Η Κύπρος μεταξύ «τρόικας» και εθνικών κινδύνων

Για μια ολόκληρη περίοδο, το Μεσανατολικό είχε προσδιορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην περιοχή. Η περίοδος αυτή φαίνεται ν’ ανήκει στο παρελθόν εάν λάβει κανείς υπόψη τις νέες συγκρούσεις που αναδύονται, την εσωστρέφεια που χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στον Αραβικό κόσμο, αλλά και το νέο βάρος και το νέο ρόλο που απέκτησαν οι συντηρητικές και πλούσιες ισλαμιστικές μοναρχίες του Κόλπου.

Ακόμη όμως και μεταξύ αυτών είναι έκδηλοι οι ανταγωνισμοί και οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Το Κατάρ, π.χ. υπεστήριξε δυναμικά την ανατροπή του προέδρου Μουμπάρακ της Αιγύπτου και την εγκαθίδρυση της Ισλαμιστικής κυβερνήσεως του τέως Προέδρου Μόρσι. Προσέφερε μάλιστα, σ’ αυτή, ως δωρεάν βοήθεια, καταθέσεις στην Αιγυπτιακή Τράπεζα και δάνεια 7 δισ. δολάρια. Η Σαουδική Αραβία αντιμετώπισε αντιθέτως, με μεγάλη επιφύλαξη, δυσφορία και εχθρότητα την ανατροπή του Μουμπάρακ και ιδίως την εγκατάλειψή του από τους Αμερικανούς. Ο προφανής λόγος είναι η καχυποψία, με την οποία αντιμετώπισε από την αρχή η Σαουδική Αραβία τη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Για τη Σαουδική Αραβία, με την ακραία συντηρητική πολιτική και Βαχαπιτική Ισλαμιστική ιδεολογία, οι λαϊκές εξεγέρσεις του είδους αυτού δεν προοιωνίζονται τίποτε καλό και οδηγούν σε αναταραχή και χάος. Επιπλέον, θέτουν σε κίνδυνο λεπτές στρατηγικές ισορροπίες και αποστρέφουν την προσοχή από αυτό που κατά τη Σαουδική Αραβία πρέπει να αποτελεί σήμερα ύψιστη προτεραιότητα: την αντιμετώπιση του Ιράν και την ανάσχεση της Σιιτικής επιρροής σ’ όλη την περιοχή. Αυτό είναι και το νόημα της εμπλοκής της Σαουδικής Αραβίας στον πόλεμο της Συρίας για την ανατροπή του Άσαντ, όπως επίσης η εμπλοκή της στο Ιράκ, όπου υποστηρίζει την ένοπλη δράση Σουνιτικών ομάδων κατά της Σιιτικής κυβερνήσεως του Ιράκ.

Στο πνεύμα αυτό, η αντιπαράθεση με το Ιράν και η ενορχήστρωση του αγώνα των Σουνιτών κατά των Σιιτών περιλαμβάνει και τη Σουνιτική Αίγυπτο, η οποία υπολαμβάνεται μάλιστα από τη Σαουδική Αραβία ως κρίσιμο στρατηγικό βάθος για την ίδια απέναντι στο Ιράν. Ο τέως πρόεδρος Μόρσι και το κίνημά του των Αδελφών Μουσουλμάνων δεν συμπίπτουν πλήρως με τις Ισλαμιστικές θέσεις της Σαουδικής Αραβίας. Επιπλέον, ο τέως αιγύπτιος Πρόεδρος διέπραξε το αδιανόητο για τη Σαουδική Αραβία. Αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράν και υποδέχθηκε στο Κάιρο για επίσκεψη τον πρώην Ιρανό ηγέτη Αχμαντινετζάντ. Σημειωτέον, το Ιράν, στα δύσκολα χρόνια των Αδελφών Μουσουλμάνων επί Μουμπάρακ, είχε στηρίξει το κίνημά τους με γενναία χρηματοδότηση.

