Μια Φορά Και Έναν Καιρό

αναγνώστης, της αυτής μάλλον «κληρουχίας» με τον υπογράφοντα τη στήλη, έρχεται να συμπληρώσει με σημείωμά του όσα σε προηγούμενο αφήγημα αναφέρθηκαν για την καλοκαιρινή ζωή στην πρωτεύουσα τον «παλιό καλό καιρό». Δεν παραλείπει βέβαια να υπενθυμίσει και τη «σκοτεινή πλευρά» του θέρους, με τις στρατιές από τις μύγες, που μας ξυπνούσαν από τα άγρια χαράματα όταν επέπιπταν σαν καμικάζι στο γυμνό μας σώμα με προτίμηση να σουλατσάρουν… ανηλεώς στο πρόσωπό μας.

Oύτε τις «σαρανταποδαρούσες παρέλειψε να μνημονεύσει, που έτσι και ανακάλυπταν φως, εισέβαλαν στο σπίτι και βολτάρανε στο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς μας, ούτε τα τόσα και τόσα άλλα ενοχλητικά ζωύφια και έντομα, αιώνιους καταπατητές του οικιακού μας ασύλου, που προσπαθούσαμε ν’ αντιμετωπίσομε με την τρόμπα του φλιτ. Παράλληλα μας «κακίζει» επειδή αγνοήσαμε μια από τις πιο γραφικές θερινές εικόνες και δεν μιλήσαμε για το συνοικιακό ταβερνάκι που μεταμορφωνόταν σε υπαίθριο. Πότε σε μιαν αυλή, που καλλωπιζόταν προχείρως με λίγο γαρμπίλι και μερικές περικοκλάδες στους γύρω ασπρισμένους μαντρότοιχους, και άλλοτε πάνω στον αδιαμόρφωτο δρόμο που παρέμενε σκέτο χωράφι, όπου στηνόταν ο μόνιμος εξοπλισμός του καταστήματος, τα κουτσά τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες, ενώ από τη μια άκρη στην άλλη, μια γιρλάντα από πολύχρωμα λαμπιόνια συμπλήρωναν το ντεκόρ και το ταβερνάκι φόραγε τα… καλοκαιρινά του. Περίπου μια τέτοια μορφή ανοικτής ταβέρνας είχε και η περίφημη «Τριάνα» του Χειλά, στη Λεωφόρο Συγγρού, ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Σώστη. Μόνον που εκεί υπήρχε και μουσική με ορχήστρα από μπουζούκια και καλλιτέχνες πρώτα ονόματα, που κάθε βράδυ έδιναν στον ανοικτό χώρο ρεσιτάλ. Το υπαίθριο κουτούκι ήταν μια κλασική καλοκαιρινή εικόνα που την έφαγε η μαρμάγκα του εκσυγχρονισμού. Ίσως κάπου κάπου, σε κάποιο «high life» προάστιο, να πλασάρεται μια απομίμηση, μια ρετρό αντιγραφή «λαϊκής ταβέρνας» με ξενικό μενού, με «ρεζερβέ» και γκαρσόνια με άσπρα πουκάμισα, μαύρα παντελόνια και σαγιονάρες ή αθλητικά παπούτσια επί το σοβαρότερο, αλλά εκείνο το γεμάτο δροσιά, απλό ταβερνάκι, χάθηκε οριστικά. Πέθανε, πάει…

