Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Έτρωγε ο παππούς το πρωινό του με έκδηλη ανησυχία, σαν κάτι να τον απασχολούσε, και γενικά η συμπεριφορά του ήταν καταφανώς παράξενη. Η συμβία του, που έπαιρνε καθημερινά μαζί του το πρωινό της, αλλά στα όρθια για να εκτελεί «στο φτερό» τις παραγγελίες του, αντελήφθη τη νευρικότητά του, ανησύχησε και ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει «με το μαλακό» τι έχει, όταν ένας έντονος σπασμωδικός βήχας, που τον έπιασε στραβοκαταπίνοντας μια γουλιά τσάι, φρέναρε την περιέργειά της και κοίταξε την κυρία συμπεθέρα, που τελευταία την είχαν «αμπονέ» στο σπίτι, να κουνά το κεφάλι κάνοντας με τη μουσούδα της μορφασμούς, σαν να τον ελεεινολογούσε.

Η κυρία συμπεθέρα δεν ήταν ακριβώς συμπεθέρα, αλλά ξαδέλφη της μακαρίτισσας της συμπεθέρας τους, η οποία παράτησε το σπίτι της στα Φάρσαλα για να κάνει μερικές απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα και τους φορτώθηκε… «συμπεθερικώ δικαίω». Ατέλειωτες ήσαν αυτές η εξετάσεις. Ούτε ο Άρμστρονγκ της ΝΑΣΑ δεν έκανε τόσες όταν θα πήγαινε στο φεγγάρι. Έτσι όλο της το σόι, που την είχε στου διαόλου τα κατάστιχα, κουτσομπόλευε πως τα «πήγαιν’ έλα» με τους γιατρούς ήταν πρόσχημα για να καλοπερνά στο τζάμπα εδώ πέρα. Βήχοντας πάντα ο παππούς έριξε πρώτα μια κλεφτή ματιά στο μεγάλο ρολόι της κουζίνας κι ύστερα, κοιτάζοντας επισταμένα, είδε κολλημένους τους δείκτες σε άσχετη ώρα. Γούρλωσαν από οργή τα μάτια του και έβαλε τις φωνές:

«Στραβωμάρα έχετε και δεν βλέπετε πως το ρολόι σταμάτησε; Αλλάχτε τις μπαταρίες μη σας πάρει και σας σηκώσει!» Και κατόπιν ρώτησε άγρια: «Τι ώρα είναι;», όταν άκουσε, δε, πως «είναι περασμένες εννιά», άφησε μισοφαγωμένη τη φρυγανιά στο πιάτο, σηκώθηκε από το τραπέζι παρασέρνοντας τη καρέκλα του και κλείστηκε στο μπάνιο. Καθώς η ώρα περνούσε και η κυρία συμπεθέρα χρειαζόταν επειγόντως το χώρο, διότι είχε και μια μικρή ακράτεια, εξέφρασε την ανησυχία της:

«Τι σκ… κάνει τόσην ώρα αυτός εκεί μέσα; Άντε να δεις, μπας και τα τσίτωσε. Σκέψου γέλια που θα κάνουν οι πεθαμενατζήδες όταν θα προσπαθούνε να τον βγάλουν…» Χτύπησε ξύλο η γυναίκα του και ρώτησε έξω από το WC: «Σωκράτη, είσαι καλά;». Αντί για απάντηση ακούστηκε ένα μούγκρισμα, οπότε η σύζυγος άνοιξε βίαια την πόρτα και είδε τον παππού να ξυρίζεται φορώντας μπουρνούζι μέσα σε ένα σύννεφο υδρατμών.

Με το που την είδε, ρώτησε: «Είχα ένα μπουκαλάκι κολόνια Άτκινσον. Πού το καταχώνιασες και δεν το βρίσκω;» Τώρα βιρίνιασε εκείνη: «Το πέταξα πριν από τρία χρόνια. Ήταν άδειο. Ξερό».

Ο παππούς είπε απλά «Ξερό είναι το κεφάλι σου» και πάντα βιαστικός πήγε στο υπνοδωμάτιό τους, απ’ όπου ακούστηκε να τη φωνάζει κραυγάζοντας. Έτρεξε εκείνη, νομίζοντας πως ζητά βοήθεια, αλλά μπαίνοντας της πέταξε στη μούρη το καλό του πουκάμισο, διατάζοντάς τη να το φρεσκάρει αμέσως. Από περιέργεια ρώτησε: «Σε ποιανού κηδεία θα πας;». Δεν απάντησε. Το πουκάμισο αυτό, που το συνόδευε μια φίνα μεταξωτή γραβάτα «Louis Ferraud» και χρυσά μανικετόκουμπα, ήταν από τότε που κράταγαν ακόμα τα κότσια του. Τώρα πια το φοράει μονάχα σε μνημόσυνα και κηδείες.

Ντυμένος γκραν, χωρίς να δίνει καμιά πειστική εξήγηση, έφυγε λέγοντας «αν αργήσω, φάτε». Άναυδες οι δύο γυναίκες προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα, με την κυρία συμπεθέρα να επαναλαμβάνει σαν ρεφρέν τη συμβουλή: «Να πας να τον δει κανένας ψυχίατρος, μη του έχει στρίψει και μας σφάξει καμιά νύχτα…». Και δεν είχαν άδικο να αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την ψυχική του ισορροπία, διότι ενώ τελευταία αδιαφορούσε για καθετί, μέχρι και τις ειδήσεις στην τηλεόραση έπαψε να βλέπει, και αν αναγκάζονταν να πει δυο λέξεις οι κουβέντες του ήταν λακωνικές, μετρημένες και απέπνεαν απαισιοδοξία, σήμερα ξαφνικά ο αχαμνός και αξιοθρήνητος γεράκος ως εκ θαύματος μεταμορφώθηκε.

