Η κατεδάφιση της εθνικής οικονομίας παρουσιάζεται ως «μεταρρύθμιση»!

Πίσω από τις συνταγές της δήθεν «σωτηρίας», υποκρυπτόταν ο στόχος της επιβολής του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ως νέου ιδεολογικού και οικονομικού καθεστώτος και το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας, ως δήθεν επιβεβλημένης «μεταρρυθμίσεως» για το καλό της χώρας.

Με την ίδια λογική και υστεροβουλία παρουσιάσθηκε η κρίση ως αποκλειστικά ενδογενής και αποτέλεσμα του δημοσίου χαρακτήρα μεγάλου μέρους της ελληνικής οικονομίας. Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για να ριζοβολήσει το άνθος του κακού της κομματοκρατίας και της διαφθοράς. Η κομματοκρατία όμως και η διαφθορά δεν αποτέλεσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του δημόσιου τομέα της οικονομίας.

Η πραγματική μεταρρύθμιση, που θα είχε ως στόχο την κατάλυση της κομματοκρατίας, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την προαγωγή της ευνομίας και της χρηστής διοικήσεως, δεν είχε καμιά ανάγκη από το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας και το ξήλωμα των στρατηγικών δομών της ελληνικής οικονομίας.

Εάν με το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας, διασφαλιζόταν, έστω και μερικώς, η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους, θα είχε κανείς ένα επιχείρημα και ένα άλλοθι. Είναι όμως γνωστό ότι η συμβολή τους στην αποπληρωμή του χρέους θα είναι πολύ μικρή έως ασήμαντη. Εάν συνυπολογίσει κανείς τη μόνιμη απώλεια εσόδων που θα έχει το Δημόσιο από την ιδιωτικοποίησή τους, όπως επίσης το αναπτυξιακό δυναμικό που αντιπροσωπεύουν ως δημόσιο όφελος, και τη στρατηγική σημασία που έχουν για τη χώρα, η αποτίμηση τότε είναι ακόμη πιο μικρή και προβληματική.

Οι αποκρατικοποιήσεις όμως περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο ως αναπόσπαστο μέρος της συνταγής «σωτηρίας», όπως το περίφημο άνοιγμα των επαγγελμάτων, το άνοιγμα των καταστημάτων ακόμη και τις Κυριακές, η μείωση μισθών σε τριτοκοσμικά επίπεδα και η προβολή ως πανάκειας της περιβόητης «ανταγωνιστικότητας».

Υποτίθεται ότι με την εφαρμογή της συνταγής αυτής, ανοίγει ο δρόμος για μια νέου τύπου ανάπτυξη, που θα προέλθει από τις ξένες κυρίως επενδύσεις. Προεξοφλείται ότι αυτοί που κηδεμονεύουν, τη συνταγή «σωτηρίας» με τον ισχυρότερο ρόλο που διαδραματίζουν στη δανειοδότηση της χώρας για την πληρωμή των βραχυπρόθεσμων χρεών και τοκοχρεολυσίων της, θα εξασφαλίσουν και τη μερίδα του λέοντος στον ξένο οικονομικό έλεγχο της χώρας.

Ο μέχρι τώρα απολογισμός της καταστάσεως είναι θλιβερός και εξόχως διδακτικός. Η χώρα δεν μπορεί να βγει από το αδιέξοδο και τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρίσκεται, χωρίς νέα περικοπή του δημοσίου χρέους και εξωτερική αναπτυξιακή βοήθεια.

Εάν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, θα μπορούσε να καταφύγει σε μια πληθωριστική αναπτυξιακή πολιτική, με την ελπίδα ότι η ανάπτυξη θα επέτρεπε στη συνέχεια τη σταδιακή μείωση του πληθωρισμού και την επιστροφή σε μια ισορροπία. Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν επίσης δεδομένος ο εθνικός έλεγχος των εισαγωγών και μια σχετική προστασία της εθνικής παραγωγής σε όλους τους τομείς.

Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει πόσο μεγάλη είναι, παραλλήλως προς την εσωτερική, η εξωτερική διάσταση της κρίσεως και οι συνέπειες που έχει, ιδιαίτερα για τις πιο αδύναμες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, η κατεύθυνση που ακολουθεί και η πολιτική λιτότητας που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η παροχή ρευστότητας ήταν προηγουμένως αρμοδιότητα της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας κάθε χώρας. Σήμερα είναι ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μια κατ’ εξοχήν κυριαρχική αρμοδιότητα υπάγεται σε μια υπερεθνική εξουσία, η οποία, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, επιβάλλει όρους που παραπέμπουν σε ιδεολογική πολιτική και αντίστοιχο πρόγραμμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Μνημόνιο.

Ποιο είναι το αναγκαίο αντίβαρο στη μεγάλη αυτή παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε μια υπερεθνική αρχή; Η προσδοκία ότι το κοινό νόμισμα θα επιτάχυνε την πορεία προς την πολιτική ένωση και θα εμβάθυνε την αρχή της κοινής αναπτύξεως και της αλληλεγγύης.

Ξέρουμε όμως όλοι τι έγινε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να προχωρήσει προς την πολιτική ένωση, ταυτίσθηκε μ’ ένα ακραίο νεοφιλελευθερισμό και με την παγκοσμιοποίηση, που υποσκάπτουν την πολιτική ένωση και καθιστούν ανέφικτη την κοινή ανάπτυξη και την αλληλεγγύη. Πως μια χώρα – μέλος θα δώσει προτεραιότητα στην κοινή ανάπτυξη και την αλληλεγγύη, όταν ταυτοχρόνως, καλείται ν’ ανταγωνισθεί τις άλλες χώρες μέλη και τις τρίτες χώρες στην παγκόσμια αγορά; Λογικά, θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή

Ένωση να διαχωρίζει τις χώρες – μέλη από τις τρίτες χώρες, μ’ ένα όριο, το οποίο θα προστάτευε την κοινή ανάπτυξη, το κοινωνικό κράτος και το επίπεδο ζωής όλων των ευρωπαϊκών λαών. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με την ιδεολογία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και με την παγκοσμιοποίηση, που επιδιώκει εξʼ ορισμού τη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς.

Τις συνέπειες της πολιτικής αυτής τις πληρώνουν πρώτες οι λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες – μέλη. Οι χώρες αυτές βλέπουν να εκτοπίζονται, σε παραδοσιακά προϊόντα, από τις ευρωπαϊκές αγορές και να χάνουν ακόμη και τη δική τους εσωτερική αγορά. Το εμπορικό τους ισοζύγιο ανατρέπεται και τροφοδοτεί την αλματώδη αύξηση του χρέους. Η εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής στρατηγικής καθίσταται ανέφικτη, εφόσον με την ακραία διεθνή φιλελευθεροποίηση, την έλλειψη εθνικού νομίσματος και την έκθεση στη διεθνή κερδοσκοπία, ο εθνικός έλεγχος της οικονομίας είναι άκρως προβληματικός, αν όχι αδύνατος.

Λογικά και στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να έρθουν οι ευρωπαϊκές κοινές πολιτικές για ν’ αντικαταστήσουν τις εθνικές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, ανέλαβε ρόλο πρωταγωνιστή του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού χωρίς να έχει ολοκληρώσει προηγουμένως την εξέλιξή της σε πραγματική πολιτική Ένωση. Η ελληνική κρίση είναι εξόχως παραδειγματική της ευρωπαϊκής αυτής παράλογης καταστάσεως. Η πίστη ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει από το αδιέξοδο αυτό με «μεταρρυθμίσεις» ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου της χώρας, είναι φρούδες και πολύ επικίνδυνες για το εθνικό μέλλον της χώρας.


Σχολιάστε εδώ