η Αδελαΐς». Ένας μικρός εμφανίστηκε, μας είδε και έβαλε τις φωνές: «Μπαμπά, σε ζητά ένας φαλάκρας». Φιλομειδέστατος, ο μπαμπάς του μας άνοιξε, περάσαμε, πήρε τις ταυτότητές μας για να γράψει τα στοιχεία μας. Την κοίταξε προσεκτικά δυο τρεις φορές τη δική μου και αποφάνθηκε: «Χμ, τα ‘χεις τα χρονάκια σου και δεν σου φαίνεται». Και ένθερμος οπαδός της ισότητος των δύο φύλων, πρόσθεσε: «Η μαντάμ είναι λιγάκι σιτεμένη εδώ που τα λέμε…».

Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω επιχειρηματολογία κυβερνητικού εκπροσώπου για να της εξηγήσω πως σ’ αυτά τα απόμακρα μέρη, όπως υπάρχουνε υπουργοί που δεν διάβασαν το Μνημόνιο, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν διάβασαν Χρήστο Ζαμπούνη και αγνοούν τα στοιχειώδη του savoir vivre. Ανένδοτη η δικιά μου. «Με προσέβαλε με τον χειρότερο τρόπο», έλεγε και ξανάλεγε. «Πάμε να φύγουμε… Είναι ένας γάιδαρος, ένας γάιδαρος και μισός», ωρύετο. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω τις εγκυκλοπαιδικές μου γνώσεις για να της εξηγήσω πως στα μέρη αυτά κατά την αρχαιότητα ζούσανε Κένταυροι, κάτι αλλόκοτα όντα, μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα. Ήταν το αντίστοιχο στεριανό της θαλασσινής γοργόνας, στο πιο μπρουτάλ όμως, που λένε και οι γαλλοτραφείς. Μόνον που με τον χρόνο η γοργόνα εξέλιπε ως είδος, ενώ αντίθετα ο Κένταυρος μεταλλάχτηκε. Και από μισός άνθρωπος και μισός άλογο συγχωνεύτηκε σε ολόκληρο γάιδαρο. Έπρεπε επομένως να είναι υπερήφανη που κουβεντιάζει με έναν Κένταυρο, έστω και μεταλλαγμένο. Αμετάπειστη η κυρία. Της είπα ακόμη μιαν άλλη περίπτωση. Για έναν γνωστό μου -αδελφάρα του κερατά- που παρακολούθησε μια διάλεξη για τους Κένταυρους και τα βίτσια τους και είπε φεύγοντας λυπημένος: «Κρίμας που δεν υπάρχουνε πια. Θα ‘διωχνα τη γάτα από το σπίτι και θα έπαιρνα κατοικίδιο έναν Κένταυρο…».


Σχολιάστε εδώ