Παίζει με τη φωτιά ο Στρατός στην Αίγυπτο
Οι σκληροπυρηνικοί και στις δύο πλευρές εκτιμούν, ότι όσο η ένταση ανεβαίνει μπορούν να αποκομίσουν κέρδη. Την ίδια στιγμή ο διεθνής παράγοντας αδυνατεί να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο, καθώς οι παίκτες που εμπλέκονται έχουν αντιτιθέμενα και ανταγωνιστικά συμφέροντα με τις ΗΠΑ να φαίνονται ανίκανες να αρθρώσουν μια συγκροτημένη, αποτελεσματική πολιτική για τις εξελίξεις όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Από την πτώση της κυβέρνησης Μόρσι στις αρχές Ιουλίου, οι υποστηρικτές του συγκεντρώθηκαν σε δύο κεντρικά σημεία του Καΐρου και αυτό, που ξεκίνησε σαν καθιστική διαμαρτυρία, εξελίχθηκε σε δύο μεγάλους καταυλισμούς-στρατόπεδα με πρόχειρες οχυρώσεις, οργανωμένο επισιτισμό και αυτοσχέδια αστυνόμευση από μέλη της μουσουλμανικής αδελφότητας όπου «μετακόμισαν» ολόκληρες οικογένειες. Στόχος της μουσουλμανικής αδελφότητας, ήταν να αποτρέψει την επιστροφή στη ομαλότητα, ώστε να μην θεωρηθεί η πτώση της κυβέρνησης Μόρσι τετελεσμένο γεγονός. Για τον ίδιο λόγο ο Στρατός και ο αρχηγός του, στρατηγός Ελ Σίσι, που στην ουσία κυβερνά τη χώρα, ήθελαν την «εκκαθάριση» των καταυλισμών το συντομότερο δυνατό. Η προσωρινή κυβέρνηση προειδοποίησε αρκετές φορές τους διαμαρτυρόμενους να αδειάσουν το δημόσιο χώρο και τους εγγυήθηκε την ασφαλή τους αποχώρηση. Την ίδια στιγμή τα δημόσια και ιδιωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, (που ελέγχονται από επιχειρηματίες που είχαν δεσμούς με το καθεστώς Μουμπάρακ και υποστηρίζουν το πραξικόπημα), πλημμύρισαν από αναφορές για το πώς οι καταυλισμοί της μουσουλμανικής αδελφότητας λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης, εξοπλισμού και οργάνωσης «τρομοκρατών». Η μεγάλη πλειοψηφία των συγκεντρωμένων δεν δέχτηκαν να αποχωρήσουν και την Τετάρτη, η Αστυνομία σε συνεργασία με το Στρατό επενέβη χρησιμοποιώντας πραγματικά πυρά και βάζοντας φωτιά σε αυτοσχέδιες κατοικίες και πρόχειρα νοσοκομεία. Η αιματοχυσία ήταν τεράστια, με την κυβέρνηση να ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών περίπου στους 700 και τη μουσουλμανική αδελφότητα να μιλά για 2.000 νεκρούς.
Δυο κόσμοι που δε χωρούν στην ίδια χώρα
Στην πραγματικότητα οι καταυλισμοί λειτούργησαν σαν μια παράλληλη δομή, μια παράλληλη πόλη των καταδιωκόμενων ισλαμιστών στη μέση του Καΐρου. Και είναι ενδεικτικό των αλληλοαποκλειόμενων επιδιώξεων και οραμάτων που ισλαμιστές και Στρατός έχουν για τη χώρα. Όπως στα χρόνια του Μουμπάρακ, τα μέλη της πολυπληθούς μουσουλμανικής αδελφότητας αποκλείονταν από την πολιτική διαδικασία και ο Στρατός επέβαλε ολοκληρωτικά τη δική του ατζέντα στη διακυβέρνηση της χώρας, έτσι ο Μόρσι και η μουσουλμανική αδελφότητα προσπάθησαν να αποκλείσουν κάθε άλλη ομάδα από την πρόσβαση στην εξουσία, να παγιώσουν τη δύναμη τους και να πάρουν το κράτος στα χέρια τους με μελλοντικό στόχο την ολοένα και μεγαλύτερη «ισλαμοποίηση» της πολιτικής ζωής και της καθημερινότητας των Αιγυπτίων. Και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι δεν υπάρχει πεδίο συμφιλίωσης ή διαπραγμάτευσης μεταξύ τους και δίνουν αυτή τη στιγμή τη μάχη για την ίδια τους την επιβίωση και το μέλλον της Αιγύπτου.
