ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γι’ αυτό και ο λαός τις ανακοινώσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων δεν τις λαβαίνει σοβαρά υπόψη και μάλιστα προσπαθεί να τις περιγράψει με χιούμορ.

Με χιούμορ που πολλές φορές σπάει κόκαλα και υποβιβάζει τη σοβαρότητα των όσων η κυβέρνηση ανακοινώνει. Έτσι την εβδομάδα που πέρασε, στο θέμα των αποδείξεων για τις οικογενειακές δαπάνες, πάλι ξανά η απόφαση τροποποιήθηκε για μία ακόμη φορά.

Η κυβέρνηση ουσιαστικά επιθυμεί αυτές οι δαπάνες να μην έχουν απολύτως καμία ευνοϊκή επίπτωση στη φορολογική μεταχείριση των πολιτών. Και τώρα απαιτούν ξεχωριστές αποδείξεις δαπανών για το σύζυγο και διαφορετικές για τη σύζυγο. Βέβαια οι αποδείξεις ορισμένων δαπανών εύκολα διαχωρίζονται, αλλά άλλων δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν. Και δεν αποκλείεται αυτή η αδυναμία να αξιοποιηθεί από την ανάξια αυτή κυβέρνηση σε βάρος των φορολογουμένων.

Γιατί γίνεται πλέον φανερό ότι προσπάθεια της κυβέρνησης είναι να προκαλέσει αύξηση του φορολογικού βάρους, βρίσκοντας χίλιες δυο αφορμές για να αυξήσει το απεχθές αυτό βάρος. Και θεσπίζει πρόστιμα με γελοίες προφάσεις. Νομοθετεί ένα πολυδαίδαλο και αλλοπρόσαλλο φορολογικό νόμο με χίλιες δυο περιπτώσεις σε κάθε θέμα και λεπτομερείς εξαιρέσεις, που τελικά δεν μπορείς να καταλάβεις ποιο είναι το αληθές περιεχόμενου του νόμου και σε ποιο φορολογικό αποτέλεσμα καταλήγει. Αυτές είναι οι σαφές λύσεις στις οποίες καταλήγει η πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών στο πλαίσιο της τάχα φορολογικής μεταρρύθμισης. Με ένα τέτοιο σαθρό και γελοίο φορολογικό σύστημα δεν είναι δυνατόν να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις, είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό, προκειμένου να πετύχουμε την πολυπόθητη από όλους μας ανάπτυξη.

Όμως, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει, η ανάπτυξη δεν μπορεί ποτέ να συμβαδίσει με τη δημοσιονομική εξισορρόπηση και τη λιτότητα.

Η μέθοδος την οποία ακολουθεί η Ευρωζώνη για να πετύχει ανάπτυξη είναι εσφαλμένη. Και αυτό οφείλεται στις εμμονές της πολιτικής της Μέρκελ. Οι οπαδοί της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έχουν εφεύρει ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται σε συλλογική προσπάθεια των κρατών. Όμως η οικονομία κάθε κράτους έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και χρειάζεται επομένως το δικό της αναπτυξιακό μοντέλο. Επί όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα θα βρίσκεται στην Ευρωζώνη, και μάλιστα κάτω από καθεστώς αυστηρής επιτήρησης και με σκιώδη κυβέρνηση, δεν θα μπορέσει ποτέ της να πετύχει ανάπτυξη.

Όμως, πέραν αυτού, υπάρχει και η απόκρυφη απόφαση της κυβέρνησης να καταφέρει να καλύψει τα ελλείμματα, που προκάλεσαν εσφαλμένες πολιτικές και κακόβουλες διαχειρίσεις του δημοσίου χρήματος, με μέτρα ενάντια στα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα.

Με το σκεπτικό αυτό, όλοι οι χρηματικοί πόροι που περισσεύουν χρησιμοποιούνται για να βουλώνουν τις τρύπες που δημιουργήθηκαν από εσφαλμένες επιλογές και από καταχρήσεις σε βάρος της δημόσιας περιουσίας.

