Ποια είναι η εθνική στρατηγική αναπτύξεως της χώρας

Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της μεγάλης κρίσεως και των θεραπειών που έχουν προταθεί και επιβληθεί με τα Μνημόνια, οι αρχιτέκτονές τους έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν προσδοκούν και δεν σχεδιάζουν την ανάπτυξη στη βάση κάποιας εθνικής στρατηγικής. Αντιθέτως, αναμένουν την εκδήλωση μιας αναπτυξιακής δυναμικής από την μεγάλη εκποίηση στρατηγικών πόρων και υποδομών του κράτους. Οι ημεδαποί και αλλοδαποί αγοραστές υποτίθεται, ότι θα επενδύσουν σ’ αυτά που αγόρασαν και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και πρόοδο.

Με τη λογική αυτή, το μοντέλο της εθνικής οικονομίας, της εθνικής πολιτικής και στρατηγικής είναι παρωχημένο και πρέπει να κατεδαφισθεί και να δώσει τη θέση του σ’ ένα υπερεθνικό, παγκοσμιοποιημένο μοντέλο. Δεν είναι άλλωστε, αυτός ο στόχος της εντάξεως της χώρας σε μια μεγάλη υπερεθνική Ένωση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναρωτιούνται ρητορικά;

Θα πρέπει όμως να υπενθυμίσει κανείς σ’ αυτούς ότι ναι μεν η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως βασίσθηκε στην αρχή της οικονομικής ενώσεως, αλλά ταυτόχρονα και στην αρχή της πολιτικής ενώσεως και της αλληλεγγύης. Ήταν λογικό και αναμενόμενο ότι, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκή Ενώσεως, θα υποχωρούσαν σταδιακά οι εθνικές πολιτικές και στρατηγικές και θα αντικαθίσταντο από Ευρωπαϊκές πολιτικές και στρατηγικές. Η διαδικασία όμως αυτή έμεινε, δυστυχώς, μετέωρη, εφόσον δεν προχώρησε, παραλλήλως προς την οικονομική και η πολιτική ένωση. Ακόμη και η εισαγωγή του ευρώ, κατά πρωθύστερο τρόπο, με στόχο, υποτίθεται να εκβιάσει κατά κάποιον τρόπο, την επιτάχυνση της πολιτικής ενώσεως, έγινε μπούμερανγκ. Το οικονομικά ισχυρότερο κράτος, η Γερμανία, υπό συνθήκες ανολοκλήρωτης πολιτικής ενώσεως, βρήκε στο ευρώ ένα μέσο για την άσκηση οικονομικής και έμμεσης πολιτικής ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπάρχει σήμερα κάποια Ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική; Υπήρξε, λίγα χρόνια πριν, η λεγόμενη στρατηγική της Λισσαβόνας, που είχε ως στόχο να αναδείξει την Ευρώπη, σε μια δεκαετία, στον πιο προωθημένο χώρο καινοτομίας και νέων τεχνολογιών στον κόσμο. Η στρατηγική αυτή δεν είχε κανένα ουσιαστικό υπόβαθρο, που να εκφράζει μια κοινή αναπτυξιακή πολιτική. Κατέληξε τελικά σε πλήρη αποτυχία. Αντικαταστάθηκε από γραφειοκρατική ανάγκη και σκοπιμότητα συγκαλύψεως του μεγάλου αυτού κενού από ένα νέο παρόμοιο πρόγραμμα για την περίοδο μέχρι το 2020.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η τύχη και του νέου αυτού προγράμματος θα είναι παρόμοια γιατί στηρίζεται πάνω στην ίδια σαθρή βάση.

Ουσιαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμία αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική. Παρουσιάσθηκαν στο παρελθόν διάφορα σχέδια και ιδέες, όπως, π.χ., ένα σχέδιο Ευρωπαϊκών Υποδομών που είχε προταθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. Ο πρώην Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιττεράν είχε προτείνει επίσης το ειδικό πρόγραμμα «EYΡΗΚΑ» το οποίο άρχισε να παίρνει μια αξιόλογη δυναμική. Τελικά όμως και αυτό περιθωριοποιήθηκε μέσα στο γενικότερο κλίμα, που δεν ευνοούσε την κοινή Ευρωπαϊκή ανάπτυξη.

