Ένταση και ανησυχία από τα επεισόδια στην Πρεμετή
Το καίριο ζήτημα που ανακύπτει είναι, το κατά πόσο η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια νέα ανησυχητική κατάσταση τόσο στο πεδίο των ελληνοαλβανικών σχέσεων, όσο και στις σχέσεις στο εσωτερικό της Αλβανίας ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, αλλά και στην ελληνική μειονότητα και την αλβανική πλειοψηφία. Παρότι παρατηρείται μια σπουδή να αποδοθούν τα γεγονότα στην πρωτοβουλία του δημάρχου της πόλης και μόνον και να χαρακτηριστούν ως τυχαία εξέλιξη, τίποτε δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί στην Πρεμετή χωρίς την γνώση και ανοχή της αλβανικής κυβέρνησης. Ενδεικτικός της στάσης που θα κρατήσει μετά την ορκομωσία της κυβέρνησής του, στις 9 Σεπτεμβρίου, ο νεοεκλεγείς αλβανός πρωθυπουργός, Έντι Ράμα, είναι ο τρόπος που θα χειριστεί την υπόθεση, γι’ αυτό και η Αθήνα παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του. Έλλειμμα στρατηγικής και ξεκάθαρης στόχευσης, απέναντι στον αλβανικό παράγοντα καταλογίζουν στην ελληνική πλευρά, άνθρωποι με γνώση των ελληνοαλβανικών σχέσεων αλλά και μέλη της ελληνικής μειονότητας.
Τα γεγονότα
Την Παρασκευή, 16 Αυγούστου, την επόμενη μιας από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας, άντρες της αλβανικής εταιρίας ασφαλείας Aulona Pol, (στη χώρα λειτουργούν σε σκοτεινό καθεστώς «εταιρίες» που υποκαθιστούν στην ουσία την αστυνομία και εκμισθώνονται για την κατάσχεση περιουσιών και την επιβολή δικαστικών αποφάσεων), την οποία επισήμως κανείς δεν γνωρίζει ποιος έχει εκμισθώσει και ποιος την πληρώνει, εκδίωξαν με τη βία πιστούς και ιερείς από το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Πρεμετή και κατάσχεσαν τα ιερά λατρευτικά αντικείμενα εφαρμόζοντας δικαστική απόφαση που παραχωρούσε το κτίριο στη δημοτική αρχή. Πιστοί και ιερείς ανακατέλαβαν την εκκλησία τη Δευτέρα σε βίαια επεισόδια και τοποθέτησαν εκ νέου ιερά αντικείμενα. Την Τρίτη τα ξημερώματα οι άνδρες της Aulona Pol επανακατέλαβαν το κτίριο κατάσχοντας εκ νέου ό,τι είχε τοποθετηθεί, σφραγίζοντας πόρτες και παράθυρα. Μετά τη συγκέντρωση εκατοντάδων κατοίκων της περιοχής και την παραίνεση ορθόδοξων συνεργατών του ο δήμαρχος της πόλης, Γκιλμπέρτο Γιάτσε, απομάκρυνε τους άνδρες της εταιρίας ασφαλείας, οι οποίοι όμως έχουν παραμείνει στην πόλη προκειμένου να κρατήσουν το κτίριο στον έλεγχο του δήμου Πρεμετής. Η ένταση διατηρείται παρότι και ο νεοκλεγείς πρωθυπουργός, Έντι Ράμα, (ο οποίος θα αναλάβει καθήκοντα στις 9 Σεπτεμβρίου), τηλεφώνησε στο δήμαρχο που ανήκει στο κόμμα του και του ζήτησε να εκτονωθεί η κατάσταση, ο Γιάτσε δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει καθώς διακηρυγμένος στόχος του, ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία, είναι να μεταβληθεί το κτίριο σε πολιτιστικό κέντρο αφιερωμένο στους πρωτεργάτες της αλβανικής εθνεγερσίας. Υπάρχει συμφωνία από το 2009 ανάμεσα στην αλβανική κυβέρνηση και όλα τα θρησκευτικά δόγματα της χώρας για την επιστροφή της περιουσίας τους που κατασχέθηκε μετά το 1967, η οποία έχει λάβει και μορφή νόμου. Στην περίπτωση της ορθόδοξης εκκλησίας εκτιμάται ότι η συμφωνία αυτή έχει αποδώσει πίσω περίπου ένα 60-70% των ιδρυμάτων που της ανήκαν. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου κατασκευάστηκε την εποχή Χότζα όταν μετά την απαγόρευση κάθε είδους έκφρασης θρησκευτικής πίστης γκρεμίστηκε η «Παναγία του παζαριού» που στεκόταν στην είσοδο της Πρεμετής από το 1830. Μετά την πτώση του κουμουνιστικού καθεστώτος το 1997 το πρώην «παλάτι της κουλτούρας» δόθηκε στην ορθόδοξη εκκλησία. Καθώς θεωρείται εμβληματικό για την πόλη, η δημοτική αρχή ποτέ δε δέχτηκε την παραχώρηση του και προσπαθεί εδώ και χρόνια με συνεχείς δικαστικές προσφυγές να το πάρει πίσω.
