Η επίσκεψη Σαμαρά στην Ουάσινγκτον
Πρωτ’ απ’ όλα, ο Έλληνας πρωθυπουργός, με τον αγωγό ΤΑΡ και τη μη πώληση της ΔΕΠΑ στους Ρώσους, έδωσε δείγμα γραφής συμπλεύσεως με τις ΗΠΑ σε ένα μεγάλο θέμα, για το οποίο η Αμερικανική πλευρά επιδεικνύει όχι απλώς μεγάλο ενδιαφέρον αλλά γεωπολιτική ψύχωση: την επιρροή των Ρώσων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο και το συναφές θέμα του εναλλακτικού ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης.
Κατά δεύτερο λόγο, το πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού, στενού φίλου της Γερμανίδος καγκελαρίου Μέρκελ και εκπροσώπου της Ελλάδος, που αντιπροσωπεύει την αιχμή της οικονομικής κρίσεως στην Ευρώπη, ήταν το καταλληλότερο για να σταλεί μέσω αυτού ηχηρό μήνυμα προς την Ευρώπη και την πολιτική που ασκεί, ιδιαίτερα προς το Βερολίνο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, μιλώντας για την Ελλάδα και την παταγώδη αποτυχία του εφαρμοζομένου προγράμματος, είχε όλη την άνεση να στείλει τα μηνύματά του προς το Βερολίνο και την Ευρώπη, για αλλαγή πολιτικής, υπογραμμίζοντας το αυτονόητο. Δεν μπορεί να συνεχισθεί, «χωρίς σχέδιο», η σημερινή πολιτική. Η αναφορά στην έλλειψη σχεδίου είναι καυστική όσο και αληθινή. Υπογράμμισε το αυτονόητο ότι η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορεί να δώσει αποτελέσματα από μόνη της χωρίς την παράλληλη προώθηση της αναπτύξεως, που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα αυξήσει το ακαθάριστο εθνικό προϊόν.
Κατά τρίτο λόγο, τα ενεργειακά κοιτάσματα της Ελλάδος και της Κύπρου αντιπροσωπεύουν σήμερα έναν νέο παράγοντα, που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη στρατηγική και γεωπολιτική τους θέση. Πολύ περισσότερο όταν ο παράγων αυτός συναρτάται με εκείνα του Ισραήλ και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου και έχουν ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τον εναλλακτικό ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης.
Κατά τέταρτο λόγο, το νέο στρατηγικό τρίγωνο που διαμορφώνεται στην περιοχή μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, ως αποτέλεσμα συγκλίσεων, ενεργειακών αλλά και γενικότερων στρατηγικών συμφερόντων. Μετά τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ έχει ιδιαίτερη σημασία και βάρος στην Ουάσινγκτον και επηρεάζει θετικά το κλίμα των Ελληνο-Αμερικανικών σχέσεων. Η προσέγγιση αυτή μεταξύ των τριών χωρών έχει μεγαλύτερη σημασία κάτω από τις σημερινές συνθήκες αστάθειας, αναταραχής και πολέμου στην περιοχή, όπου το ζητούμενο είναι η σταθερότητα.
Κατά πέμπτο λόγο, οι ΗΠΑ ανέλαβαν προσφάτως μια μεγάλη στρατηγική πρωτοβουλία: να συνδέσουν οργανικά, με τη μορφή μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου, τον οικονομικό χώρο των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Η ολοκλήρωση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θα συμπλήρωνε τις Διατλαντικές πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις του ΝΑΤΟ με αντίστοιχες σχέσεις στο οικονομικό επίπεδο και θα δημιουργούσε ένα συμπαγές γεωπολιτικό σύνολο, υπό Αμερικανική ηγεμονία, από τον Ειρηνικό και Ατλαντικό ωκεανό μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη μέχρι το τέλος του 2014. Η Ελλάδα ασκεί την Ευρωπαϊκή Προεδρία το Α’ εξάμηνο του 2014 και η Ιταλία το Β’ εξάμηνο. Από τη θέση αυτή προσφέρθηκε Έλληνας πρωθυπουργός να προωθήσει τις σχετικές διαπραγματεύσεις.