Όσο το αδιέξοδο παρατείνεται ισχυροποιούνται οι σκληροπυρηνικοί, οι οποίοι εκτιμούν, για διαφορετικούς λόγους στην κάθε πλευρά, ότι το κλίμα σύγκρουσης και η κλιμάκωση είναι προς το συμφέρον τους. Η μουσουλμανική αδελφότητα εκτιμά ότι σπρώχνοντας τον στρατό στην άσκηση βίας και διεκδικώντας το ρόλο του μάρτυρα, θα καταφέρει να δημιουργήσει ρήγματα ανάμεσα στην προσωρινή κυβέρνηση και το διεθνή παράγοντα και θα κάνει τον Στρατό να χάσει σημαντικό κομμάτι της λαϊκής υποστήριξης που μέχρι σήμερα απολαμβάνει. Ο Στρατός και τα μέλη του πρώην καθεστώτος Μπουμπάρακ που συμμαχούν μαζί του, προσπαθούν να οδηγήσουν τη μουσουλμανική αδελφότητα στη ριζοσπαστικοποίηση και την ισλαμιστική τρομοκρατία, ώστε να χάσει κάθε υποστήριξη στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας και να τους δοθεί η δικαιολογία για μια εκτεταμένη εκστρατεία «εξάλειψης» των ισλαμιστών.
Με την πορεία προς την περαιτέρω κλιμάκωση να διαγράφεται ξεκάθαρα, μεγαλώνουν οι φόβοι ότι η Αίγυπτος μπορεί να οδηγηθεί σε μια μακρόχρονη και βίαια εμφύλια διαμάχη, όπως συνέβη για μία δεκαετία στην Αλγερία. Έγκυροι αναλυτές τονίζουν ότι από το πορώδες, πλέον, σύνορο με τη Λιβύη στα δυτικά μπαίνουν καθημερινά στη χώρα μεγάλες ποσότητες οπλισμού και ότι η χερσόνησος του Σινά, στα ανατολικά, την οποία αδυνατεί να ελέγξει ο αιγυπτιακός στρατός, έχει μετατραπεί σε παράδεισο των ισλαμιστών τρομοκρατών.