Όλ’ αυτά εξηγούν γιατί η Σαουδική Αραβία έσπευσε να χαιρετίσει την ανατροπή Μόρσι και να προσφέρει 5 δισ. δολάρια ως οικονομική βοήθεια, με τη μορφή δωρεάν βοήθειας, καταθέσεων στην Αιγυπτιακή Κεντρική Τράπεζα και δανείων για τη χρηματοδότηση έργων στον τομέα κυρίως της ενέργειας. Το Κατάρ είχε προσπαθήσει να διασώσει το προηγούμενο καθεστώς, ως διαμεσολαβητής των ΗΠΑ. Ο υπουργός Εξωτερικών του Κατάρ, ως αγγελιοφόρος των ΗΠΑ, είχε προσπαθήσει να πείσει τον Μόρσι ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες, όπως την αλλαγή πρωθυπουργού και την αλλαγή κυβερνήσεως. Συνάντησε όμως άρνηση και το κίνημα της πλατείας Ταχρίρ, ως προάγγελος και έρεισμα του προετοιμαζόμενου στρατιωτικού κινήματος, είχε ήδη αναπτύξει τη δυναμική του, με τη μορφή μιας λαοθάλασσας, που απαιτούσε την παραίτηση Μόρσι. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χαιρέτησαν επίσης την ανατροπή Μόρσι και προσέφεραν στη μεταβατική κυβέρνηση βοήθεια 3 δισ. δολάρια. Η κατάσταση στην Αίγυπτο είναι ακόμη ρευστή και ενδέχεται να επιδεινωθεί με τις αντιδράσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων και των άλλων Ισλαμιστικών κινημάτων. Η Κύπρος καλείται να προσδιορίσει την πολιτική και την πορεία της μέσα στο ταραγμένο αυτό τοπίο, το οποίο έρχεται να προστεθεί στην αναταραχή κατά του Ερντογάν στην Τουρκία και στους αυξημένους ανταγωνισμούς που έχει προκαλέσει στην Ανατολική Μεσόγειο η ανεύρεση σημαντικών υποθαλάσσιων ενεργειακών αποθεμάτων. Συνοπτικά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τόσο οι εξελίξεις στην Αίγυπτο όσο και στην Τουρκία, όπως επίσης η αντοχή του καθεστώτος Άσαντ, σηματοδοτούν μια υποχώρηση των Ισλαμιστικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή. Διαφαίνεται επίσης από το στρατιωτικό κίνημα στην Αίγυπτο μια αναμφισβήτητη στροφή στην Αμερικανική πολιτική. Δεν είναι πλέον τόσο δεδομένη η υποστήριξή της στο λεγόμενο ήπιο Ισλάμ.

Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτό επηρεάζει άμεσα τις γεωπολιτικές επιλογές και την Αμερικανική στρατηγική στην περιοχή;

Η αλλαγή στην Αίγυπτο ασφαλώς αποτρέπει για τις ΗΠΑ τους κινδύνους αναπτύξεως ενός στρατηγικού άξονα Καΐρου – Τεχεράνης και επικίνδυνης ενισχύσεως των Ισλαμιστικών κινημάτων στην περιοχή, ενισχυμένων από το ειδικό βάρος της μεγαλύτερης Αραβικής χώρας. Διαφυλάσσει, μέσα στις νέες πιο ασταθείς συνθήκες, το status quo που δημιούργησαν οι Συμφωνίες του Camp David επί Ανουάρ Σαντάτ.

Η Αμερικανική στροφή στο θέμα του ήπιου Ισλάμ, στέλνει επίσης μηνύματα στην Άγκυρα και αποδυναμώνει σχετικά την κυβέρνηση Ερντογάν, δημιουργώντας υποθήκες για εντονότερες πιέσεις και ενδεχομένως για δραστικότερες ενέργειες στο μέλλον, εάν παραστεί ανάγκη.

Δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανόν ότι η Αμερικανική αυτή στροφή επηρεάζει προς το παρόν τις βασικές Αμερικανικές στρατηγικές επιλογές και επιδιώξεις σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά θέματα. Ένας παράγων που μπορεί να επιδράσει στην Αμερικανική πολιτική για τα Ελληνοτουρκικά, εφόσον επηρεάζονται ταυτοχρόνως δικά του στρατηγικά συμφέροντα, είναι το Ισραήλ, υπό τη σημερινή, τουλάχιστον, κατάσταση σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Περιέργως, η Αθήνα αργοπορεί επικίνδυνα στην προώθηση των σχέσεων και του στρατηγικού διαλόγου με τη χώρα αυτή, που θα μπορούσε να συνδυάσει στο κρίσιμο θέμα των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, τις θέσεις και την επιρροή των δύο χωρών στην Ουάσινγκτον.