Παίρνοντας σαν αφορμή το σύντομο σημείωμα του αναγνώστη, και ειδικά την αναφορά του στη θρυλική «Τριάνα» του Χειλά, ας μας επιτραπεί να απομακρυνθούμε από την «οικιακή» ζωή με τα ποτιστήρια, τους φρύνους, τα μολυντήρια και τις βεγγέρες και να επεκταθούμε στους τρόπους και τους τόπους ψυχαγωγίας εκείνων των χρόνων… Βασικός άξονας επί του οποίου κινούνταν οι Αθηναίοι μόλις έπεφτε το δείλι, ήταν το Σύνταγμα-Ζάππειο. Το Ζάππειο φυσικά πλεονεκτούσε λόγω της δροσιάς του παρακείμενου Εθνικού Κήπου, όμως και από πλευράς θεάματος δεν υστερούσε. Διέθετε κατ’ αρχάς δύο συμπαθέστατους θερινούς κινηματογράφους. Την αειθαλή «Αίγλη» (ζωή να ‘χει}και το «Στάδιο», παρά τις… όχθες του Ιλισού απέναντι από τα Καλλιμάρμαρο. Υπήρχε όμως και τρίτος, λιγότερο γνωστός ειδικά στους μεταγενέστερους κατοίκους της πρωτεύουσας που λειτουργούσε στο «αίθριο» του Ζαππείου Μεγάρου, που σταμάτησε στην Κατοχή. Στο Ζάππειο εκτός από τα σινεμά υπήρχε από τα προπολεμικά ακόμη χρόνια το πρώτο ίσως βαριετέ της Αθήνας, η «Όασις», όπου διέπρεπαν, μεταξύ άλλων, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ο μοναδικός Μίμης Τραϊφόρος όπου ερωτοχτυπήθηκε από τη Σοφία Βέμπο και η μικρούλα τραγουδίστρια Λουΐζα Ποζέλι -το Ποζελάκι- που διώχθηκε όταν μας επετέθησαν οι Ιταλοί. Στα κατοπινά τα χρόνια, ανταγωνιστής και αντίζηλος στην «Όαση», στην αντίθετη πλευρά του Ζαππείου, σε επαφή σχεδόν με την Ηρώδου του Αττικού, ήταν τα «Πεύκα» όπου είχε τεράστιες πιένες ο Γιώργος Οικονομίδης. Αξέχαστες έμειναν οι σατυρικές του παρλάτες «Δεν ήταν να ʼσουνα λιγάκι στραβοκάνα…», «Της Λιλίκας το γατάκι…», «Παπαδόπουλος και Σία» και αμέτρητες άλλες. Για την ιστορία, πριν μετονομασθεί «Πεύκα» λεγόταν «Αγελάδες», ήταν… βουστάσιο και προσέφερε στους θαμώνες -από την πηγή στην κατανάλωση- φρέσκο γάλα από τις γελάδες που εκεί σταβλίζονταν… Δεν γνωρίζω φυσικά πόση ήταν η διάρκεια αυτού του «κοσμικού κέντρου» ούτε πώς δόθηκε άδεια εγκαταστάσεως και λειτουργίας βουστάσιου παρά τον αριστοκρατικότερο δρόμο της πρωτεύουσας: Την Ηρώδου του Αττικού, αλλά τα πάντα μπορούν να συμβούν «εν Ελλάδι». Τέλος, οι ρομαντικοί που καταφεύγανε για δροσιά στο Ζάππειο καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι μασουλώντας πασατέμπους και στραγάλια, εκτός από τον έναστρο ουρανό απολάμβαναν και το σιντριβάνι με τα φωτισμένα του νερά που παιχνίδιζαν αλλάζοντας συνεχώς χρώματα, κάτι πρωτόγνωρο για τους πατεράδες μας. Ο άλλος πόλος έλξεως ψυχαγωγίας ήταν η πλατεία Συντάγματος, όπου πρωί και βράδυ συγκεντρωνόταν ένα μεγάλο μέρος από τους κάθε κοινωνικής τάξεως κατοίκους. Όταν ο ήλιος «απεσύρετο εις τα ίδια» και το σούρουπο άπλωνε στο «ιερό πτολίεθρο» τη μενεξεδένια του γάζα, καλοντυμένοι Αθηναίοι έσπευδαν να καταλάβουν θέση στο προσφιλές και τακτικό τους στέκι που ήταν ένα από τα τέσσερα ζαχαροπλαστεία που κυριαρχούσαν επί της πλατείας με τα ευρέως ανεπτυγμένα τραπεζοκαθίσματά τους. Νωρίς νωρίς για να πιάσουν καλή θέση, αυτό που λέμε «πρώτο τραπέζι πίστα» έρχονταν οι «κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι» και στρώνονταν στο σύνηθές τους τραπεζάκι. Ντυμένες οι γυναίκες με τα «αεράτα» εμπριμεδάκια που ανασήκωνε το μελτέμι, έβαζαν το ένα πόδι πάνω στο άλλο, αλλάζοντας συχνά θέση και παραγγέλνανε χωρίς πολλή σκέψη γρανίτα πεπόνι. Ο ευτυχής συνοδός τους, κάθιδρος μέσα στο υπόλευκο κοστούμι από σετακρούτα, με τη μεταξωτή γραβάτα και το ψάθινο «παναμαδάκι» στο κεφάλι, παράγγελνε κάτι αντρικό: Έναν καφέ να πούμε «βαρύ και όχι» μην ενσπείρομε και αμφιβολίες περί του ανδρισμού μας. Έφευγε το γκαρσόνι με την παραγγελία και ο κύριος με «μπλαζέ» κινήσεις έβγαζε από την τσέπη την ασημένια του ταμπακέρα απ’ όπου έπαιρνε και άναβε το τσιγαράκι του. Καθώς η ώρα περνούσε τα τραπέζια γέμιζαν όπως πλημμύριζε και η πλατεία ολόκληρη από περιπατητές που περιφερότανε μπας και συναντήσουν κανέναν γνωστό. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι «κυνηγοί» καλοχτενισμένων σε κομμωτήρια… κεφαλών που συχνά κατάφερναν να χτυπήσουν στο «δόξα πατρί» το θήραμα Το φλερτ ανάμεσα στα τραπεζάκια ήταν ένα καθιερωμένο σπορ. Τα κάπως παλαιότερα χρόνια σ’ ένα σημείο όπου δεν ενοχλούσε τα… τραπεζοκαθίσματα, στηνόταν εξέδρα απ’ όπου η μπάντα της Φρουράς Αθηνών ψυχαγωγούσε τους παρισταμένους με ουβερτούρες από οπερέτες, βαλσάκια και το μουσικό μέρος από το «Οτσιτσόρνια» και τους «Βαρκάρηδες του Βόλγα…»