Η διεθνής κοινότητα ανίκανη να σταθεροποιήσει τη χώρα
Για πολλούς, η επιλογή του Προέδρου Ομπάμα να μην καταδικάσει, (ούτε καν να το ονομάσει ως τέτοιο), το πραξικόπημα του Ιουλίου αποτελεί το μεγαλύτερο λάθος στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Οι αμερικανοί, που επί Μουμπάρακ ασκούσαν, αποκλειστική σχεδόν, επιρροή στη χώρα, και διαχρονικά εξοπλίζουν τον αιγυπτιακό στρατό και εκπαιδεύουν σε κέντρα των ΗΠΑ την ηγεσία του, είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν το στρατηγό Ελ Σίσι. Ο αμερικανός Πρόεδρος κατηγορείται ότι ακολούθησε μια πολιτική κατευνασμού που λειτούργησε σαν πράσινο φως για το αιματοκύλισμα της Τετάρτης. Μέλη του αμερικανικού συστήματος εξουσίας εκφράζουν πλέον ανοιχτά την ανησυχία ότι η συνεχιζόμενη πολιτική της μη εμπλοκής που ακολουθεί ο πρόεδρος Ομπάμα τόσο στην Συρία, όσο και στην Αίγυπτο κάνουν τις ΗΠΑ να φαίνονται αδύναμες στους παράγοντες της περιοχής. Οι υποστηρικτές του προέδρου απαντούν ότι το μόνο εργαλείο άσκησης πίεσης που έχουν στα χέρια τους είναι η στρατιωτική βοήθεια ύψους 1.8 δις δολαρίων που δίνουν οι ΗΠΑ στον αιγυπτιακό στρατό και ότι αν αυτή σταματήσει, (όπως θα γινόταν βάσει νόμου αν η στρατιωτική επέμβαση ονομαστεί επίσημα πραξικόπημα), δεν θα έχουν κανένα μέσο επιρροής. Τονίζουν επίσης ότι αν οι ΗΠΑ αφήσουν κενό, άλλοι διεθνείς παίκτες, όπως η Ρωσία, αλλά και η Κίνα που επί Προεδρίας Μόρσι ανέπτυξαν τις σχέσεις τους με την Αίγυπτο, (με τους Κινέζους ιδιαίτερα να ανεβάζουν κατά 60% τις επενδύσεις τους στη χώρα), θα έρθουν να το καλύψουν. Στις διαπιστώσεις αυτές συνηγορούν και διαρροές σύμφωνα με τις οποίες, ο στρατηγός Ελ Σίσι στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με αμερικανούς απεσταλμένους στο Κάιρο τόνισε ότι οι ΗΠΑ έχουν όση ανάγκη έχει και η Αίγυπτος τη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας.
Η οικονομική στήριξη στη δοκιμαζόμενη αιγυπτιακή οικονομία, (ένας από τους λόγους της λαϊκής οργής κατά του Μόρσι ήταν και η συνεχιζόμενη φτώχεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού), δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί για τη Δύση, καθώς τα κράτη του Κόλπου ανέλαβαν να στηρίξουν τον Ελ Σίσι. Η Σαουδική Αραβία, και οι σύμμαχοι της, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, που επιθυμούν την ανάσχεση των αλλαγών που έφερε η «Αραβική Άνοιξη» για να μην απειληθούν τα καθεστώτα τους, έχουν δεσμευτεί να δώσουν στην Αίγυπτο 12 δις δολάρια, καλύπτοντας τις ανάγκες της χώρας για τον επόμενο χρόνο. Οπότε τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει ήδη δώσει μεγάλα ποσά στην Αίγυπτο, όσο και το ΔΝΤ, (με το οποίο διαπραγματεύονταν ο Μόρσι), δεν μπορούν να ασκήσουν, προς το παρόν, καμία σημαντική επιρροή στις εξελίξεις.
Όσο λοιπόν δεν υπάρχει μια σταθερή γραμμή ανάμεσα στη Δύση και τους εταίρους της στον αραβικό κόσμο και ο στρατηγός Ελ Σίσι έχει, ανεξάντλητα σχεδόν, περιθώρια κινήσεων, τόσο θα νιώθει ότι μπορεί να επιβάλει τη θέληση του στη χώρα, καθώς ο Στρατός είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να ελέγξει την Αίγυπτο. Οπότε όσες δηλώσεις καταδίκης της αιματοχυσίας της Τετάρτης κι αν κάνει ο πρόεδρος Ομπάμα, οι ευρωπαίοι ηγέτες, ο Ερντογάν, το συμβούλιο ασφαλείς του ΟΗΕ, και όσο και αν Ρώσοι και Κινέζοι επίμονα ζητούν να σταματήσουν οι συγκρούσεις και να επανέλθει η σταθερότητα, οι εξελίξεις θα κριθούν από τις επιδιώξεις και τους υπολογισμούς των Αιγυπτίων στρατηγών, και το αν θα αποφασίσουν οι ισλαμιστές να οδηγήσουν την κατάσταση στα άκρα.