Η Πρεμετή δεν ανήκει στις μειονοτικές ζώνες της Αλβανίας και ο ελληνόφωνος πληθυσμός της πόλης είναι μειοψηφία. Παρόλα αυτά η πλειοψηφία των κατοίκων είναι αλβανοί ορθόδοξοι, βλάχικης καταγωγής, με φιλική διάθεση απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Στην πόλη όμως υπάρχει και σημαντικό ακροατήριο συμπαθές προς την εθνικιστική ρητορική που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια και βλέπει την αλβανική ορθόδοξη εκκλησία ως εκφραστή «σκοτεινών» ελληνικών συμφερόντων. Επίσης, πάγια επιδίωξη κρατικών και μη δομών στη χώρα είναι η με κάθε τρόπο «αλβανοποίηση» της νότιας Αλβανίας και η εξάλειψη ορόσημων της ελληνορθόδοξης κληρονομιάς της.
Κλιμάκωση και ένταση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις
Μετά τα επεισόδια στην Πρεμετή τη Δευτέρα, άγνωστοι πέταξαν πέτρες στο ελληνικό προξενείο στο Αργυρόκαστρο. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας τόσο για τα γεγονότα της Πρεμετής όσο και για την επίθεση στο προξενείο και το αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε υποστηρίζοντας ότι την ευθύνη για τα επεισόδια στην Πρεμετή έχουν οι ορθόδοξοι ιερείς και πιστοί και ότι στο Γενικό Προξενείου Αργυροκάστρου βρέθηκε μια μικρή πέτρα η οποία μπορεί να πετάχτηκε τυχαία από τους τροχούς κάποιου διερχόμενου οχήματος. Ο απερχόμενος αλβανός πρωθυπουργός, Σάλι Μπερίσα, που ασκεί ακόμη τα καθήκοντα του, σε επίσημη δήλωσή του ανέφερε ότι τα γεγονότα στην Πρεμετή αποτελούν βαριά προσβολή για όλους τους ορθοδόξους και όλους τους αλβανούς πιστούς, αλλά τόνισε επίσης ότι θεωρεί απαράδεκτη και παράλογη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Αλβανίας τις σχετικές δηλώσεις των ελληνικών αρχών. Τα αλβανικά ΜΜΕ παρουσιάζουν την υπόθεση κυρίαρχα ως ανάμιξη της Ελλάδας στα εσωτερικά της Αλβανίας, ενώ ιδιαίτερα εκτεταμένη διάσταση πήραν οι καθυστερήσεις που παρουσιαστήκαν στα ελληνοαλβανικά σύνορα την Τετάρτη στη διέλευση αλβανών πολιτών προς την Ελλάδα, (καθώς άρχισαν να ακολουθούνται ευλαβικά όλα τα απαιτούμενα της συνθήκης του Σένγκεν που μέχρι εκείνη τη στιγμή εφαρμόζονταν με ελαστικότερο τρόπο και απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά η είσοδος αλβανών πολιτών από το χωριό Λαζαράτι το οποίο είναι γνωστό για καλλιέργεια χασίς) και η απόφαση του αλβανού αστυνομικού διευθυντή του φυλακίου της Κακαβιάς να ληφθούν ανάλογα μέτρα απέναντι στους έλληνες πολίτες που ήθελαν να περάσουν στην Αλβανία. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε με διπλωματική παρέμβαση.
Έλλειμμα στρατηγικής και σπασμωδικές κινήσεις για μία ακόμη φορά
Γνώστες των ελληνοαλβανικών τονίζουν ότι είναι λάθος η «διμεροποίηση» του ζητήματος που ανέκυψε στην Πρεμετή, καθώς πρώτον, η πόλη δεν εντάσσεται στις μειονοτικές περιοχές και δεν υπάρχει ελληνική πλειοψηφία, και δεύτερον, κανείς δεν προσφέρει στην ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας καλές υπηρεσίες όταν δεν προστατεύει την εικόνα της απόλυτης ανεξαρτησίας της από κάθε κηδεμόνα καθώς η ταύτισή της με την Ελλάδα ρίχνει νερό στο μύλο των αλβανών εθνικιστών. Υπάρχει η εκτίμηση, ότι ο προσφορότερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η προσφυγή στις ευρωπαϊκές αρχές, καθώς η Αλβανία είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα και μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή οι Ευρωπαίοι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι απέναντι στους διωγμούς χριστιανικών πληθυσμών. Στο πλαίσιο αυτό στη σωστή κατεύθυνση κινούνται οι επείγουσες ερωτήσεις που κατέθεσαν στην ευρωπαϊκή επιτροπή οι ευρωβουλευτές Γιώργος Κουμουτσάκος και Μαριλένα Κοππά, ζητώντας από την επιτροπή να ερευνήσει το θέμα ερχόμενη σε επαφή και με την αλβανική ορθόδοξη εκκλησία, να καταδικάσει τις ενέργειες των αλβανικών αρχών, και να καταγράψει τα όσα συνέβησαν στην έκθεση προόδου της Αλβανίας που αναμένεται στο επόμενο διάστημα.
