Η ανάπτυξη είναι συμβατή με τη διάλυση του κράτους;

Και το δυστύχημα είναι, ότι αυτή τη βασανιστική καθημερινότητα και την αβεβαιότητα του πολίτη για το αύριο, δεν τη συμμερίζεται καθόλου η κυβέρνηση και η κυβερνητική πλειοψηφία της Βουλής.

Και η μεν κυβέρνηση, προσπαθεί να αποκτήσει ερείσματα στο εξωτερικό και να στερεώσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Οι δε κυβερνητικοί βουλευτές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, επειδή γνωρίζουν ότι ελάχιστοι από αυτούς θα βρίσκονται και στην επόμενη Βουλή, αυτή η κυβερνητική πλειονότητα στα λόγια διαφωνεί με την πορεία της κυβέρνησης, όμως στην κρίσιμη στιγμή της ψηφοφορίας, ψηφίζει τα πλέον αντιλαϊκά μέτρα που ο οιοσδήποτε παρανοϊκός μπορεί να φανταστεί. Και όλα αυτά γίνονται για να μην διεξαχθούν εκλογές.

Η επικαιρότητα μας επιβάλλει μια κριτική πάνω σε ορισμένες κυβερνητικές συμπεριφορές, που κατέστησαν τη ζωή του Έλληνα βίον αβίωτον. Ας ξεκινήσουμε από τις πυρκαγιές, που σήμερα απασχολούν τη μισή Ελλάδα. Η χώρα καίγεται και η κυβέρνηση χτενίζεται. Επανερχόμεθα σε μια παλαιότερη πρότασή μας, να θεωρηθεί ο εμπρησμός κακούργημα, ανεξάρτητα από το ύψος της ζημιάς που προκάλεσε και να μην αναγνωρίζεται κανένα ελαφρυντικό στο δράστη. Δεν είναι δυνατόν να μένουν ατιμώρητοι οι προδότες, που καταστρέφουν τις πηγές ζωής των κατοίκων αυτής της χώρας. Με τις πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, όλη σχεδόν η Ελλάδα έχει καεί και μας έχουν στερήσει και την ανάσα ακόμη. Τον χειμώνα έχουμε το μολυσμένο αέρα από τα λάστιχα και τα ξύλα που καίει ο κόσμος για να ζεσταθεί, λόγω της αναισθησίας της κυβέρνησης ως προς την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου θέρμανσης. Οπότε, όλο το χρόνο δεν υπάρχει ούτε αέρας να αναπνεύσουμε. Αυτή η καταστροφή της ελληνικής φύσης και η ατιμωρησία των δραστών, γεννάει πολλά ερωτηματικά. Γιατί τόσα χρόνια το υπουργείο Προστασίας του Περιβάλλοντος δεν έλαβε κανένα μέτρο; Η απόφαση του κ. Δένδια, να απαγορευτεί η κυκλοφορία κατά τις νυχτερινές ώρες στις δασικές περιοχές, δεν απέδωσε τίποτα. Γιατί η δικαιοσύνη βρίσκει ελαφρυντικά και χαρακτηρίζει τις πράξεις εμπρησμού σαν από αμέλεια, και απαλλάσσονται οι δράστες, ή τιμωρούνται με ελαφρές εξαγοράσιμες ποινές; Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει τον εμπρησμό με τη δέουσα σοβαρότητα, όπως και προηγούμενες κυβερνήσεις.

Η παιδεία στην προκρούστεια κλίνη. Το σχέδιο «Αθηνά» για την τάχα μεταρρύθμιση της παιδείας, οδηγεί την παιδεία σε σημαντική υποβάθμιση. Ενώ η παιδεία πρέπει να είναι, η πρώτη μέριμνα κάθε κυβέρνησης. Μόνον οι απολυταρχικές κυβερνήσεις θέλουν λαούς αγράμματους, για να μην είναι σε θέση να προβληματίζονται.

Το υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να προβεί στην απόλυση καθηγητών και διοικητικών υπαλλήλων του, απεφάσισε την κατάργηση σχολείων όλων των βαθμίδων.

