Οι Βούλγαροι στο δρόμο κατά των ολιγαρχών
Διατυπώνονται πλέον, από παντού, σοβαροί φόβοι για τις μελλοντικές εξελίξεις στη γείτονα και ο διεθνής παράγοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι σε συνεργασία και δημόσια, ενώ Αμερικανοί και Βρετανοί από τα παρασκήνια, κινητοποιούνται πλέον εντατικά.
Και η Αθήνα; Η πάλαι ποτέ «ηγέτιδα δύναμη» των Βαλκανίων είναι απούσα από τις εξελίξεις σε ένα χώρο ζωτικό όχι μόνο για τα συμφέροντα αλλά και για αυτή ακόμη την ασφάλεια της χώρας μας. Είναι εντυπωσιακός ο βαθμός στον οποίο καταλυτικές πολιτικές εξελίξεις, μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, δε φαίνεται να απασχολούν κανένα στην Αθήνα, πολιτικούς, διπλωμάτες, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς. Σε μια συγκυρία όπου τα χρήματα έχουν στερέψει και οι μεγαλοϊδεατισμοί έχουν διαψευσθεί, η Βαλκανική είναι πλέον ένα δύσκολο, καθόλου ελκυστικό πεδίο που απαιτεί δουλειά, σοβαρότητα, γνώση και νέες ιδέες. Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αλλά και όσοι είναι διαχρονικά υπεύθυνοι για την ελληνική εξωτερική πολιτική, στοιχίζονται πίσω από μια υποτιθέμενη κοινή πολιτική της ΕΕ στην περιοχή που σχεδιάζουν άλλοι. Ιδιωτικά προφασίζονται την αδυναμία της χώρας μας, λόγω της οικονομικής κρίσης, να παίξει ρόλο στην περιοχή. Μέχρι να μας προλάβουν οι εξελίξεις, για μια ακόμη φορά, και να τρέχουμε και να μη φτάνουμε.
Το ιστορικό της κρίσης
Στη Βουλγαρία τα πρώτα δείγματα της κρίσης φάνηκαν το Φεβρουάριο, όταν οι πολίτες βγήκαν στο δρόμο και προκάλεσαν την πτώση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης Μπορίσοφ. Ένα ακατανόητο πρόγραμμα λιτότητας (η Βουλγαρία έχει το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο στην ΕΕ και οι δημοσιονομικοί της δείκτες δεν είναι προβληματικοί) και η κατακόρυφη αύξηση των τιμών σε αγαθά κοινής ωφέλειας ήταν οι αφορμές και πρωταγωνιστές στις διαδηλώσεις οι φτωχότεροι του πληθυσμού. Στις 14 Ιουνίου, η νέα κυβέρνηση που προέκυψε από τη συμμαχία των Σοσιαλιστών και του κόμματος της τούρκικης μειονότητας διόρισε ως επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (η οποία είναι υπεύθυνη όχι μόνο για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της Βουλγαρίας αλλά και για την πάταξη της μαφίας) έναν γνωστό «ολιγάρχη», τον Ντέλιαν Πεέφσκι, ο οποίος είχε εκπέσει από κυβερνητική θέση στο παρελθόν εξαιτίας κατηγοριών για διαφθορά και εκβιασμό, γόνο οικογένειας που ελέγχει το μεγαλύτερο κομμάτι των βουλγαρικών ΜΜΕ και είναι γνωστή για τις σχέσεις της με τη Μαφία. Οι πολίτες βγήκαν στο δρόμο ξανά, αυτή τη φορά νεότεροι σε ηλικία, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και κατά κύριο λόγο προερχόμενοι από τη μεσαία τάξη. Η ανάκληση του διορισμού του Πεέφσκι δεν ικανοποίησε τους διαδηλωτές, οι οποίοι επιμένουν να ζητούν την παραίτηση της κυβέρνησης και το τέλος της βασιλείας των ολιγαρχών στη Βουλγαρία.