Τη μέρα της Μεγαλόχαρης κτύπησαν την «Έλλη»
Εκείνον τον Αύγουστο δεν άγγιζαν την ψυχή των Ελλήνων οι χαρές του καλοκαιριού. Μια κατήφεια απλωνόταν παντού. Ο φόβος περί του «τι τέξεται η επιούσα» κυριαρχούσε, αφού ο πόλεμος που είχε αρχίσει τον περυσινό Σεπτέμβριο είχε φαινομενικά τελειώσει, με τους Γερμανούς νικητές και τροπαιούχους, έχοντας κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη, με αποκορύφωμα την απίστευτη συντριβή, μέσα σε λίγες ημέρες, της Γαλλίας. Και οι μουλαράδες της Βέρμαχτ είχαν παρελάσει στα Champs Elysees, περνώντας κάτω από την «Αψίδα του Θριάμβου», συνοδευόμενοι από τα επινίκια χειροκροτήματα του εξ Ανατολών συνεταίρου, τον οποίο ο Χίτλερ απέκτησε αιφνιδίως, καθώς, αν και θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους έως τα χθες, έγιναν ξαφνικά φίλοι – φίλοι – καρδιοφίλοι, αδελφοποιτοί, οι σύγχρονοι Δάμων και Φιντίας. Έτσι, σε συμφωνία με τον Φύρερ και με τις ευλογίες του αγκυλωτού σταυρού, καταβρόχθισε ο «έτερος των συμβαλλομένων» τη μισή Πολωνία και τις βαλτικές χώρες χωρίς να θιγεί ούτε μια τρίχα από το μουστάκι του. Επειδή, δε, ένιωθε ριγμένος στη μοιρασιά, άπλωσε χέρι και στη Φινλανδία. Τελικά, εμπόλεμοι παρέμειναν οι Άγγλοι, που μουλάρωσαν, κλείστηκαν στο νησί τους και δεν το βάζανε κάτω, και οι Ιταλοί, με τον Ντούτσε να ονειρεύεται να αναστήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ουδέτερη σχολαστικά παρέμενε η Ελλάδα, που εφάρμοζε το ρωμαϊκό: «Αν θέλεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο», φτιάχνοντας εν τάχει αντιαεροπορικά καταφύγια, ιδρύοντας εργοστάσιο κατασκευής αντιασφυξιογόνων προσωπίδων, την ΕΚΑΠ στην Καλλιθέα, κάνοντας συχνές ασκήσεις αντιαεροπορικής αμύνης και δοκιμάζοντας το πόσο διαπεραστικό ήταν το ουρλιαχτό των σειρήνων που είχε εγκαταστήσει σε καίρια σημεία των πόλεων. Ακόμη, είχε εφοδιάσει τους κατοίκους με δελτία τροφίμων και τους είχε συστήσει να ξεριζώσουν από τις γλάστρες και τους κήπους τα καλλωπιστικά φυτά και στη θέση τους να φυτέψουνε λαχανικά για τις δύσκολες ώρες που ενδεχομένως θα έρχονταν. Μέσα σε αυτό το κλίμα που μύριζε μπαρούτι, πώς να βρεθεί κέφι για ξεσαλώματα στις πλαζ, παραθερισμούς, φλερτάκια και ξενύχτια και όποια άλλη χαρά προσφέρει το ευλογημένο ελληνικό καλοκαίρι; Η κυβέρνηση προσπαθούσε με φιέστες να δείξει πως «όλα είναι ανθηρά», ώστε να συνεχίσει ο καθένας τη ζωή του με ψυχική ηρεμία, και ο λαός κατ’ ανάγκην προσαρμοζόταν, με την ελπίδα πως θα τον παρατούσαν ήσυχο. Μέσα στην περίεργη αυτή ατμόσφαιρα, φτάνουμε στον Δεκαπενταύγουστο, με τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού, την εορτή της Μεγαλόχαρης. Ημέρα Πέμπτη έπεφτε και τότε η Κοίμηση της Θεοτόκου, μεσοβδόμαδα, και καθώς όλες οι μέρες ήταν εργάσιμες, μη εξαιρουμένου του Σαββάτου, η εορτή χάριζε μια μοναδική αργία μέσα στο κατακαλόκαιρο, ευκαιρία για ανάσα από τη βιοπάλη. Διότι τα σημερινά τριήμερα και τα λεγόμενα «long weekends» ήσαν πέρα από κάθε φαντασία.