Το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον, στις 8 Αυγούστου, θα είναι μια ευκαιρία να αποσαφηνισθούν προς την Ελληνική πλευρά οι θέσεις των ΗΠΑ. Η Ελληνική πλευρά προσέρχεται στο ραντεβού, έχοντας αποδεχθεί, χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις, την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που οδήγησε στη ματαίωση της πωλήσεως της ΔΕΠΑ στους Ρώσους. Έχοντας επίσης δεχθεί τελικά την υποκατάσταση του Ρωσικού South Stream από τον Αζεροτουρκικό TAP. Ο επικοινωνιακός ανταγωνισμός μεταξύ TAP και NABUCO επέτρεψε στην ελληνική πλευρά να πανηγυρίσει και να παρουσιάσει τον ΤΑΡ ως μεγάλη επιτυχία, που αποφέρει σημαντικά κέρδη στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, τα κέρδη είναι πενιχρά. Είναι άγνωστο ακόμη αν η Ελλάδα θα εισπράττει οποιαδήποτε τέλη από τη διέλευση του αγωγού. Είναι άγνωστο επίσης αν θα μπορεί, στο εγγύς μέλλον να προμηθεύεται αέριο χωρίς να το φέρνει πίσω από την Ιταλία. Το χειρότερο είναι ότι τελικά, με Αμερικανική παρέμβαση, ακυρώθηκαν οι στρατηγικές επιλογές της Ελλάδος για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης και για τον South Stream. Επεβλήθη η στρατηγική επιλογή που ευνοεί την Άγκυρα.

Οι ΗΠΑ, κατατρυχόμενες από το αντι-Ρωσικό σύνδρομο και τις γνωστές στρατηγικές τους αντιλήψεις, ευνοούν την εξέλιξη της Τουρκίας σε εναλλακτική οδό ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, ο οποίος συμβάλλει επίσης στην επιθυμητή από τις ΗΠΑ ενίσχυση των σχέσεων Τουρκίας και Ευρώπης.

Η ανεύρεση σημαντικών ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο δημιουργεί για πρώτη φορά την προοπτική η Ελλάδα και η Κύπρος να γίνουν οι ίδιες αφετηρία ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, σε συνεργασία με άλλες χώρες της περιοχής, κατά πρώτο λόγο το γειτονικό Ισραήλ.

Η Κύπρος έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα και έχει προχωρήσει προσφάτως σε αποφάσεις για την κατασκευή τερματικού, που θα υγροποιεί το εξαγόμενο φυσικό αέριο από την Κυπριακή ΑΟΖ. Συμμετέχουν στην κατασκευή του Ισραηλινές επίσης εταιρείες, που προεξοφλούν λογικά μεταφορά στο Βασιλικό και μέρους του Ισραηλινού φυσικού αερίου. Η Ελλάδα, χωρίς να έχει ανακηρύξει και οριοθετήσει την ΑΟΖ, λόγω των γνωστών προβλημάτων με την Τουρκία, προχωρεί σε έρευνες υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, νότια της Κρήτης και σε χερσαίες περιοχές, οι οποίες παρέχουν θετικές ενδείξεις.Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία καλεί όλες τις Ευρωπαϊκές Μεσογειακές χώρες να ανακηρύξουν ΑΟΖ, στο πλαίσιο της Διεθνούς Συμβάσεως για το Θαλάσσιο Δίκαιο, είναι μια μεγάλη διπλωματική ενίσχυση της Ελλάδος, την οποία μπορεί και πρέπει η Ελλάδα να αξιοποιήσει επίσης προς τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες αντιτίθενται μέχρι τώρα σε ανακήρυξη ΑΟΖ από την Ελλάδα στο Αιγαίο χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Τουρκία, η οποία προβάλλει τις γνωστές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις της.

Είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν από την Αμερικανική πλευρά πιέσεις στην Ελλάδα «να τα βρει» με την Τουρκία. Εάν, όπως υποπτεύεται κανείς, υπολαμβάνεται η μεγάλη οικονομική κρίση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, ως ευκαιρία για να πιεσθεί να δεχθεί υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα, θα ασκηθούν, πράγματι, ισχυρές πιέσεις.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τεθεί, επίσης, το ερώτημα για το αν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας σε ό,τι αφορά τα στρατηγικά θέματα ειδικότερα αυτά που αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Γερμανία αυτονομείται στα οικονομικά θέματα, πολύ λιγότερο όμως στα γεωπολιτικά και στρατηγικά. Συμπερασματικά, η Ελλάδα θα βρει θερμή στήριξη στην Ουάσινγκτον για τα οικονομικά. Η Ουάσινγκτον ανησυχεί σοβαρά για την παρατεταμένη κρίση στην Ευρωζώνη, όσο και αν έχει τις δικές της ευθύνες για το ξεκίνημα της διεθνούς κρίσεως και τη μετάσταση του κακού στην Ευρώπη. Η ακολουθούμενη πολιτική στην Ευρώπη είναι ατελέσφορη και επικίνδυνη.

