Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Είναι από αρχαιοτάτων χρόνων γνωστό πως προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί ένα στρατιωτικό κίνημα είναι να διαθέτει ο κινηματίας υπό τας διαταγάς του… στρατό. Τότε, και μόνον τότε, ένας στρατιωτικός, ανεξαρτήτως βαθμού και θέσης του στην επετηρίδα, εάν «το έχει η κούτρα του» το κουβεντιάζει με άλλους που και αυτωνών το έχει η κούτρα και με άρτιο σχεδιασμό προχωρούν στη δράση.

Δεύτερη εξίσου σοβαρή προϋπόθεση είναι ο πραξικοπηματίας να διαθέτει κύρος και επιβολή στο στράτευμα, να έχει αυτό που λένε «στόφα ηγήτορος» και ειδικά υψηλό γόητρο. Διότι αν είναι «υποκείμενο γελοίο», ένας χάχας, αυτό που λένε οι Πόντιοι «τιριρίμ γαϊτανά», μπορεί την καθορισμένη «ώρα Ω» να διατάξει «όπλα, μπαλάσκες και στη γραμμή» και οι οπλίτες σαν πειθαρχικοί με υψηλό φρόνημα στρατιώτες να στοιχηθούν, αλλά όταν αρχίσει να τους εξηγεί πως θα επέμβουν «κατά ελλοχεύοντος εχθρού», επικαλούμενος απαραιτήτως το ρωμαϊκό «Salus populi suprema lex esto», διατρέχει τον κίνδυνο, αν είναι μάπας, να πάρει εν χορώ από τους εν αναπαύσει παρατεταγμένους φαντάρους την ελληνικότατη απάντηση «Α, πάγαινε ρε» και να γελάσουν μαζί του κι οι κότες, απαξιώνοντάς τον μαζί με το σαλπιγκτή που θα σαλπίζει «Προχωρείτε, προχωρείτε κι ένας νους φωτεινός κυβερνά…».

Και όμως υπήρξε περίπτωση στη μακραίωνα ελληνική Ιστορία, «κάποιοι» που ούτε στρατιωτικοί ήσαν, ούτε εμμέσως στρατεύματα επηρέαζαν, ούτε μπολσεβίκοι ή αναρχικοί ήσαν, αλλά συγκρότησαν εν τούτοις με τα μέλη της οικογενείας τους ένοπλη ομάδα, κατέλυσαν τις αρχές, συνέλαβαν αιχμαλώτους και επικράτησαν απ’ άκρου εις άκρον, για… προσωπικούς λόγους. Το πραξικόπημα που ανατάραξε ολόκληρη την Ελλάδα, διεπράχθη στην εύανδρο νήσο Σάμο, επίλεκτα τέκνα της οποίας ήσαν οι «επαναστάτες με αιτία» αδελφοί Γιαγά και πρέπει να είναι το μοναδικό παρόμοιο γεγονός εις τας δέλτους της παγκόσμιας κινηματολογίας.

Διαβάζοντας το περιστατικό σε ένα από τα βιβλία με την «Ιστορία μιας εικοσαετίας» του Φοίβου Ν. Γρηγοριάδη, υποκύψαμε στον πειρασμό να αφηγηθούμε με «δικά μας λόγια» το εγχείρημα.

Βρισκόμαστε στην εποχή που η Ελλάδα είναι χωρισμένη σε δύο αλληλομισούμενες παρατάξεις: Τους Βενιζελικούς, του Ελευθερίου Βενιζέλου που τους αντιμάχονται οι Βασιλικοί. Μέσα σ’ εκείνο το οξύ κλίμα, λογικό ήταν οι απλοί πολίτες να τάσσονται «λόγω, έργω ή διανοία» με τους μεν ή με τους δε, ανάλογα με τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις και ενίοτε με τις επικρατούσες τάσεις, χωρίς να είναι εξ ίσου λογικό βέβαια, κάθε φορά που επικρατεί η μια παράταξη να προβαίνει σε απηνείς διώξεις των πολιτικών της αντιπάλων, δίχως να μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως οι καινούργιοι διωκόμενοι ήσαν αθώοι από πολλά παρατράγουδα σε βάρος των σημερινών διωκτών τους. Ήταν μια… «καθεστηκυία τάξις» που επικρατούσε κυρίως στην πρωτεύουσα, χωρίς να υστερεί σε αναμπουμπούλα, υπό… κλίμακα, η επαρχία, ή τα νησιά. Έτσι ο «διχασμός» το 1916 έφτασε και στη Σάμο όπου απλώθηκε εν σμικρύνσει το ανάλογο πατιρντί.

Τη Σάμο διαφέντευε πολιτικά ο βενιζελικός Θεμιστοκλής Σοφούλης, ευφήμως γνωστός για την πίπα του, το χιούμορ του και την πραότητά του. Αντίθετα οι συμπατριώτες του αδελφοί Γιαγά, ήσαν πολιτικά δρώντες αντιβενιζελικοί ολιγότερον ευφήμως, αλλά πάντως γνωστοί για την παλικαριά και το φανατισμό τους που υλοποιούσαν σύμφωνα με το δόγμα «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος!» Επειδή τα χρόνια εκείνα οι αντιπαραθέσεις δεν γίνονταν με τη φλεγματώδη διάθεση ανταλλαγής επιχειρημάτων διανθισμένων με «τσιτάτα», το δε λεχθέν από τον Θεμιστοκλή: «Πάταξον μεν, άκουσον δε» ετηρείτο μεν σχολαστικά, αλλά ελαφρώς συντετμημένο, με απαλειφή της προστακτικής «άκουσον» του ρήματος ακούω. Οι Γιαγάδες τις ακαταμάχητες απόψεις τους τις επέβαλαν, κάνοντας μαύρο, σαν οθόνη της ΕΡΤ, το μάτι των αντιπάλων τους. Για τους λόγους αυτούς και πολλούς άλλους παρεμφερείς, τα αδέλφια χαρακτηρίσθηκαν «ληστρική συμμορία» από την παράταξη που κυβερνούσε κάποια στιγμή, οπότε είπαν «το Δεσπότη-Παναγιώτη» κατά το κοινώς λεγόμενο.