Είναι γνωστό πως η Παναγία λατρεύεται και τιμάται ιδιαίτερα στη χώρα μας. Παντού, και στο πιο ασήμαντο χωριό, υπάρχει ένα πάλλευκο ταπεινό ξωκλήσι αφιερωμένο στην Παναγιά και πάντα κάποιος φροντίζει για το λάδι που θα κάψει το καντήλι της. Είναι ιδιόμορφη η σχέση του Έλληνα μαζί της. Δεν είναι η απρόσιτη και απόμακρη αγία. Τη νιώθει συγγένισσά του, κομμάτι του εαυτού του, κτήμα του, γεμίζοντάς τη με επίθετα ανθρώπινα. Είναι η μάνα, η ελληνίδα μάνα, η πανέτοιμη να δώσει βοήθεια σε όποιον την καλέσει με ένα «Παναγιά μου, βάλε το χέρι Σου!».
Ο Αύγουστος έκανε εκείνον τον χρόνο τα τερτίπια του και μια ψυχρή μάζα αέρα που ήρθε από τα βόρεια έριξε σε πολλά μέρη τη θερμοκρασία. Τα μελτέμια σάρωναν, όπως πάντα τέτοια εποχή, τις Κυκλάδες και η Τήνος ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη γιορτή. Λιγοστός ο τουρισμός τα χρόνια εκείνα. Το νησί το επισκέπτονταν κυρίως όσοι είχαν κάνει τάμα, αναζητώντας γιατρειά από ανίατη ασθένεια ή για να βαφτίσουν ένα βρέφος που το είχαν τάξει στη Μεγαλόχαρη όταν είχε σηκώσει τα χέρια η επιστήμη, λέγοντας πως «δεν θα τη σκαπουλάρει». Πήγαιναν και διάφοροι άνθρωποι απλοί, για να ανάψουνε ένα κερί και να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της.
Μια άτυπη ημιαργία την παραμονή της εορτής παρείχε την ευκαιρία σε πολλούς για ένα ταξιδάκι-εξπρές στην Τήνο. Θα σαλπάρουνε βραδάκι, θα ταξιδεύουνε τη νύχτα και το πρωί με τη δροσούλα θα ξεμπαρκάρουν στο νησί, όπου θα παρακολουθήσουν τις τελετές, και το βραδάκι θα επιβιβασθούν και πάλι στο πλοίο και νά σου τους πρωί πρωί… καραβοτσακισμένοι στη δουλειά…
Λιγοστά και αργοκίνητα ήσαν τότε τα σκάφη ακτοπλοΐας και οδύσσεια η εξασφάλιση θέσης τέτοιες μέρες. Στον Πειραιά γινότανε χαμός. Πολλά τα έκτακτα δρομολόγια και μεγάλος ο συνωστισμός στο λιμάνι. Πορτοφολάδες περιφέρονταν, καβγάδιζαν λιμενικοί και ταξιδιώτες όταν γίνονταν γιουρούσια και δεν τηρείτο σειρά προτεραιότητος. Με δυο λόγια, «έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»…
Νύχτα απέπλευσε από τον Ναύσταθμο το «εύδρομον» πολεμικό μας «Έλλη» για να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις της Τήνου. Είναι επανδρωμένο με 230 περίπου αξιωματικούς και ναύτες, πολλοί εκ των οποίων θα σχηματίσουν άγημα αποδόσεως τιμών, ενώ έξι κελευστές θα υποβαστάζουν την τιμώμενη Εικόνα στη λιτανεία.