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και ενώ τη διεθνή προσοχή μονοπωλούσε ο εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία, στη Σόφια έγινε η μετάβαση σε δημοκρατικό καθεστώς, με κομμάτια της πρώην κομμουνιστικής υπηρεσίας ασφαλείας και μια νεοσύστατη ντόπια μαφία με δεσμούς με τη Ρωσία να παίρνουν υπό τον έλεγχο τους τα σημαντικότερα κομμάτια της βουλγαρικής οικονομίας. Έκτοτε η χώρα είναι δέσμια του συστήματος αυτού, το οποίο στην ουσία κυβερνά τη Βουλγαρία και συσσωρεύει τεράστιο πλούτο καταληστεύοντας κράτος και πολίτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση γνώριζε καλά την κατάσταση πριν δεχθεί τη Βουλγαρία ως κράτος-μέλος, το 2007, αλλά υπήρχε η ελπίδα ότι η συμμετοχή στην Ένωση και οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν θα έσπαγαν το γόρδιο δεσμό. Αυτό που αντίθετα συνέβη είναι ότι οι όποιες μεταρρυθμίσεις ήταν προσχηματικές, το σύμπλεγμα πολιτικών-μαφίας-πρώην υπηρεσιών ασφαλείας προσαρμόστηκε έτσι ώστε οι δραστηριότητές του να παρουσιάζονται ως σύννομες, και στους πόρους που καταληστεύει προστέθηκαν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Όλα έβαιναν καλώς, ως τη στιγμή που ο γνωστός για την υπομονή και τη στωικότητά του βουλγαρικός λαός αποφάσισε να πει «ως εδώ». Αυτή τη στιγμή στη Βουλγαρία το 60% του πληθυσμού υποστηρίζει τους διαδηλωτές και οι πολίτες κατεβαίνουν κάθε μέρα κατά χιλιάδες στο δρόμο με τη συνειδητοποίηση ότι πολεμάνε τη μαφία που κυβερνά τη χώρα τους, όπως φωνάζουν και στα συνθήματα τους. Η κυβέρνηση αρνείται να παραιτηθεί, ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα λυθεί μαγικά από μόνη της και η αντιπολίτευση νομίζει ότι μπορεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από τις εξελίξεις. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού θεωρεί το σύνολο των βουλγάρων πολιτικών εξαγορασμένους. Η αστυνομία έχει δείξει μέχρι στιγμής αυτοσυγκράτηση, για να μην υπάρξουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η πολιορκία όμως του βουλγαρικού Κοινοβουλίου το βράδυ της Τρίτης και η «ομηρεία» υπουργών και βουλευτών για 8 ώρες, δείχνει ότι, όσο δεν προσφέρεται κάποια διέξοδος, ο κίνδυνος το κίνημα των διαδηλώσεων να αποκτήσει ολοένα και βιαιότερο χαρακτήρα μεγαλώνει.
Υπάρχει διέξοδος;
Το πρόβλημα μέχρι τώρα είναι ότι το βουλγαρικό κίνημα διαμαρτυρίας δεν έχει αποκτήσει κάποια ενιαία πολιτική έκφραση ή συγκεκριμένα αιτήματα πέραν αυτού, της παραίτησης της κυβέρνησης. Παρά την κυριαρχία μιας νεότερης, μορφωμένης, δυτικότροπης γενιάς, αποτελείται από πολλές και διαφορετικές ομάδες. Υπάρχουν συνεχείς πολιτικές ζυμώσεις, στις οποίες η ΕΕ, η Γερμανία και η Γαλλία, των οποίων οι πρέσβεις υπέγραψαν κοινό άρθρο στον Τύπο που υποστήριζε τους διαδηλωτές, η ΗΠΑ και η Αγγλία περισσότερο παρασκηνιακά, συμμετέχουν ενεργά και αναζητούν λύση. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν βέβαιες τις νέες εκλογές, είτε το φθινόπωρο είτε την άνοιξη ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές. Γίνονται προσπάθειες για τη δημιουργία ως τότε μιας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, με τεχνοκρατικό χαρακτήρα, που θα έχει στόχο να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, να εξυγιάνει τη δικαιοσύνη, και να βάλει τους κανόνες που θα αποκόψουν τους δεσμούς ανάμεσα στους ολιγάρχες και την πολιτική τάξη και θα δώσει χρόνο στα νέα κινήματα που ξεπήδησαν από τις συνεχιζόμενες διαδηλώσεις να οργανωθούν πολιτικά.