Πηγαινοέρχονταν τα γκαρσόνια με τους δίσκους στο χέρι ανάμεσα στην πλατεία και τα απέναντι μαγαζιά-βάση τους, διασχίζοντας τον διπλής κατευθύνσεως δρόμο κάνοντας ακροβατικά και… πιρουέτες για ν’ αποφύγουν τα τραμ, τα λεωφορεία, και τα πάσης μορφής τροχοφόρα που δημιουργούσαν στο σημείο εκείνο κυκλοφοριακή συμφόρηση.

Ας μας επιτραπεί τέλος να αναφέρομε «τιμής ένεκεν» τα βαριετέ που ψυχαγωγούσαν τους κατοίκους. Εκτός από την «Όαση» και τα «Πεύκα», πολυσύχναστα ήταν επίσης το «Green Park» και το «Άλσος» στο Πεδίον του Άρεως, το «Αλκαζάρ» παρά τον σταθμό Λαρίσης, το δισυπόστατο πότε σινεμά και πότε βαριετέ «Ριάλτο» στην Κυψέλη, το «Άκρον» στη Λένορμαν και ο «Απόλλων» στην Καλλιθέα. Υπήρχαν όμως και αναψυκτήρια με «νούμερα» όπως ο «Κήπος» του Μουσείου, η «Αίγλη» και στο ξενοδοχείο «Άστρα» παρά τον σταθμό Λαρίσης. Αυτά ήσαν τα πιο γνωστά, Ενδεχομένως υπήρχαν και πολλά άλλα, ο δόκτωρ Αλτσχάιμερ όμως εμποδίζει τη μνημόνευσή τους…


Σχολιάστε εδώ