Τα χρόνια περνούσαν με δόξες και θριάμβους. Η Ελλάδα των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» τα… θαλάσσωσε στη στεριά της Ανατολίας. Επακολούθησαν η Μικρασιατική Καταστροφή, οι πρόσφυγες, οι χαμένες πατρίδες και η αλλαγή πολιτεύματος. Αλλά παρά το αίμα, τα δάκρυα και όλα τα δεινά, ο διχασμός παρέμενε διχασμός, αν και με τη δοθείσα αμνηστία από την επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά, έγινε προσπάθεια να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να πάψουν οι Έλληνες να τρώγονται με τα ρούχα τους. Κατ’ εφαρμογήν όμως του διαχρονικού «πλην Λακεδαιμονίων», δύο επίλεκτα μέλη της οικογενείας Γιαγά, παρά την αμνηστία, καλούνται να δικασθούν…

Με το «κλητήριον θέσπισμα» στο χέρι, συσκέπτονται οι κατηγορούμενοι επί του πρακτέου. Καθώς δε τα συμπεράσματά τους συγκλίνουν πως «Αυτό δεν είναι κράτος», αποφασίζουν ομοφώνως να το καταργήσουν. Απευθύνονται αμ’ έπος αμ’ έργον σε μερικούς ευέξαπτους ομοϊδεάτες συμπατριώτες τους και συγκροτούν εν τω άμα ένοπλη ομάδα. Την ίδια νύχτα, ακολουθώντας τις θεωρίες περί αιφνιδιασμού των Κλαούζεβιτς και Μόλτκε, επιτίθενται στον Αστυνομικό Σταθμό Μαθαροκάμπου, τον καταλαμβάνουν, συλλαμβάνουν αιχμαλώτη τη δύναμη που τον επάνδρωνε και χωρίς να χάσουν στιγμή συνεχίζουν την ακάθεκτη προέλασή τους προς το Καρλόβασι. «Πατούν» την υποδιοίκηση Χωροφυλακής με τους λίγους χωροφύλακες («μπασκίνες» κατά την ορολογία της εποχής) της δύναμής του και ισχυροποιούνται με την προσέλευση και την κατάταξη εθελοντών. Γεμάτοι ενθουσιασμό κατευθύνονται στο Βαθύ, καταλαμβάνουν την πόλη και κηρύσσουν… γενική επιστράτευση. Είναι τόσο σύντομη και τόσο θριαμβευτική η επικράτησή τους, που δημιουργείται η εντύπωση πως πρόκειται για «επανάσταση πανελλήνιας κλίμακας που επικρατεί» και ότι η Σάμος είναι απλώς ένα… υποκατάστημά της. Άρα προς τι η αντίσταση;

Καθώς στην Αθήνα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες, οι διαδόσεις οργιάζουν. Και ενδεχομένως πολλοί σύλλογοι σπεύδουν να αποστείλουν, όπως συνήθως, συγχαρητήρια τηλεγραφήματα με όρκους συμπαράστασης «τασσόμενοι παρά το πλευρόν της Εθνικής Επαναστάσεως…». Ωρύονται οι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα γεμάτα ειδήσεις και εμπρηστικά σχόλια. Προσπαθεί να ρίξει τους τόνους η κυβέρνηση, που κάποια εικόνα της καταστάσεως διαθέτει, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται για κίνημα ούτε για επανάσταση, αλλά για άφρονα δράση μιας ληστοσυμμορίας. Η δήλωση ρίχνει λάδι στη φωτιά: «Ωραίο κράτος έχομε όταν μερικοί ληστοσυμμορίτες μπορούν και καταλύουν την εξουσία». Προβληματίζεται όμως και η κυβέρνηση μήπως πίσω από την ενέργεια υποκρύπτεται ιταλικός «δάκτυλος» που μετά τα Δωδεκάνησα ορέγονταν και τη Σάμο. Και επειδή τότε οι ηγέτες μας ήσαν Ηγέτες με ήτα κεφαλαίο, δεν έκατσαν να μετρήσουν πόσα μίλια απέχει το νησί κι αν είναι μακριά η Σάμος, αλλά αδιαφορώντας αν θα κινδυνεύσει η ειρήνη στη περιοχή ή αν θα διαταραχθούν οι φιλικές σχέσεις με τους γείτονες, σήμαναν συναγερμό και διέταξαν το στόλο να ανακαταλάβει αμέσως την νήσο… Κατά σύμπτωση, τα σκάφη είναι έτοιμα να αποπλεύσουν για γυμνάσια. Επιβιβάζουνε εν τάχει πεζικό και ο στόλος αποπλέει. Με την εμφάνιση των πολεμικών η κυριαρχία του κράτους αποκαθίσταται, οι κινηματίες διαλύονται και εξαφανίζονται.

Ένδοξες εποχές που η Ελλαδίτσα μας δεν ήταν με την ουρά υπό τα σκέλη συνέχεια…


Σχολιάστε εδώ