Η «καυτή» αμερικανική έκθεση για το «κούρεμα»!

Το κλίμα που διαμορφώνεται στην Ουάσινγκτον για τη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος είναι εντελώς εχθρικό προς τη γραμμή που έχει χαράξει ως τώρα η γερμανική ηγεσία, καθώς προκρίνεται ως μόνη λύση, για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές την επόμενη δεκαετία, η διαγραφή μεγάλου μέρους των δανείων στήριξης που έχει πάρει η χώρα από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το μηχανισμό στήριξης, ενώ οι Αμερικανοί είναι αντίθετοι σε οποιοδήποτε σενάριο νέας επιβάρυνσης των ιδιωτών πιστωτών της χώρας.

Αυτές οι θέσεις, που υιοθετούνται σιωπηρά, για προφανείς λόγους διπλωματικής τακτικής, από τη διοίκηση Ομπάμα, διατυπώνονται εναργώς σε ειδική έκθεση (policy brief) για τη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος, που συνέταξε ο Γουίλιαμ Κλάιν, κορυφαίος αναλυτής του Peterson Institute for International Economics (τίτλος της έκθεσης: «Αναδιάρθρωση του χρέους και οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας»). Το εν λόγω Ινστιτούτο δεν είναι μόνο ένα από τα κορυφαία στις ΗΠΑ, αλλά θεωρείται ότι έχει μεγάλη επιρροή στη χάραξη της διεθνούς οικονομικής πολιτικής των Δημοκρατικών. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ταξίδι του στις ΗΠΑ το 2011, ως υπουργός Οικονομικών, ο Ευ. Βενιζέλος επέλεξε να κάνει τη μοναδική του δημόσια τοποθέτηση σε εκδήλωση του Peterson Institute,όπου μάλιστα δέχθηκε να απαντήσει και σε ερωτήματα για την ελληνική οικονομία.

Στη 12σέλιδη έκθεσή του, όπου περιγράφεται με μεγάλη ευστοχία το πρόβλημα χρέους της ελληνικής οικονομίας και καταγράφονται προτάσεις για την οριστική επίλυσή του, ο αναλυτής του Ινστιτούτου συντρίβει το μύθο που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τον οποίο το παρόν πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας πρέπει να οδηγήσει σε μια μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ώστε, από αυτό το χρονικό σημείο και μετά, η Ελλάδα να εξασφαλίζει και πάλι χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια από τις αγορές και να πάψει να εξαρτάται από δάνεια των Ευρωπαίων εταίρων.

Το «στίγμα» του PSI

Όπως τονίζει ο Κλάιν,

Με βάση το καλύτερο σενάριο για την εξέλιξη του ΑΕΠ και των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια, το χρέος μπορεί να μειωθεί στις αρχές της επόμενης δεκαετίας λίγο κάτω από το 120% του ΑΕΠ, ενώ με βάση το χειρότερο σενάριο, το χρέος θα πλησιάζει το 140% του ΑΕΠ. Ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, όμως, αυτό που περιμένουν οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να συμβεί: ακόμη και αν η Ελλάδα ρίξει το χρέος της στο 120% του ΑΕΠ, όπως είναι ο στόχος του προγράμματος, η αγορά ομολόγων δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει τη χώρα με βιώσιμα επιτόκια, αλλά τα spread δανεισμού θα είναι απαγορευτικά υψηλά.

Τούτο όχι μόνο διότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει ένα πολύ υψηλό χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ της, αλλά και επειδή η χώρα θα συνεχίσει να «τιμωρείται» από την αγορά ομολόγων για το «κούρεμα» των επενδυτών το 2012. Ο Κλάιν αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι το PSI, παρότι στέφθηκε με επιτυχία και (ονομαστικά) μείωσε το χρέος της χώρας, στην πραγματικότητα οδήγησε σε μια «καθαρή» ελάφρυνση του χρέους κατά 30 δισ. ευρώ, πολύ μικρή για τα δεδομένα του ελληνικού προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα άφησε τη χώρα με ένα διεθνές «στίγμα κακοπληρωτή», που η αγορά ομολόγων θα αργήσει να ξεχάσει. Έτσι, η Ελλάδα, ακόμη και αν επιστρέψει στις αγορές την επόμενη δεκαετία, θα χρηματοδοτείται με πολύ υψηλότερα επιτόκια (μη βιώσιμα), από τα επιτόκια δανεισμού άλλων ευρωπαϊκών χωρών με ανάλογα υψηλά ποσοστά χρέους επί του ΑΕΠ.

Έτσι, στο ελληνικό πρόβλημα μόνο μία λύση μπορεί να υπάρξει: να «κουρευτεί» το χρέος προς τους επίσημους πιστωτές (νέο «κούρεμα» ιδιωτών θα ήταν επικίνδυνο, αφού θα μείωνε ακόμη περισσότερο τη διεθνή αξιοπιστία της Ελλάδας έναντι των αγορών).

Και να «κουρευτεί» τόσο δραστικά, ώστε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας το χρέος της χώρας να έχει «προσγειωθεί» κοντά στο 90% του ΑΕΠ! Μόνο με μια τόσο σημαντική μείωση του χρέους, θα δεχθούν οι αγορές να χρηματοδοτήσουν την Ελλάδα με ανεκτό, για την οικονομία, κόστος.