Η Ελλάδα περιφέρει ανά τας Ευρώπας το δίσκο της επαιτείας, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να αντλήσει χρηματικούς πόρους από αυτούς που καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα ή κατάφεραν να αποφύγουν τη φορολόγησή τους. Από τη Λίστα Λαγκάρντ η Ελλάδα δεν κατάφερε να εισπράξει ούτε ένα ευρώ ακόμη, ενώ άλλα κράτη εισέπραξαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Εδώ οι αρμόδιοι αντί να κυνηγήσουν αυτούς που πλούτισαν παράνομα και έχουν τα κλεμμένα σε λογαριασμούς του εξωτερικού, ασχολήθηκαν με το εάν είναι νόμιμη η αξιολόγηση της λίστας Λαγκάρντ. Και τελικά θεώρησαν ότι δεν είναι νόμιμη, διότι είναι ιδιωτικό έγγραφο και δεν φέρει αριθμό πρωτοκόλλου! Τους μάρανε η έλλειψη αριθμού πρωτοκόλλου, για να διεκδικήσουν τα συμφέροντα του Δημοσίου. Και τελικά κατέφυγαν σε μέτρα εξόντωσης του ελληνικού λαού. Όσο θα συνεχίζεται αυτή η εισοδηματική αφαίμαξη των πολιτών, τόσο η ύφεση θα βαθαίνει και η ανάπτυξη θα απομακρύνεται. Τα περί ανάπτυξης θα τα ακούμε τώρα από το στόμα του πρωθυπουργού και δεν θα τη βλέπουμε ποτέ.

Το θέμα της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές έγινε και αυτό σίριαλ, με τις συνεχείς τροποποιήσεις. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι οι συνδικαλιστικοί φορείς του εμπορίου καταδίκασαν την απόφαση αυτή ως επιζήμια για την οικονομία.

Το υπουργείο Ανάπτυξης έχει διαφορετική γνώμη και υποστηρίζει ότι το άνοιγμα των καταστημάτων και τις Κυριακές διευκολύνει τους τουρίστες να ψωνίσουν και δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Από την πλευρά των ελλήνων καταναλωτών δεν θα υπάρξει αύξηση των αγορών τους. Δεν είναι η αργία της Κυριακής που εμποδίζει τους Έλληνες να ψωνίσουν. Είναι η έλλειψη εισοδήματος και η υπερβολικά σημαντική μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Επομένως από αυτή την πλευρά το εμπόριο δεν έχει να ωφεληθεί τίποτε.

Απλώς, όπως τονίζουν και οι κλαδικοί φορείς του εμπορίου, ο τζίρος της Κυριακής θα προέλθει από τη μείωση του τζίρου των υπόλοιπων ημερών. Από την πλευρά των ξένων τουριστών θα αυξηθούν οι πωλήσεις σε ορισμένους κλάδους, χωρίς αυτό να μπορεί να καλύψει το εργατικό κόστος από τη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών και κατά την Κυριακή. Επ’ αυτής της αντιγνωμίας, που παρατηρείται στους αρμόδιους φορείς, η κυβέρνηση υποχώρησε και η κατάργηση της Κυριακής αργίας δεν θα είναι υποχρεωτική. Και ακόμη έχουμε άλλη μια παλινωδία: Την απόφαση για το άνοιγμα της Κυριακής θα τη λαβαίνει ο αρμόδιος κατά τόπο περιφερειάρχης και όχι η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης. Λόγω αντικρουόμενων απόψεων και στο θέμα αυτό θα έχουμε το γράψε-σβήσε.

Αλλά το φαιδρό της υπόθεσης είναι ότι αυτό το θέμα ο αρμόδιος υπουργός το θεωρεί ότι είναι βασικός παράγων ανάπτυξης. Και μαζί με τη μείωση του ΦΠΑ της εστίασης, βλέπουν στην κυβέρνηση ότι η ελληνική οικονομία θα οδηγηθεί σε ανάκαμψη.

Και το πιο μελανό σημείο της κυβερνητικής συμπεριφοράς είναι ότι πολέμησε για τη μείωση του ΦΠΑ της εστίασης και εγκατέλειψε εντελώς το θέμα της υπερβολικής φορολόγησης του πετρελαίου θέρμανσης. Εκεί θα έπρεπε η κυβέρνηση να δώσει τη μάχη, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν και οι άνθρωποι του λαού το πρόβλημα της θέρμανσής τους κατά τους χειμερινούς μήνες.