Τι σημαίνει, βεβαίως, για την Ευρώπη η προοπτική αυτή, είναι άλλο θέμα. Σε πρώτη φάση, ταυτίσθηκε με την παγκοσμιοποίηση, που υπονομεύει το στόχο της πολιτικής Ενώσεως. Τώρα, σπεύδει να ταυτισθεί με έναν άλλο στόχο, που αντιμάχεται επίσης εκ των πραγμάτων την πολιτική της Ένωση. Ο καθένας μπορεί να αναλογισθεί και να αναρωτηθεί που πάει τελικά αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανερχόμαστε, όμως, στην επίσκεψη Σαμαρά. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, το κλίμα της επισκέψεως ήταν άριστο. Σε ό,τι όμως αφορά τα αποτελέσματα, αυτά δεν μπορούν να είναι άμεσα απτά, και όσα είναι αρνητικά, παραπέμφθηκαν στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν.
Κύριο παράδειγμα το Κυπριακό. Το θέμα συζητήθηκε, ασφαλώς πίσω από τις κλειστές πόρτες, αλλά παραπέμφθηκε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, υπό την αιγίδα του οποίου προετοιμάζεται η επανέναρξη διακοινοτικών συνομιλιών. Η Ελληνική πλευρά ανέλαβε να μεταφέρει άμεσα και να συζητήσει με τον Αμερικανό Πρόεδρο και τον υπουργό Εξωτερικών την πρότασή του Κυπρίου Προέδρου Αναστασιάδη για την Αμμόχωστο. Εάν η πρόταση αφορούσε, πράγματι, μόνο την Αμμόχωστο, η επιλογή της ως αιχμής του διπλωματικού δόρατος της Ελληνικής πλευράς, θα ήταν ευχής έργον. Δυστυχώς, όμως, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η πρόταση για την Αμμόχωστο διασυνδέεται με το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο». Όχι μόνο με το «άνοιγμα» του λιμένος της Αμμοχώστου, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, για «απευθείας» εξαγωγές και από την κατεχόμενη πλευρά της Κύπρου!
Θα πρέπει στο θέμα αυτό να υπάρξει ιδιαίτερη προσοχή γιατί μπορεί να μετατραπεί σε παγίδα και μπούμερανγκ για την Ελληνική πλευρά, μέσο για την προώθηση ντε φάκτο «λύσεως» δύο «ίσων» μερών και υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει την αναγνώριση και επιβολή του ψευδοκράτους, μέσα από το «απευθείας εμπόριο» και «συνεταιρισμό» στο φυσικό αέριο της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Εάν υπήρχε η προοπτική μιας λύσεως, που θα επανένωνε πραγματικά την Κύπρο, με βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, το φυσικό αέριο θα ήταν ασφαλώς κοινό αγαθό όλων των πολιτών της Κύπρου.
Είναι όμως εξωφρενικό η Άγκυρα, που εξακολουθεί να κατέχει τη μισή σχεδόν Κύπρο, στο όνομα, υποτίθεται, της Τουρκοκυπριακής μειοψηφίας του 18%, να προβάλλει ως μόνη αποδεκτή «λύση» τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων και να ζητά επιπλέον «συνεταιρισμό» για το φυσικό αέριο.
Το φυσικό αέριο είναι ένα νέο στρατηγικό όπλο, το οποίο προσδίδει στην Κύπρο νέα γεωστρατηγική διάσταση. Πρέπει το όπλο αυτό να διαφυλαχθεί και να αξιοποιηθεί για την επίτευξη μιας πραγματικής λύσεως, πάνω στη βάση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και όχι να χρησιμοποιηθεί για τη «χρηματοδότηση» μιας καταστροφικής λύσεως τύπου Σχεδίου Ανάν, όπως κάποιοι βυσσοδομούν στο παρασκήνιο.