«Τρόικα» και δανειστές σπρώχνουν σε πόλεμο με την κοινωνία
Να που η συνέχιση της ίδιας πολιτικής οδηγεί στον ευθύ πόλεμο με την κοινωνία. Και είναι επιτακτικό πια, η κυβέρνηση και τα κόμματα που είναι οργανισμοί υπηρέτησης του λαού και του δημοσίου συμφέροντος, να αναρωτηθούν πόσο μπορεί να προχωρήσει η εχθρότητα και η ρήξη με την κοινωνία.
Οι συμφωνίες, τα Μνημόνια, οι δεσμεύσεις προς τους δανειστές οδηγούν μαθηματικά στην εξαφάνιση του εθνικού πλούτου και στην εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Ακόμα κι εκείνοι που δεν το πίστευαν ή θεωρούσαν υπερβολική αυτή την ερμηνεία-εξέλιξη, τώρα με αφορμή την κουβέντα περί ενεργοποίησης των πλειστηριασμών και μάλιστα για την πρώτη κατοικία, βλέπουν ότι τίποτα απ’ όσα λέγονταν για το ρόλο της «τρόικας» και την εξάρτηση από τους δανειστές δεν ήταν υπερβολικό.
Η συνέχιση της ίδια πολιτικής οδηγεί μαθηματικά (και όχι υποθετικά, αλλά βάσει υπογεγραμμένων συμφωνιών και ψηφισμένων από τη Βουλή δεσμεύσεων) στην απώλεια όχι μόνο των εισοδημάτων και της εργασίας των πολιτών, αλλά και της ίδια τους της κατοικίας τους.
Αυτό είναι ευθέως εχθρική κίνηση προς το κοινωνικό σώμα, την οποία κίνηση καλείται (υποχρεούται βάσει των νόμων που έχει ψηφίσει και την δεσμεύουν απέναντι στους δανειστές) να κάνει η κυβέρνηση, προκειμένου «να πάρει τη δόση» ή να κριθεί θετικά από την «τρόικα» στην επόμενη επίσκεψή της. Το έλασσον δηλαδή (τοκογλυφική δόση δανειστών) ανάγεται σε μείζον, και το μείζον (περιουσία των ελλήνων πολιτών, εθνική κυριαρχία) ανάγεται σε αναλώσιμο προκειμένου να υπηρετηθεί η ίδια πολιτική.
Να που λοιπόν δεν πάει άλλο.
Για μια σειρά από λόγους το σπίτι, η ιδιοκτησία, η κατοικία για τον έλληνα πολίτη ήταν περισσότερο από ένα σημείο αναφοράς: Ήταν και είναι η αίσθηση της ασφάλειας, της ισορροπίας, της κοινωνικής υπόστασης και ελάχιστης καταξίωσης, η πραγμάτωση ονείρων και κόπων μιας ζωής. Ήταν και είναι, αυτό που λαός συνοψίζει σοφά και με σαφήνεια στην πρόταση, «να βάλω το κεφάλι μου κάτω από ένα κεραμίδι». Ταυτοχρόνως ήταν και είναι ένα σύμβολο κοινωνικής υπόστασης με συμβολισμούς περισσότερους από τους αυτονόητους: Χάνοντας ή κινδυνεύοντας να χάσει κανείς το σπίτι που απέκτησε μετά από πολλά χρόνια κόπων και δουλειάς, χάνει και την εικόνα του, την ταυτότητά του στην κοινωνία. Το ανυπολόγιστης ισχύος πλήγμα, τον απομακρύνει από το κοινωνικό σώμα του οποίου, ήταν αυτονόητο μέρος με αποτέλεσμα την επίσημη κοινωνική του περιθωριοποίηση, μια και αν στην περίπτωση της απώλειας εργασίας υπάρχουν έστω θεωρητικές πιθανότητες να βρει άλλη -ακόμα και κατώτερη- εργασία, στην περίπτωση του σπιτιού κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν μάλιστα, ο υφιστάμενος την απώλεια-διασυρμό είναι κοντά ή πάνω από την ηλικία των πενήντα χρόνων, τότε σαφώς είναι πιο κοντά στο τέλος παρά στην αρχή μιας εργασιακής και δημιουργικής ζωής που θα του φέρει ένα σπίτι, μια κατοικία. Αν λοιπόν του συμβεί αυτό και για την πράξη είναι υπεύθυνη η κυβέρνηση, τότε η κυβέρνηση θα αποκτήσει έναν απελπισμένο εχθρό. Κι επειδή η κυβέρνηση προσωποποιεί το σύστημα, είναι τελικά το σύστημα που θα αποκτήσει τον απελπισμένο εχθρό. Κάπως έτσι, τίθεται εν αμφιβόλω, η ίδια η δημοκρατία και οι τρόποι εφαρμογής της, με αποτέλεσμα να εκφράζουν διάφοροι (εγγράμματοι) αφελείς απορίες για την άνοδο «των άκρων», ή πιο συγκεκριμένα της Χρυσής Αυγής. Φτάσαμε λοιπόν, ύστερα από τρία χρόνια Μνημονίων και εξάρτησης στο σταυροδρόμι: Αλλάζει η χώρα πολιτική και επιλογές και σώζεται με θυσίες ή συνεχίζει και παραδίδει περιουσία και κυριαρχία στο ανώνυμο τοκογλυφικό κεφάλαιο. Τόσο ξεκάθαρο.
Δυστυχώς (ή ευτυχώς) για την κυβέρνηση και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας το δίλημμα είναι διαυγές και σαφές. Λοιπόν;