Στην Τήνο καταπλέει γύρω στις 6 το πρωί, με «μεγάλο σημαιοστολισμό», και αγκυροβολεί 800 περίπου μέτρα έξω από την προβλήτα. Η πόλις έχει αρχίσει να ξυπνά και πυκνώνει η κίνηση στους δρόμους που οδηγούν προς τον ναό. Πολλοί επισκέπτες κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο και, μαχμουρλήδες, σπεύδουν να πιάσουν μια καλή θέση στα σημεία απ’ όπου θα διέλθει η πομπή. Θέση πιάνουν υποβοηθούμενοι και οι κάθε λογής «σακάτηδες», για να περάσει η εικόνα κατά την περιφορά από πάνω τους, προσδοκώντας το θαύμα. Οι καμπάνες του ναού ηχούν σε όλους τους τόνους, ενώ η Φιλαρμονική περιφέρεται «ανά την πόλιν» παιανίζουσα εμβατήρια. Το σημαιοστόλιστο καταδρομικό, με την τεραστίων διαστάσεων ελληνική σημαία κυματίζουσα στον πρυμναίο ιστό, είναι έτοιμο να αποβιβάσει το άγημα και όσους ναύτες έχουν «εξόδου», όταν μια φοβερή έκρηξη συνταράζει την Τήνο. Μια τορπίλη που εξαπέλυσε «εν καταδύσει αγνώστου εθνικότητος υποβρύχιον» έπληξε την «Έλλη» στο κέντρο, στο λεβητοστάσιο, που αμέσως πήρε φωτιά. Πυκνός καπνός την περιβάλλει, οι υπεράνθρωπες προσπάθειες ρυμουλκήσεως για τη σωτηρία του καταδρομικού αποτυγχάνουν και η «Έλλη» βυθίζεται σε λίγο στα νερά της Τήνου. Δύο ακόμη τορπίλες που εξαπελύθησαν αστοχούν και εκρήγνυνται στον λιμενοβραχίονα, τραυματίζοντας παρευρισκομένους, ενώ μια ατυχής γριούλα από τον φόβο της τα «κακαρώνει». Με τη δόνηση των εκρήξεων και το ωστικό κύμα που ανατρέπει ό,τι συναντά, δημιουργείται πανικός. Σύντομα όμως η ηρεμία αποκαθίσταται, αλλά όχι και η γιορτινή ατμόσφαιρα, καθώς οι νεκροί, οι εξαφανισθέντες και οι τραυματίες απλώνουν μια πένθιμη σιωπή. Το κράτος κινητοποιήθηκε αμέσως. Γιατροί, νοσηλευτές και υγειονομικό υλικό έφθασαν εσπευσμένως με βενζινόπλοιο από τη Σύρο για την περίθαλψη των πληγωμένων και, επειδή απαγορεύτηκε η αναχώρηση πλοίων, οι επισκέπτες φιλοξενήθηκαν στα σχολεία, όπου τους παρείχαν φαγητό. Η λιτανεία διεξήχθη κανονικά, μόνον που τους ναύτες αντικατέστησαν χωροφύλακες, και το τιμητικό άγημα, τα παιδιά της ΕΟΝ.
Οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν τα νέα από ανακοίνωση του ραδιοφωνικού σταθμού στη 1.30 μμ και η κυβερνητική κινητοποίηση, με την πρωθυπουργική επίσκεψη στον βασιλέα και το διάγγελμα προς τον λαό, δημιουργούσε την αίσθηση πως ο πόλεμος ευρίσκετο «προ των πυλών».
Την επομένη, απεστάλησαν στην Τήνο τα ολοκαίνουργια αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», τα οποία, με επικεφαλής τον Αρχηγό του Στόλου, ναύαρχο Καββαδία, συνόδευσαν νηοπομπή από έξι επιβατηγά πλοία, φέροντα το διασωθέν πλήρωμα της «Έλλης», τραυματίες και προσκυνητές που επέστρεφαν. Και επειδή η Ελλάδα δεν έσκυβε τότε το κεφάλι, τα πολεμικά είχαν ρητή διαταγή να βυθίσουν οποιονδήποτε τα παρενοχλούσε και έφθασαν σώα στον Πειραιά.
Ο επίλογος γράφτηκε τρία χρόνια αργότερα, όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και ο Στόλος της παραδόθηκε στους Συμμάχους. Στην πορεία του προς την αιχμαλωσία, πέρασε «εν παρατάξει», αποδίδοντας τιμές στην Ελληνική Σημαία με κλίση των πυροβόλων προς τα κάτω, σε ένδειξη υποταγής. Ήταν η εκδίκηση της «Έλλης» για την προσβολή που έγινε στα όσια και ιερά των Ελλήνων τη γιορτινή εκείνη μέρα του Σαράντα…