Τεκτονικές αναταράξεις και ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται για την Αίγυπτο είναι αν θα αποφύγει έναν γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο μετά τις εκατόμβες των θυμάτων και τις επιθέσεις φανατικών Ισλαμιστών κατά των Κοπτών και Χριστιανικών εκκλησιών. Μετά επίσης την εν ψυχρώ δολοφονία 25 αστυνομικών στο Σινά από ακραίους Ισλαμιστές, που έχουν διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα αντιπροσωπεύει μια μεγάλη μερίδα του λαού (30% περίπου). Αισθάνεται δικαιολογημένα πικρία και αγανάκτηση για την επέμβαση του στρατού, που ανέτρεψε τον εκλεγμένο Πρόεδρο. Διέπεται επίσης από θρησκευτικό φανατισμό, που της επέτρεψε να επιβιώσει πολιτικά και να αναδειχθεί στις τελευταίες εκλογές πρώτη δύναμη, παρά τις συνεχείς διώξεις από τη δεκαετία του ’50.
Υπάρχει επομένως ένα υπόστρωμα που μπορεί να αποτελέσει εύφλεκτη ύλη για ένοπλη δράση, σε συνδυασμό με μαζικές κινητοποιήσεις. Αυτό όμως που είναι πολύ σημαντικό για την Αίγυπτο είναι η εσωτερική της ομοιογένεια και συνοχή. Η τελευταία περιορίζει τις δυνατότητες ξένων επεμβάσεων, με προσεταιρισμό διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων.
Προφανώς, οι Χριστιανοί Κόπτες διαχωρίζονται από τη θρησκευτική τους ταυτότητα και αποτελούν εύκολο στόχο επιθέσεων για τους ακραίους Ισλαμιστές. Οι Κόπτες, όμως, στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Αιγυπτίων, δεν θεωρούνται λιγότερο Αιγύπτιοι από τους Μουσουλμάνους. Αντιθέτως, θεωρούνται ως συνέχεια των αρχαιοτάτων Αιγυπτίων της εποχής των Φαραώ. Δεν υπολαμβάνονται επίσης ως απειλή είτε ως κοινωνικά κυρίαρχη ομάδα είτε ως ενδεχόμενος σύμμαχος ξένων εχθρικών δυνάμεων.
Η Αίγυπτος δεν συνορεύει επίσης με δυνάμεις που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να παρέμβουν και να υποστηρίξουν τη δυναμική ενός εμφυλίου πολέμου, παρέχοντας οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η Σαουδική Αραβία αντιπροσωπεύει έναν σκληρό Ισλαμισμό, αλλά ανταγωνιστικό εκείνου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου. Η Σαουδική Αραβία τήρησε, άλλωστε, από την αρχή πολύ επιφυλακτική στάση έναντι της λεγόμενης «Αραβικής Ανοίξεως». Άκρως συντηρητική, βλέπει με μεγάλη καχυποψία και δυσπιστία ανατροπές φιλοδυτικών καθεστώτων με λαϊκές εξεγέρσεις. Πιστεύει ότι εξεγέρσεις του είδους αυτού φέρνουν μόνο σύγχυση, διαίρεση και χάος. Εξορκίζοντας τις εξεγέρσεις αυτές, συγκαλύπτει επίσης το φόβο της ότι μπορούν να φθάσουν και στο δικό της κατώφλι.
Η Σαουδική Αραβία υπεστήριξε απροκάλυπτα την ανατροπή Μόρσι, μαζί με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και οι τρεις χώρες υποσχέθηκαν σημαντική οικονομική βοήθεια 12 δισ. δολάρια στο νέο καθεστώς. Ο υπουργός Εξωτερικών επίσης της Σαουδικής Αραβίας, με την ευκαιρία της επισκέψεώς του στο Παρίσι, ανέλαβε την υπεράσπιση του νέου Αιγυπτιακού καθεστώτος στην Ευρώπη και κάλεσε τους Ευρωπαίους ηγέτες να μη σπεύδουν σε καταδίκες και κυρώσεις κατά της νέας κυβερνήσεως αλλά να στηρίξουν την Αίγυπτο.
Η πολιτική της Σαουδικής Αραβίας διαχωρίζεται από εκείνη του Κατάρ. Το τελευταίο πρωτοστάτησε στην υποστήριξη των λαϊκών εξεγέρσεων σ’ όλο τον Αραβικό κόσμο. Μετά την αποτυχία στη Συρία, αναγκάσθηκε να αναδιπλωθεί εκεί και να αφήσει την πρώτη θέση στη Σαουδική Αραβία.