Η Ελλάδα δεν πρέπει όμως ν’ ανταλλάξει την Αμερικανική υποστήριξη στο οικονομικό επίπεδο με υποχωρήσεις στα εθνικά της θέματα. Πρέπει να διαφυλάξει τη νέα προοπτική που διανοίγεται για την Ελλάδα και την Κύπρο στον ενεργειακό τομέα. Η αστάθεια στη Μέση Ανατολή ενισχύει το ρόλο της Ελλάδος και της Κύπρου ως παράγοντες σταθερότητας.

Η Κύπρος δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύδει για δήθεν «λύση»

Ο αμεσότερος κίνδυνος για συνδυασμένες Ευρω-Αμερικανικές πιέσεις είναι το Κυπριακό. Η σημερινή οικονομική κατάσταση στην Κύπρο, μετά το πλήγμα που δέχθηκε από την απίθανη και εγκληματική απόφαση του Eurogroup, αποδυναμώνει πάρα πολύ τη θέση της. Η αποδυνάμωση αυτή είναι κατά πάσα πιθανότητα εσκεμμένη και όχι μόνο για λόγους οικονομικού πειραματισμού και παραδειγματισμού στην Ευρωζώνη. Οικονομικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί μια τέτοια απόφαση και είναι χαρακτηριστική η σκληρή κριτική που άσκησε για το θέμα αυτό ο πρώην διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν, στην πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN.

Η Κύπρος όμως έγινε ευάλωτη από την απίστευτη διαχείριση της οικονομίας της και του εθνικού της προβλήματος από τον απελθόντα Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια και την κυβέρνησή του. Η διαχείριση αυτή και στους δύο τομείς ήταν κυριολεκτικά καταστροφική. Οδήγησε μια ανθούσα οικονομία, με σημαντικό πλεόνασμα, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και στην υπαγωγή της στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στηρίξεως και στο Μνημόνιο. Στο διπλωματικό επίπεδο, εξανέμισε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Κύπρου, με μονομερείς αδιανόητες υποχωρήσεις προς την Τουρκική πλευρά, αγόμενος από μια υποτιθέμενη «διεθνιστική» και ιδεοληπτική προσέγγιση προς τους Τουρκοκυπρίους, που σε κάθε περίπτωση δεν συνιστούν αυτόνομο παράγοντα ανεξάρτητο από την Άγκυρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παγιωθεί ένα αρνητικό διπλωματικό κεκτημένο για την Ελληνική πλευρά, που είναι έκδηλο στο έγγραφο των συγκλίσεων στις διακοινοτικές συνομιλίες, που προετοίμασε ο ειδικός εκπρόσωπος για το Κυπριακό του ΓΓ του ΟΗΕ Αλεξάντερ Ντάουνερ. Ο απελθών Πρόεδρος όχι μόνο δεν αμφισβήτησε τα όσα περιλαμβάνονται στο έγγραφο αλλά παρότρυνε τον διάδοχό του να συνεχίσει στην ίδια βάση τις συνομιλίες για την εξεύρεση «λύσεως».

Ο νέος Πρόεδρος είχε υποστηρίξει στο παρελθόν, με ιδιαίτερο μάλιστα φανατισμό, το Σχέδιο Ανάν. Έγινε εκλέξιμος μετά την καταστροφική θητεία Χριστόφια και αφού αποστασιοποιήθηκε από το Σχέδιο Ανάν και εξασφάλισε την πολιτική υποστήριξη και συμμαχία μέρους του ΔΗΚΟ.

Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει στην Κύπρο λύση συνομοσπονδίας

Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει στην Κύπρο λύση που θα βασίζεται στην αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων. Ρητορικά αποδέχεται «λύση» ομοσπονδίας, την οποία όμως εννοεί ως ψευδώνυμο συνομοσπονδίας δύο «ισοτίμων» μερών. Η Άγκυρα δεν είχε λόγους μέχρι τώρα να επείγεται για «λύση», θεωρώντας ότι η λύση είναι δεδομένη επί του εδάφους και επαφιόταν στην Ελληνική πλευρά ν’ αναγνωρίσει την «πραγματικότητα» και ν’ αποδεχθεί «λύση» πάνω στη βάση αυτή. Η κατάσταση άλλαξε με το φυσικό αέριο. Η Άγκυρα θέλει να μπει δυναμικά στο αέριο της Κύπρου και ο ευκολότερος τρόπος είναι μέσω της «λύσεως» του Κυπριακού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκοκυπριακή πλευρά, ως «ισότιμο» ομόσπονδο μέρος, θα αναγορευόταν συνιδιοκτήτης του φυσικού αερίου και η Κυπριακή Δημοκρατία, υπό τη σημερινή της μορφή, θα καταλυόταν. Τη διαχείριση του θέματος θα ανελάμβανε η νέα «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία», στην οποία θα συμμετείχαν ισοτίμως (50% με 50%) τα δύο μέρη.

Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σήμαινε αυτό, όχι μόνο άλλωστε για το φυσικό αέριο. Σε ό,τι αφορά πάντως, το τελευταίο, η Άγκυρα δεν θα ικανοποιούνταν μόνο με το 50% της συμμετοχής μέσω των Τουρκοκυπρίων. Θα διεκδικούσε επίσης εκβιαστικά, μέσω της «ισότιμης» συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων και του δικαιώματος βέτο σε όλα τα επίπεδα, τον καθορισμό της Κυπριακής ΑΟΖ σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις και διεκδικήσεις. Διεκδικεί, όπως είναι γνωστό, ολόκληρη την Κυπριακή ΑΟΖ δυτικά της Πάφου, που είναι επίσης κρίσιμη σε σχέση με την Αιγυπτιακή ΑΟΖ και τις αξιώσεις της Άγκυρας ότι η δική της ΑΟΖ προεκτείνεται μέχρι την Αιγυπτιακή.

Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές επίσης ότι η Άγκυρα θα αξίωνε η μεταφορά του φυσικού αερίου της Κύπρου προς την Ευρώπη να γίνει μέσω Τουρκίας και να ενισχύσει το στρατηγικό ρόλο που επιδιώκει η Άγκυρα σε σχέση με τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης.

Στρατηγική αναμονή αντί κακής «λύσεως»

Συμπερασματικά, με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύσει για δήθεν «λύση», κάτω από ξένες πιέσεις. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η δήθεν «λύση» θα ήταν ολέθρια. Η Κυπριακή κυβέρνηση, σύμφωνα, τουλάχιστον με τις διακηρύξεις της, πρέπει να προχωρήσει τάχιστα στην απόσυρση των καταστροφικών μονομερών υποχωρήσεων του προηγουμένου Προέδρου και να θέσει ένα νέο πλαίσιο, το οποίο δεν θα οδηγεί την Ελληνική πλειοψηφία σε υποδούλωση στη μειοψηφία και σε ομηρία στην Άγκυρα. Η επιστροφή της Αμμοχώστου είχε τεθεί στο παρελθόν, με ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, ως κίνηση καλής θελήσεως της Τουρκικής πλευράς, ανεξάρτητα από την λύση του Κυπριακού. Επαναφέρεται σήμερα ως δέλεαρ για την παγίδευση της Ελληνικής πλευράς σε ένα παζάρι, που έχει ως στόχο την επιβολή, με ανοχή της Ελληνικής πλευράς, του λεγόμενου «απευθείας εμπορίου». Άνοιγμα δηλαδή του λιμένος της Αμμοχώστου αλλά και του αεροδρομίου της Τύπου σε «απευθείας» εμπορικές σχέσεις του ψευδοκράτους με την Ευρωπαϊκή Ένωση.Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ολέθρια γιατί θα ισοδυναμούσε με ντε φάκτο «λύση» του Κυπριακού και αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι υπάρχουν στην Κύπρο δύο «ισότιμα κράτη» ή μέρη. Η Κύπρος δεν έχει κανένα συμφέρον να επισπεύδει για τέτοιου είδους καταστροφικές «λύσεις». Έχει κάθε λόγο να εμμένει στις βασικές αρχές που ισχύουν ως θεσμικό και νομικό καθεστώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού την Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του αγώνα της και της εθνικής της επιβιώσεως. Το φυσικό αέριο και οι εξελίξεις στην περιοχή διανοίγουν μια νέα προοπτική. Πρέπει να διαφυλάξει την προοπτική αυτή και να παραμείνει σε στρατηγική αναμονή παρά να δεχθεί μια ολέθρια δήθεν «λύση».


Σχολιάστε εδώ