ΤΟ ΔΕ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΜΟΥ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ
Εγέρασα μωρέ παιδιά
σαράντα χρόνια δίνω
καί τώρα ο κακόμοιρος
φαρμάκια καταπίνω.
•••
Μού έφαγαν τήν
σάρκα μου
άπαντα τά Ταμεία
καί τώρα μού φουρνίσανε
ότι δέν δίνουν «μία».
•••
Πού νά τούς πάρει ο Σατανάς
έστω κι η Παναγία
πώς διάολο σκαρφίστηκαν
ετούτη τήν μαγεία.
•••
Μοιάζουν με ερυθρόδερμους
στήν μαγεμένη Δύση
ή έστω καουμπόηδες
-μας έχουνε γαμήσει.
•••
Βρωμίσανε τά χνώτα μας
απ’ τήν γερή νηστεία
καί κείνοι κοκορεύονται
γιά τήν σκληρή ληστεία.
•••
Μητέρα εσύ Ουρανών
αυτοί σφάξαν τόν Γιό Σου
στείλε τους τήν κατάρα σου
καί τόν αφορισμό σου.
•••
Τον σταύρωσαν χαρίεντες
με δυό ληστές παρέα
εκεί στήν Μεσοποταμιά
με τα σκυλιά παρέα.
•••
Ξέρεις, ω! Μεγαλόχαρη
εκεί ψηλά πού είσαι
τούς επί Γής υπαίτιους
το θράσος τους, άχ! σβήσε.
•••
Κάνουνε τά συσσίτια
καί μάς εξευτελίζουν
μέ καραβάνες εν χερσί
τό αίμα μας στραγγίζουν.
•••
Πές είς στόν Παντοδύναμο
έτσι δυό κουβεντούλες
ότι εμείς πληρώσαμε
εμείς και οι γριούλες.
•••
Καί τώρα παρατρέχουμε
μές στην ακινησία
να βρούμε τήν παρηγοριά
της ζήσης τήν ουσία.
•••
Τί ψέματα Παρθένα μου
καθημερνά φουρνίζουν
πού λές πώς αλογόμυαλοι
στίς ερημιές γκαρίζουν.
•••
Ψέμα πάνω στα ψέματα
κι οι ώμοι μας λυγίζουν
κάρα πού τά φορτώσανε
καί από πάνω βρίζουν.
•••
Δώστε ρέ αχαΐρευτοι
αυτά πού μάς χρωστάτε
κι αφού μάς ξεχρεώσατε
στόν διάολο άς πάτε.
•••
Όπως παλιά στήν Κοκκινιά
Καισαριανή επίσης
στόν τοίχο μάς στοιχίζετε
κι απέ τράβα να ζήσεις.
•••
Στόν τάφο μου νά γράψετε
με γράμμα σκαλισμένο:
Από τήν πείνα πέθανε
λιγνό καί ψωριασμένο.
…………………………………………………..
…………………………………………………..
Πεινώ, πεινάς, πεινά.
Πεινάμε, πεινάτε, πεινάνε.
…νώ, …νάς, …ΝΑ μές στά μάτια σας, ονόσποροι.