Το εύγλωττο κυπριακό μήνυμα διακομματικού ιστορικού συμβιβασμού

Ή τουλάχιστον κοινού και συντονισμένου αγώνα προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάτι που βεβαίως δεν αποτελεί άγνωστη εμπειρία για τους Κυπρίους.

Η διακομματική δηλαδή συνεννόηση που, υπερβαίνοντας τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, δημιουργεί συνθήκες αποτελεσματικότερων πολιτικών και τελεσφόρων αντιστάσεων έναντι των αδυσώπητων κινδύνων που αναδύονται.

Αντιθέτως, τέτοια διακομματική προσέγγιση αποτελεί μέρος της κυπριακής πολιτικής κουλτούρας, παρά τα ενίοτε υφέρποντα διχαστικά σύνδρομα.

Το ΑΚΕΛ είναι ορθόδοξο κομμουνιστικό κόμμα, με αυτόνομα θα λέγαμε κυπριακά χαρακτηριστικά. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός, από την άλλη (που σήμερα κυβερνά), συνιστά την καθαρόαιμη Κεντροδεξιά, με σαφώς φιλελεύθερες συντεταγμένες. Αυτό που οδηγεί στη στάση που διετύπωσαν προ μερικών ημερών οι επικεφαλής των δύο πολιτικών (και ιδεολογικών) σχηματισμών είναι η εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη ενότητα, προκειμένου αφενός ν’ αποτραπεί οριστική κατάρρευση – ως αποτέλεσμα όσων αίφνης ανέκυψαν με πτωχευτική δυναμική για την Κύπρο. Και αφετέρου να ενεργοποιηθούν στρατηγικές παλινορθώσεων. Ξέροντας δηλαδή και οι μεν και οι δε, ότι:

• Τυχόν απευκταία καταστροφή -της οποίας το φάσμα πλανάται απειλητικό- δεν θα είναι ασφαλώς επιλεκτική. Δεν θα ξεχωρίζει αριστερούς και δεξιούς ή κεντρώους.

Κι αυτό ακριβώς επενεργεί κατά τρόπο που μεταφράζεται σε σώφρονες επιλογές ενός αδήριτου ιστορικού συμβιβασμού.

Ή τουλάχιστον σε αποποίηση της πεπατημένης τακτικής (και πρακτικής) των αναπαραγομένων οξύνσεων. Που, στην περίπτωση της Κύπρου, θ’ απέβαινε με μαθηματική βεβαιότητα μοιραία συνταγή με προβλεπτώς ολέθρια παράγωγα.

Τα οποία και θα εισπραχθούν με προφανή βαναυσότητα οσονούπω.

Η αλήθεια είναι ότι σε όλη τη μακρά διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών, λόγω κυρίως του Κυπριακού ως μείζονος εθνικής προτεραιότητος, οι δύο μεγάλοι σχηματισμοί Αριστεράς – Δεξιάς (αλλά και οι άλλοι ενδιάμεσοι χώροι) κινήθηκαν πάντα, εκόντες ή άκοντες, με γνώμονα μια δεδομένη (ελάσσονα έστω) συναντίληψη. Στην οποία ήσαν τελικά καταδικασμένοι να συμπράττουν, παρά τις επιμέρους διαφορές και αποτιμήσεις ως προς θέματα και τακτικής και στοχοθεσίας. Γιατί πέραν αυτών, ελλοχεύει συνεχώς ο έσχατος κίνδυνος, με όρους έως και κρατικής αναιρέσεως. Που σήμερα δυστυχώς ανατάσσεται κι αποκτά κάποιες άλλες εξίσου κακοήθεις διαστάσεις, με φαινόμενα οικονομικής αποσαθρώσεως.

Ανεξαρτήτως αιτίων, αλλά και υπαιτίων. Αυτά γι’ αργότερα, γιατί προέχουν όχι τόσο οι ευθύνες για ό,τι έγινε, όσο το δέον γενέσθαι.

Αυτές οι συνοπτικές αναφορές (κι εν πολλοίς απλουστευτικές προσεγγίσεις του κυπριακού γίγνεσθαι) μπορεί ν’ αποβούν νομίζουμε χρήσιμος δείκτης όσον αφορά και τα του μητροπολιτικού ελληνικού χώρου.

Του άλλου δηλαδή κρατικού πυλώνα του Ελληνισμού, που βιώνει δεινές δοκιμασίες. Περνώντας «διά πυρός και σιδήρου». Και με άδηλες ακόμη προοπτικές, στις οποίες εγκυμονούνται και τα χειρότερα. Μέσα σε κλίμα όπου επιλιπαίνονται κι αναρριπίζονται συγκρουσιακές δυναμικές κι εκδηλώνονται έως κι εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα. Καίριοι δηλαδή συντελεστές διαλυτικών ροπών και ταυτοχρόνως προϋποθέσεις εθνικών αποδομήσεων! Ό,τι δηλαδή και να συμβαίνει -και πέραν ευθυνολογικών αναμηρυκασμών όσον αφορά παθογένειες και αγκυλώσεις- εάν δεν βρεθεί αμέσως κοινός τόπος στον οποίον να συγκλίνουν ιδεολογικές τάσεις και κομματικές επιλογές, το μέλλον θα είναι ζοφερό. Και η κακοήθης νεοπλασία θ’ αποσαθρώνει το εθνικό γίγνεσθαι. Αποδομώντας δυνατότητες. Εκφυλίζοντας αντιστάσεις. Και ακυρώνοντας προοπτικές.

Ιδού το καθαυτό ενδοελληνικό πρόβλημα, πέραν των εκδηλωμένων κακοδαιμονιών που εισπράττονται από τον μέσο Έλληνα ως βάναυση καθημερινότητα. Και που σε άλλα επίπεδα οδηγεί σε κίνδυνο εθνικής απαξιώσεως.


Σχολιάστε εδώ