Είναι η πρώτη φορά που ιδιωτική εταιρία αστυνόμευσης χρησιμοποιήθηκε στην Αλβανία για την παρέμβαση σε ένα δημόσιου ενδιαφέροντος ζήτημα και άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τη χώρα και την περιοχή υποστηρίζουν, ότι είναι απολύτως βέβαιο ότι όλες οι κινήσεις έγιναν με την απόλυτη γνώση και έγκριση της αλβανικής κυβέρνησης. Υπάρχουν στην Αθήνα διάφορες εκτιμήσεις, καθώς ο Γκιλμπέρτο Γιάτσε είναι εξέχον μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος του Ράμα, που ξεκινούν από την ερμηνεία ότι ήταν μια προβοκάτσια στημένη από τον Μπερίσα για να δημιουργήσει προβλήματα στο Ράμα στις σχέσεις με την Ελλάδα, από την αντίθετη, ότι ήταν μια προβοκάτσια του Ράμα για να κηλιδώσει τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης Μπερίσα εμφανίζοντας τον να καταδιώκει τις θρησκευτικές μειονότητες, ή ότι, τέλος, ο δήμαρχος Πρεμετής εκμεταλλεύτηκε το κενό εξουσίας για να προωθήσει τις επιδιώξεις του σε τοπικό επίπεδο.
Σε όποια περίπτωση όλες οι κινήσεις της αλβανικής πλευράς, από την απόφαση να πετάξουν στο δρόμο ιερείς και πιστούς της ορθόδοξης εκκλησίας και να κατάσχουν λατρευτικά αντικείμενα, μέχρι την απόφαση του αλβανού αστυνομικού διευθυντή στην Κακαβιά να απαγορέψει, σε αντίποινα, την είσοδο ελλήνων πολιτών στην Αλβανία και τους πανηγυρισμούς στα αλβανικά ΜΜΕ που ακολούθησαν, δείχνουν όχι μόνο τον έντονο εθνικισμό που αναπτύσσεται στη γείτονα, αλλά και μια νέα «αυτοπεποίθηση» απέναντι στην Ελλάδα, μια λογική του «δεν σας έχουμε ανάγκη πλέον» και μια τάση όχι μόνο να μην λαμβάνονται υπόψη, αλλά αντίθετα να προκαλούνται οι όποιες ευαισθησίες της ελληνικές πλευράς σε δύσκολα ζητήματα ανάμεσα στις δύο χώρες.
Θα πρέπει εδώ να θυμηθούμε και τις πρόσφατες δηλώσεις του μελλοντικού αλβανού πρωθυπουργού, Έντι Ράμα, ότι η εξωτερική πολιτική της Αλβανίας θα πατήσει σε μια στρατηγική εταιρική σχέση με Ιταλία, Ελλάδα και… Τουρκία, που διαβάζεται από πολλούς στην Αθήνα ως πρόθεση του αλβανού πολιτικού να μην κάνει κανένα βήμα στις σχέσεις του με την Ελλάδα που θα δυσαρεστούσε ή θα προκαλούσε την αντίδραση της Τουρκίας.
Απέναντι στις κρίσιμες αυτές εξελίξεις η ελληνική πλευρά αντιδρά σπασμωδικά και κατά περίπτωση, ανάλογα με το τι κάθε φορά φέρνει η μέρα, χωρίς στρατηγικό δόγμα, χωρίς να εκμεταλλεύεται παραγωγικά και θετικά ούτε τη μειονότητα στην Αλβανία ούτε την παρουσία στην Ελλάδα χιλιάδων αλβανών μεταναστών με τη δεύτερη γενιά τους, στην ουσία, ελληνοποιημένη, ούτε το σύνολο των ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο αλβανικός παράγοντας στα Βαλκάνια που αν ετίθετο με ένα συνολικό σχεδιασμό στην απέναντι πλευρά, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε αναστροφή πορείας.
Αντίθετα, έχουμε φτάσει τον τόνο στις σχέσεις των δύο χωρών να καθορίζει η Χρυσή Αυγή που δυναμιτίζει το κλίμα με τις συνεχείς επισκέψεις των μελών της στις μειονοτικές περιοχές και τη δημιουργία επεισοδίων και προκλήσεων προς άγραν ψήφων, τα οποία στην ουσία πληρώνουν τα μέλη της ελληνικής μειονότητας, που όταν οι επισκέπτες αποχωρούν, βρίσκονται αντιμέτωπα με τη μήνη των αλβανών εθνικιστών.