Αλλά τα πράγματα ούτε ξαφνικά έγιναν ούτε ανεξήγητα ήσαν. Είχε βαρεθεί την γκρίνια της συμβίας του που την τσίγκλιζε και η κυρία συμπεθέρα λέγοντας: «Κουράζεσαι χρυσό μου κι ο πασάς σου έχει απλωμένη την αρίδα. Ταρακούνησέ τον να βάλει ένα χεράκι κι αυτός». Και συμπλήρωνε: «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, άρρωστη γυναίκα είμαι βλέπεις εγώ…». Τον έτρωγε η γυναίκα του:

«Τσακίζομαι εγώ με τις δουλειές του σπιτιού και συ κοντεύεις να πιάσεις φύκια στην πολυθρόνα». Οπότε μια μέρα αναγκάστηκε και σηκώθηκε βλαστημώντας από μέσα του τη ζωή του, πήρε τα σκουπίδια και πήγε να τα πετάξει κάτω, στον κάδο. Στην εξώθυρα συνάντησε την ξανθιά ρωσίδα νταρντάνα από το Νοβοροσίσκ, που περιποιόταν τη γριά του ρετιρέ με το εγκεφαλικό, την κυρία Μορφούλα, μια αξιέραστη το πάλαι ποτέ δέσποινα και τώρα «φυτό». Χαιρετήθηκαν, αντάλλαξαν χαμόγελα, συστήθηκαν: «Εγκώ Όλινκα! Εσύ; / Εγκώ Σωκράτης» απάντησε σπασμένα, δείχνοντας οικειότητα. Στη στιγμή ξύπνησαν μέσα του οι ευκλεείς ημέρες, τότε που δεν του ξέφευγε θηλυκό, και σκέφτηκε να «κάνει παιχνίδι» τώρα στα γεράματα για να γλιτώσει από τη μούχλα που του κατέτρωγε τα σωθικά.

Ομιλητικότατη η Όλινκα, του έδωσε ραπόρτο με τα λίγα ελληνικά της το βιογραφικό της, καταλήγοντας πως κάθε μεσημέρι γύρω στις 12 πηγαίνει στο σουπερμάρκετ. Και με αφέλεια ρώτησε: «Εσύ όκι;» «Πως, πως…», αποκρίθηκε σαν απολογούμενος ο Σωκράτης, «και εγώ κάθε μέρα πηγαίνω. Αύριο στις 12 θα είμαι εκεί»…

Στις 12 ακριβώς την άλλη μέρα, σέρνοντας το καρότσι για τα ψώνια, δρασκέλιζε την πόρτα του σουπερμάρκετ. Τη συνάντησε στο τμήμα με τα απορρυπαντικά.

Την καλημέρισε και της έκανε μια φιλοφρόνηση που εκείνη δεν κατάλαβε και τον κοίταγε ερωτηματικά με τα ανέκφραστα βοδίσια μάτια της. Ύστερα του αμόλησε γελώντας έναν χείμαρρο ρώσικα που ούτε ο Σωκράτης κατάλαβε, αλλά από τακτ γέλασε πλατιά, σαν να άκουσε το αστείο της ζωής του. Είπαν πολλά και διάφορα και πριν να χωρίσουν της πρότεινε να την ξεναγήσει στην Αθήνα. Στης Πλάκας τις ανηφοριές. Δέχτηκε.

Πέντε λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού ο γερo-Σωκράτης, ντυμένος σαν γαμπρός, την περιμένει μπροστά στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι. Και ξαφνικά κεραυνός: Τρεις συνάδελφοί του από τα παλιά, νεώτεροί του, παλιοτόμαρα και ανέκαθεν «κολλητοί» μεταξύ τους, εμφανίζονται, τον αντιλαμβάνονται, τον πλησιάζουν και τον αιφνιδιάζουν: «Ρε Σωκράτη, ζεις ακόμα; Τι περιμένεις εδώ; Καμιά γκόμενα;» ρωτάει ο ένας, ο πιο κακοήθης. Ο γέρος τα χάνει. Ψελλίζει μια δικαιολογία, αλλά βρίσκει αμέσως την αυτοκυριαρχία του και μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο λέει πόσο χάρηκε που τους είδε, προσκαλώντας τους να πάνε να τους κεράσει καμιά μπύρα. Δεν έχουν αντίρρηση και έτσι όλοι μαζί απομακρύνονται από τον τόπο του εγκλήματος. Ματαίως περίμενε η φτωχιά η Όλινκα και καθώς η ώρα περνά, πραγματικά ανήσυχη παίρνει τηλέφωνο σπίτι του να μάθει τι συμβαίνει. Η σύζυγος, συγκρατώντας τα νεύρα της, ρωτάει τι τον θέλει και γεμάτη αθωότητα η Όλινκα απαντά: «Κύριος Σωκράτης τέλει ντείξει εμένα Ατίνα πολλά». Η σύζυγος όμως την προσγειώνει: «Κύριος Σωκράτης δεν έχει τίποτα να σου δείξει. Τίποτα! Κάτι ξέρω πάνω σ’ αυτό!»…


Σχολιάστε εδώ