Η αναλγησία της κυβέρνησης απέναντι στο δράμα του λαού αποδεικνύεται και από την έλλειψη ενδιαφέροντος για τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου θέρμανσης, που έχει προκαλέσει σχεδόν τον διπλασιασμό της τιμής πώλησής του.

Η κατρακύλα της κυβέρνησης αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο κ. Σαμαράς έβγαλε διάγγελμα για το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση! Λες και ήταν κανένα εθνικό θέμα που το κέρδισε η Ελλάδα και ήθελε να το αναγγείλει στο λαό.

Και τώρα ας σχολιάσουμε και ένα γεγονός της επικαιρότητας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας απηύθυνε διάγγελμα στον ελληνικό λαό, με την ευκαιρία της αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 και τη λήξη του δικτατορικού καθεστώτος. Στο διάγγελμά του αυτό ο Πρόεδρος, εμμέσως πλην σαφώς και σε διπλωματική γλώσσα, υπογραμμίζει την αποδυνάμωση της δημοκρατίας στα τελευταία χρόνια. Και δεν έχει καθόλου άδικο.

Οι θεσμοί που χαρακτηρίζουν ένα αμιγώς δημοκρατικό πολίτευμα υπάρχουν βέβαια και στην Ελλάδα, αλλά είτε υπολειτουργούν είτε έχουν καταστεί διακοσμητικά στοιχεία του πολιτεύματος. Οποιονδήποτε θεσμό και αν ερευνήσει κανείς, θα δει ότι έχει πλέον σταματήσει να λειτουργεί κατά δημοκρατικό τρόπο. Η κυβέρνηση στην ουσία δεν υπάρχει. Απλώς είναι για να διεκπεραιώνει τις αποφάσεις εξωθεσμικών ξένων ή ντόπιων οργάνων.

Η Βουλή στην ουσία, ως όργανο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της κυβέρνησης, δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνο για να θεσμοθετεί και να νομιμοποιεί τις αποφάσεις της «τρόικας». Ψηφίζει νομοσχέδια με αντιλαϊκά μέτρα, γιατί απλούστατα αυτή η Βουλή δεν ψηφίζεται από το λαό. Επιδοτείται το πρώτο κόμμα με έδρες που δεν τις κέρδισε. Και οι βουλευτές δεν εκλέγονται, αλλά διορίζονται από τον κομματικό μηχανισμό και τον αρχηγό του κόμματος. Είναι Βουλή αντιδημοκρατική, που προσβάλλει την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Οι κυβερνήσεις από το 2011 και μετά δεν σέβονται πλέον ούτε το Σύνταγμα ούτε τις δικαστικές αποφάσεις που δεν είναι σύμφωνες με το κομματικό συμφέρον της κυβέρνησης.

Προσπαθούν να βρουν τρόπους και το Σύνταγμα να το φέρουν στα μέτρα τους, όπως έγινε με τη «βιομηχανία» έκδοσης Προεδρικών Διαταγμάτων Νομοθετικού Περιεχομένου και τις δικαστικές αποφάσεις να τις νοθεύσουν με διάφορα νομικίστικα τρικ, όπως έγινε με το θέμα της κατάργησης της ΕΡΤ.

Για την αποδόμηση του δημοκρατικού μας πολιτεύματος φέρει ένα ποσοστό ευθύνης και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος από τηρητής του Συντάγματος και εγγυητής της δημοκρατίας έφτασε εσχάτως να νομιμοποιεί όλες τις πράξεις της κυβέρνησης, αδιαφορώντας εάν παραβιάζεται το πνεύμα της δημοκρατίας.

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι σήμερα δεν είναι σε κίνδυνο μόνο η οικονομία και η ανθρώπινη διαβίωση των ελλήνων πολιτών. Σε κίνδυνο επίσης σοβαρό βρίσκεται και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.

Αυτή η γενική κατρακύλα πρέπει να σταματήσει, καθώς αποτελεί εκρηκτικό μείγμα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της εσωτερικής ομαλής μας διαβίωσης.


Σχολιάστε εδώ