Ο βαθύτερος λόγος για την επικράτηση του κλίματος αυτού είναι προφανώς η στασιμότητα και η αποτελμάτωση του στόχου της πολιτικής ενοποιήσεως. Η κοινή ανάπτυξη και η κοινή αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική προϋποθέτουν μια κοινή πίστη και αφοσίωση σ’ ένα κοινό μέλλον.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος βασικός λόγος για τον οποίο δεν προχώρησαν η κοινή αναπτυξιακή πολιτική και τα σχετικά ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα. Είναι το δόγμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, που αναγνωρίζει την πρώτη θέση στο οικονομικό γίγνεσθαι στις χρηματιστικές αγορές.

Η αναγνώριση αυτή μειώνει στο έπακρο τον σχεδιασμό και τον παρεμβατισμό του κράτους με εξαίρεση τη διάσωση του συστήματος και ιδιαιτέρως των τραπεζών, όταν καταρρέουν κάτω από τη συσσώρευση των υπερβολών, της ασύδοτης κερδοσκοπίας και της εικονικής οικονομίας.

Το νεοφιλελεύθερο αυτό δόγμα των αγορών, είναι συνυφασμένο με την εκτροπή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, από την παραγωγική προς την εικονική οικονομία. Οι διεξαγόμενες σήμερα συναλλαγές αφορούν μόνο κατά 5% την παραγωγική οικονομία και κατά 95% την εικονική. Με την αντιστροφή αυτή των πραγμάτων και την αναγνώριση των αγορών, που βασίζονται σ’ αυτή την αντιστροφή, ως πρωταρχικού παράγοντα της οικονομίας, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο περιθωριοποιείται ο ρόλος του κράτους και ο πολιτικός έλεγχος της οικονομίας.

Η δυσφήμηση του ρόλου της πολιτικής από τις καταχρήσεις και τη διαφθορά των πολιτικών, όπως επίσης του δημόσιου τομέα, από τα σκάνδαλα και τις ατασθαλίες των πολιτικών, αξιοποιείται για να παρουσιάζεται η εξουσία των αγορών ως επιβεβλημένη και αντικειμενική. Στην πραγματικότητα όμως, με τη διαστροφή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι αγορές δεν αντιπροσωπεύουν και δεν αντικαθρεφτίζουν την πραγματική και παραγωγική αλλά κυρίως την κερδοσκοπική οικονομία.

Η παγκοσμιοποίηση μεγιστοποίησε σε διεθνή κλίμακα τις παραμορφώσεις και στρεβλώσεις αυτές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ταυτιζόμενη παραλόγως με την παγκοσμιοποίηση, υπονόμευσε από μόνη της περαιτέρω τη δυναμική για πολιτική ενοποίηση και για κοινή ανάπτυξη. Κατέστησε επίσης ακόμη πιο δύσκολη τη θέση των λιγότερο αναπτυγμένων και λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών-μελών της. Τις υποχρέωσε ν’ ανοίξουν τα σύνορά τους όχι μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων χωρών-μελών αλλά όλων σχεδόν των χωρών του κόσμου με δραματικές συνέπειες για την εθνική τους παραγωγή.

Πού οδηγεί σήμερα η πολιτική αυτή; Είναι αναπτυξιακή πολιτική η εκποίηση των στρατηγικών υποδομών της χώρας, η παράδοση των μαρίνων του Αιγαίου στους Τούρκους, η κατεδάφιση της πολεμικής βιομηχανίας, ο αργός θάνατος των Ελληνικών ναυπηγείων, η κατάκτηση και ο έλεγχος της αγοράς, σε όλους τους τομείς, μικρούς και μεγάλους, από τους ξένους και από ολιγαρχικά συμφέροντα.

Η ανάπτυξη δεν μπορεί να έρθει μέσα από την πολιτική αυτή. Χρειαζόμαστε εθνική αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική.


Σχολιάστε εδώ