Δύο μεγάλες χώρες της περιοχής, που είχαν δεσμούς με το καθεστώς Μόρσι και θα ήθελαν ενδεχομένως να παράσχουν βοήθεια, είναι η Τουρκία και το Ιράν. Η Τουρκία επένδυσε πολύ μεγάλες ελπίδες στο καθεστώς Μόρσι, προσβλέποντας στην ανάπτυξη μιας γεωπολιτικής σχέσεως με την Αίγυπτο, τη μεγαλύτερη χώρα του Αραβικού κόσμου. Έσπευσε, στο πνεύμα αυτό, να συνάψει οικονομικές συμφωνίες, να αναπτύξει στρατιωτική συνεργασία και να προωθήσει με κάθε τρόπο την πολιτική και διπλωματική συνεργασία. Ο άξονας Άγκυρας – Καΐρου, βασιζόμενος στην κοινή πολιτική θέση του ήπιου και φιλοδυτικού Ισλάμ, που υποστηριζόταν επιπλέον από τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τους συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή.
Η ανατροπή του καθεστώτος Μόρσι είναι μια δεινή ήττα για την Άγκυρα, μετά από εκείνη της Συρίας, όπου οι προσδοκίες και οι σχεδιασμοί της για γρήγορη πτώση του καθεστώτος Άσσαντ, δεν ευοδώθηκαν. Η νέα Αιγυπτιακή κυβέρνηση, αντιδρώντας στις έντονες δηλώσεις υποστηρίξεως του Μόρσι από την Άγκυρα και καταγγελίας της επεμβάσεως του στρατού, ανεκάλεσε για διαβουλεύσεις τον Αιγύπτιο πρέσβυ από την Άγκυρα και ακύρωσε τις προγραμματισμένες για το φθινόπωρο κοινές τουρκο-αιγυπτιακές ναυτικές ασκήσεις.
Η Τουρκία, παρ’ όλη τη συμπαράταξή της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, δεν έχει ουσιαστικά περιθώριο δυναμικής εμπλοκής στην Αίγυπτο για πολλούς και προφανείς λόγους. Ενδεικτική από την άποψη αυτή, είναι η πολύ προσεκτική στάση της στη Συρία, παρά το γεγονός ότι υπάρχει εκεί Δυτικό μέτωπο κατά του Άσσαντ.
Το Ιράν έχει από το παρελθόν δεσμούς με την Αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη χρηματοδότησε διακριτικά, πριν την άνοδό της στην εξουσία. Είναι πολύ πιθανόν να προστρέξει και τώρα σε οικονομική της στήριξης. Η γεωγραφική όμως απόσταση, όπως και τα δικά του προβλήματα, δεν του αφήνουν μεγάλα περιθώρια εμφυλιοπολεμικής εμπλοκής στην Αίγυπτο.
Εκτιμάται για τους παραπάνω λόγους ότι η Αίγυπτος θα αποφύγει ένα μεγάλης κλίμακας εμφύλιο πόλεμο τύπου Συρίας. Αντιθέτως, είναι βέβαιο ότι θα συνεχισθούν οι αντιδράσεις και οι εκρήξεις βίας και η προσφυγή σε τρομοκρατικού τύπου δράσεις, που είναι γνωστές και από το παρελθόν της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Το σημαντικό πολιτικό πρόβλημα που τίθεται για τις Αιγυπτιακές πολιτικές δυνάμεις αλλά και για τον Δυτικό παράγοντα που παρακολουθεί με αμηχανία τις εξελίξεις, είναι η εξεύρεση μιας αμοιβαίως αποδεκτής συνθέσεως. Αυτή όμως σήμερα δεν φαίνεται εφικτή. Ο στρατός που διέβη τον Ρουβίκωνα και ανέτρεψε τον Μόρσι, με σημαντική λαϊκή υποστήριξη, δεν θα δεχθεί να κάνει πίσω. Έχουμε έτσι επιστροφή στον ιστορικό ανταγωνισμό μεταξύ του στρατού που ενσάρκωσε τον Νασερικό εθνικισμό, και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που απέδειξε κατά την άνοδό της στην εξουσία, ότι αντιπροσωπεύει μια Ισλαμιστική ιδεολογία, που απορρίπτεται από πολύ μεγάλο μέρος του Αιγυπτιακού λαού.