Σε όσους (βλ. Βερολίνο) ισχυρίζονται ότι το πρόβλημα με το ελληνικό χρέος έχει ήδη λυθεί, επειδή η χώρα δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια από την Ευρώπη, ο Κλάιν απαντά ότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού καλύπτουν μόνο τα διακρατικά δάνεια του πρώτου Μνημονίου, που αποτελούν μικρό μόνο μέρος του συνολικού χρέους της Ελλάδας προς τον επίσημο τομέα. Συνολικά, με τα κόστη δανεισμού που έχει η Ελλάδα από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ, υπολογίζεται ότι στις αρχές της επόμενης δεκαετίας θα πληρώνει τόκους πάνω από 4% του ΑΕΠ ετησίως, δηλαδή θα επιβαρύνεται από τόκους περίπου όσο και άλλες «προβληματικές» χώρες του Νότου, όπως η Πορτογαλία. Για τις αγορές, όμως, αυτό δεν θα είναι αρκετό, προκειμένου να δανείζουν την Ελλάδα με αποδεκτά χαμηλό κόστος, επειδή ακριβώς η χώρα μας θα έχει στο πρόσφατο πιστωτικό ιστορικό της την «κηλίδα» του «κουρέματος» των ιδιωτών πιστωτών, το 2012.

Κινητικότητα στις Βρυξέλλες, «πόλεμος» στο Βερολίνο

Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτές ακριβώς οι θέσεις που εκφράζει το Peterson Institute αποτελούν τον «οδηγό» της διοίκησης Ομπάμα στο χειρισμό του ελληνικού προβλήματος το επόμενο διάστημα, αρχής γενομένης από τον κρίσιμο έλεγχο της «τρόικας», τον Σεπτέμβριο, όπου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα ζητήσει, σε πρώτη φάση, να λύσουν οι Ευρωπαίοι το πρόβλημα με το χρηματοδοτικό κενό της Ελλάδας από το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και μετά. Και, βεβαίως, το ίδιο ισχύει για τις διαπραγματεύσεις που αναμένονται από τον Απρίλιο του 2014, εφόσον η Ελλάδα επιτύχει πλεόνασμα το 2013, για μια μακροπρόθεσμη λύση του προβλήματος με το χρέος.

Δηλαδή, οι Αμερικανοί θα προτάξουν, πιθανότατα μόνο με παρασκηνιακές παρεμβάσεις, την ανάγκη να υπάρξει μια ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, παρά τις αντιρρήσεις των Γερμανών. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, παρότι ακόμη όλοι σέβονται τις εκλογικές σκοπιμότητες της Μέρκελ, το ζήτημα του ελληνικού χρέους και των σεναρίων ελάφρυνσής του προβληματίζει έντονα την Κομισιόν. Σύμφωνα με πληροφορίες, με εντολή του αρμόδιου επιτρόπου, Όλι Ρεν, οι τεχνοκράτες της Διεύθυνσης Οικονομικών της Κομισιόν εξετάζουν (σχεδόν) όλα τα σενάρια ελάφρυνσης της Ελλάδας, από τα πιο «ήπια», που μπορούν να γίνουν δεκτά και από τους Γερμανούς (νέα μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση διάρκειας, απευθείας στήριξη των τραπεζών από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό κ.α.), μέχρι και τα πιο «δραστικά», όπως το «κούρεμα» των ομολόγων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες. Βέβαια, εκτός συζήτησης παραμένει, προς το παρόν, οποιοδήποτε σενάριο διαγραφής μέρους των διακρατικών δανείων, ή του δανείου από το μηχανισμό στήριξης.

Ανησυχητικά για την Αθήνα κρίνονται, την ίδια ώρα, τα «χτυπήματα» που δέχεται η Μέρκελ, για την προσπάθειά της να κρύψει το ελληνικό ζήτημα «κάτω από το χαλί» μέχρι τις εκλογές. Η Μπούντεσμπανκ παρενέβη άκομψα στη δημόσια συζήτηση, αφήνοντας να «διαρρεύσει» στο Spiegel έκθεσή της, όπου υποστηρίζει ότι θα πρέπει να εγκριθεί νέο δάνειο 14 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, στις αρχές του επόμενου χρόνου, ενώ διαψεύδει τους ισχυρισμούς του Βερολίνου για επιτυχία του ελληνικού προγράμματος, τονίζοντας ότι η τελευταία δόση εγκρίθηκε με πολιτικά κριτήρια, παρότι δεν ήταν ικανοποιητικές οι επιδόσεις της κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις.

Οι Γερμανοί «σκληροπυρηνικοί» τραπεζίτες, που έχουν υψηλό κύρος στη γερμανική κοινωνία, φαίνεται ότι θέλουν, από κοινού με τους πιο «σκληρούς» του συνασπισμού της Μέρκελ, να υποχρεώσουν από τώρα την καγκελάριο να δεσμευθεί ότι θα μείνει πιστή στις διακηρύξεις της, πως δεν θα εγκριθεί άλλο «πακέτο» στήριξης της Ελλάδας.

Η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει να τοποθετηθεί δημόσια για το ζήτημα-ταμπού του χρέους, κινούμενη στη γραμμή: «εμείς εφαρμόζουμε το Μνημόνιο, οι εταίροι μας ας αποφασίσουν για το χρέος».

Οι πιο αισιόδοξοι περιμένουν ότι το Βερολίνο θα κάνει ευνοϊκές κινήσεις τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, οι οποίες, ακόμη και αν δεν οδηγήσουν σε μια μεγάλη ελάφρυνση από το χρέος, θα μπορούν να παρουσιασθούν στην κοινή γνώμη ως «μεγάλη επιβράβευση μετά την περιπέτεια των Μνημονίων» και –γιατί όχι;– να αποτελέσουν το δυνατό «χαρτί» του πρωθυπουργού, αν επιδιώξει να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές…


Σχολιάστε εδώ