Στην επόμενη φάση των απολύσεων θα έχουμε την κατάργηση σχολείων και υπηρεσιών, μέχρις ότου συνολικά απολυθούν 25.000 εκπαιδευτικοί, εάν δεν αυξηθεί ο αριθμός τους με το νέο Μνημόνιο. Και αυτοί όλοι οι εκπαιδευτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι, θα περιπλανώνται άνεργοι και αναζητούντες εργασία, ενώ οι οικογένειές τους θα στερούνται τα βασικά είδη διατροφής. Και δεν θα είναι μόνο του υπουργείου Παιδείας οι απολυόμενοι, θα είναι αρκετές οι χιλιάδες των απολυομένων από όλο τον κρατικό μηχανισμό. Με τέτοια μέτρα είναι ποτέ δυνατόν να χτυπηθεί η ανεργία; Και αν δεν χτυπηθεί η ανεργία πως θα έχουμε ανάπτυξη κ. Σαμαρά; Μπορεί να μας πει ο υπουργός Παιδείας πόσα κερδίζει το Δημόσιο; Εάν το κέρδος είναι μόνο μερικές χιλιάδες ευρώ όπως ακούστηκε, τότε η ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη με τις καταργήσεις και τις συγχωνεύσεις των σχολείων. Και είναι δυστύχημα ότι υπάρχουν Έλληνες πολίτες, που επικροτούν τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, με το αιτιολογικό ότι στον ιδιωτικό τομέα οι άνεργοι προσεγγίζουν το 1,5 εκατομμύριο. Ξεχνούν όμως ότι όσο μεγαλώνει η στρατιά των ανέργων, τόσο περισσότερο στεγνώνει και η αγορά. Και η ύφεση γίνεται βαθύτερη. Εν πάσει περιπτώσει η διάλυση του κράτους, γιατί περί αυτού πρόκειται, δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί επωφελής για τον πολίτη. Ο περιορισμός των δαπανών πρέπει να είναι φυσικά από τις βασικές μέριμνες κάθε κυβέρνησης. Αλλά ο περιορισμός, πρέπει να αφορά δαπάνες πολυτελείς και αδικαιολόγητες και όχι να προκαλεί διάλυση βασικών δομών του κρατικού μηχανισμού και της εξυπηρέτησης των πολιτών.

Διάλυση του ΕΣΥ. Στην κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή στις απολύσεις, κεντρική θέση κατέχει η τάχα εξυγίανση του ΕΣΥ, με κλείσιμο νοσοκομείων και αγροτικών ιατρείων, με απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων και με περιορισμό των παροχών του ΕΟΠΥΥ. Η συρρίκνωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αφ’ ενός μεν θα ταλαιπωρήσει αφάνταστα τους ασφαλισμένους και θα τους δημιουργήσει πρόσθετες δαπάνες που δεν τις αντέχουν πλέον, και αφ’ ετέρου θα ενισχύσει τα κέρδη των ιδιωτικών θεραπευτηρίων.

Όσον αφορά τους γιατρούς, πρέπει να σημειώσουμε ότι με τις εξευτελιστικές αμοιβές που παρέχει το κράτος, δεν υπάρχει πλέον κανένα κίνητρο να υπηρετήσουν στο ΕΣΥ. Έτσι πολλές χιλιάδες γιατροί κυρίως νέοι, έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε νοσοκομεία του εξωτερικού, με τετραπλάσιες αποδοχές. Και αυτή η κατάσταση, θα προκαλέσει τελικά την εξαφάνιση της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του έλληνα πολίτη. Και φυσικά αυτό θα σημάνει, ότι μια μεγάλη μερίδα ασθενών θα ταλαιπωρηθεί αφάνταστα. Η κυβέρνηση θα έπρεπε, ειδικά στον τομέα της περίθαλψης, να δείξει περισσότερη ευαισθησία, και όχι να την επιλέξει για διάλυση.

Από τα παραπάνω παραδείγματα, που ενδεικτικά αναφέραμε στη σημερινή μας παρουσίαση πάνω στο θέμα της κινητικότητας, όπως έχουν αποκαλεστεί από την κυβέρνηση οι απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, θα θέλαμε να διατυπώσουμε μερικές προσωπικές μας απόψεις:

α) Όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα κινητικότητας θα έχουμε σημαντικό αριθμό υπαλλήλων του δημοσίου που θα βρεθούν στην ανεργία, κατέχοντας πανεπιστημιακούς τίτλους και πολλοί από αυτούς και μεταπτυχιακές σπουδές. Εάν σε αυτούς, προσθέσουμε και όσους τραπεζικούς υπαλλήλους χάσουν τη θέση τους στα πλαίσια του σχεδίου της ενδυνάμωσης του τραπεζικού συστήματος, θα έχουμε ένα πολυπληθές «επιστημονικό προλεταριάτο» που θα αποτελέσει την πλέον εύφλεκτη ύλη για τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής.

β) Ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα, που δημιουργείται με την κινητικότητα, είναι με ποιους θα επιτευχθεί η προσπάθεια ανάπτυξης. Είναι ποτέ δυνατόν, με ένα μηχανισμό του κράτους που θα στερείται τα απαραίτητα στελέχη για την εξυπηρέτηση των αναγκών ενός σοβαρού αναπτυξιακού σχεδίου, να πετύχουμε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στη χώρα μας για την ανάκαμψη του παραγωγικού μας δυναμικού; Φυσικά μιλάμε για επενδύσεις για την δημιουργία νέων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Εάν το κράτος δεν έχει τις απαραίτητες δομές εξυπηρέτησης του ιδιωτικού τομέα θα είναι ουτοπία να περιμένουμε αξιόλογες ξένες επενδύσεις. Απλά θα έχουμε αγοραστές των ήδη υφισταμένων επιχειρήσεων, που σημαίνει εκχώρηση (και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας) των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών.

γ) Εάν το κράτος απογυμνωθεί από τα επιστημονικά του στελέχη, ποιοι άραγε θα μείνουν για να ηγηθούν στην προσπάθεια ανύψωσης του τεχνολογικού επιπέδου της παραγωγικής μας μηχανής; Και πρέπει να τονίσουμε, ότι εάν το τεχνολογικό επίπεδο της οικονομίας μας παραμείνει χαμηλό, όπως σήμερα, δεν είναι δυνατόν ποτέ να μπορέσουμε να επιβιώσουμε μέσα σε μια οικονομική και νομισματική ένωση, στην οποία συμμετέχουν οικονομίες με υπέρτερο τεχνολογικό επίπεδο. Και συνεπώς και με ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Με το δεδομένο, ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι σε παραπλήσια με την Ελλάδα κατάσταση, το μέλλον του ευρώ δεν φαίνεται εξασφαλισμένο, τουλάχιστον με τις τωρινές δομές της Ευρωζώνης.

δ) Και θα θέλαμε να ρωτήσουμε την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας: στο μέλλον ποιοι θα εκπαιδεύσουν τις επόμενες γενεές; Όταν η παιδεία συρρικνωθεί, που είναι βασική δομή του κράτους, πως θα μπορέσει η επόμενη κυβέρνηση να ανασυγκροτήσει όχι μόνο την παιδεία, αλλά όλες τις βασικές δομές που θα είναι πλέον στα πρόθυρα της διάλυσης; Έχουμε τη γνώμη, ότι ανεξάρτητα από τις πιέσεις της «τρόικας», η σημερινή κυβέρνηση έχει υποχρέωση να υπεραμυνθεί και να προστατεύσει την εκπαίδευση και τις αξίες της χώρας μας. Δυστυχώς οι διοικούντες δεν έχουν αντιληφθεί αυτά που κάνουν. Με αηδία ακούσαμε τις δηλώσεις των υπευθύνων του ΟΠΑΠ που πανηγύριζαν για την πώλησή του, και το παρουσίασαν σαν μέγιστη επιτυχία. Η συμμετοχή του ΟΠΑΠ στην προβολή του ελληνικού πολιτισμού είναι γνωστή, όπως και στον αθλητισμό. Βλέπουμε μια προσπάθεια συντονισμένη για την απαξίωση όλων αυτών, γιατί από τώρα ποιος μας εγγυάται, ότι οι αγοραστές θα συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες και επιχορηγήσεις σε διάφορες εκδηλώσεις, γύρω από τον πολιτισμό και τον αθλητισμό; Οι επενδυτές-αγοραστές θα κοιτάξουν μόνο την αύξηση της κερδοφορίας και τίποτα πέραν αυτού.

Και ρωτάμε τελικά την κυβέρνηση, χωρίς εκπαιδευτικούς, χωρίς ασφάλιση ιατροφαρμακευτική, χωρίς απασχόληση του εργατικού δυναμικού, πως είναι δυνατόν να επιβιώσει ο ελληνικός λαός;


Σχολιάστε εδώ