Ας προσέξει ο ΣΥΡΙΖΑ…

Αυτό που ζητά ο κόσμος είναι η κατάργηση των κατάπτυστων Μνημονίων και η αποτίναξη του ζυγού της δουλείας, που μας έφεραν οι γερμανοί αποικιοκράτες. Είμαστε, λοιπόν, αναγκασμένοι να κινηθούμε ρεαλιστικά με τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις και όχι με σχήματα που θα θέλαμε να βρίσκονται στην πρωτοπορία του αγώνα, αλλά αυτά τα σχήματα, δυστυχώς δεν υπάρχουν. Εάν υφίστατο π.χ. ένα ισχυρό κεντρώο αντιμνημονιακό κόμμα με ικανό αρχηγό, θα είχε ρίξει τους δουλόφρονες και θα αποκτούσε άνετα αυτοδύναμη πλειοψηφία. Γιατί; Διότι το Κέντρο δεν σέρνει μαζί του, όπως η Αριστερά, αδυναμίες και «αγκυλώσεις» του παρελθόντος. Στα εθνικά θέματα η κομμουνιστική πλευρά ήταν διάτρητη, όπως είναι και σε άλλα ζητήματα, που αφορούν την ελληνική κοινωνία. Θα χρειαζόταν ολόκληρη ανάλυση γι’ αυτό το κεφάλαιο. Το ΠΑΣΟΚ «εξετέλεσε» το Κέντρο. Το ιδιόμορφο αυτό κατασκεύασμα του οποίου ηγείται ο κ. Βενιζέλος, φορτωμένο με σκάνδαλα, άνευ αρχών, ανεδείχθη σε μνημονιακό στυλοβάτη. Μπορεί να το ανέσυρε ο κ. Σαμαράς από το βυθό, κατ’ εντολήν της Μέρκελ για να διαλύσουν από κοινού τη χώρα, αλλά η θέση του παραμένει αμετάκλητα στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Ελπίζουμε να συναισθάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ το βάρος των ευθυνών που πέφτει στις πλάτες του και να μην απογοητεύσει εκείνους που του έδωσαν δύναμη. Μεγάλο μέρος αυτών των ψηφοφόρων δεν είναι Αριστεροί. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά. Για την χάραξη όμως, ορθής πολιτικής, χρειάζεται η αναδρομή στην Ιστορία και μάλιστα στην Ιστορία της Αριστεράς. Προηγουμένως, να ξεκαθαρίσουμε κάτι, που άλλοι το βλέπουν κι άλλοι δεν το παραδέχονται: Τη δύναμή του ο ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές την πήρε από τη λαχτάρα του κόσμου για αλλαγή και απαλλαγή από τα Μνημόνια και διότι ο κ. Τσίπρας διαθέτει -αναμφισβήτητα- ηγετικά προσόντα. Καμιά «συνιστώσα» δεν του παρέσχε ώθηση. Στο πλατύ κοινό οι «συνιστώσες» όχι μόνον είναι αδιάφορες αλλά αντιμετωπίζονται με ειρωνεία και καχυποψία.

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις «παραφυάδες» καλλιεργούν έναν ακατάληπτο σουρεαλισμό, συνήθως άγνωστο πέραν των 17 ατόμων, που καλά καλά δεν γνωρίζουν ούτε αυτοί που τις αποτελούν τι ακριβώς αντιπροσωπεύουν. Η ενιαία μορφή του κόμματος ήταν αναγκαία. Απετέλεσε όμως μεγάλο λάθος το ότι δεν έγινε δεκτή η θέση του Παν. Λαφαζάνη, για να μείνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη και επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα. Στον κόσμο μένει η καχυποψία για «αριστερή λύση» αλλά στο ίδιο «μήκος κύματος». Διότι η Μέρκελ και ο Σόιμπλε αποκλείεται να δεχθούν να συζητήσουν καμιά επαναδιαπραγμάτευση. Εκείνο που θα τους κλόνιζε είναι η απειλή για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο αυτό φοβούνται. Κάθε άλλη προσπάθεια να αλλάξουν μυαλά οι Γερμανοί, αποτελεί ματαιοπονία. Το Ράιχ ποτέ δεν δέχθηκε διάλογο. Πάντοτε επέβαλε τις αποφάσεις του και ηττήθηκε μόνο δυναμικά. Δυναμική αντιμετώπιση απαιτείται και σήμερα, διότι πάλι πόλεμο έχουμε. Μακάρι να διαψευσθώ, αλλά αυτό θα συμβεί. Κι όταν θα το διαπιστώσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αργά, διότι θα έχει υποστεί διπλωματική ήττα. Αντιθέτως, εάν έμενε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποχωρήσεως από το ευρωπαϊκό γκέτο, ο κ. Τσίπρας θα είχε την ευχέρεια και την ευελιξία να διαμορφώσει την πολιτική του ανάλογα με τις περιστάσεις και θα ήταν συνεπής προς τις υποσχέσεις του. Ακόμα χειρότερα, εάν μπροστά στη σίγουρη γερμανική ακαμψία αναδιπλωθεί, θα απογοητεύσει πολύ σύντομα εκείνους που θα τον εμπιστευτούν στην κάλπη. Και τότε θα επέλθει η αλματώδης συρρίκνωσης της δυνάμεως του ΣΥΡΙΖΑ. Ο λαός απαιτεί να καταργήσουμε τα Μνημόνια. Μπορεί να το επιτύχει ο κ. Τσίπρας; Εκεί είναι το θέμα. Χρειάζεται όμως να ανατρέξουμε και στην Ιστορία, που πάντα διδάσκει και εκδικείται εκείνους που την αγνοούν. Φυσικά, άλλο ήταν το διεθνές και ελληνικό σκηνικό στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και άλλο σήμερα. Όμως η αναδρομή χρειάζεται. Τότε η Ελλάδα είχε την ατυχία να συμπεριλαμβάνεται μέσα στη διακεκαυμένη ζώνη των μεγάλων αντιθέσεων των υπερδυνάμεων και των κολοσσιαίων πολιτικών λαθών μιας ηγεσίας της Αριστεράς απόλυτα εξαρτημένης από το ιδεολογικό της κέντρο, εμπειρικής ως προς τον πολιτικό της εξοπλισμό και γι’ αυτό ανεπαρκούς να διαχειριστεί τα προβλήματα ενός κινήματος, το οποίο με τα φτερά της Εθνικής Αντίστασης αντρώθηκε ξαφνικά, προσελκύοντας μάζες στα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα του ΕΑΜ. Η ηγεσία της κομμουνιστικής Αριστεράς, απροετοίμαστη να χειριστεί τα προβλήματα νέου τύπου των μαζών, ετερόφωτη και δογματική, ιδεολογικά περίπου αστοιχείωτη και εμπειρική, υπέστη κλυδωνισμούς και την ενδιέφερε μόνο να σαμποτάρει τις νόμιμες αριστερές δυνάμεις, που δεν μπορούσε να ελέγχει. Και το χειρότερο: Διέπραξε ασυγχώρητα, ολέθρια λάθη στα εθνικά θέματα («Μακεδονικό» κ.λπ.) διότι εκτελούσε πιστά τις απαιτήσεις των ξένων καθοδηγητών της κι αδιαφορούσε για το εθνικό συμφέρον. Το λάθος της αποχής από τις εκλογές του 1946 και η ένοπλη εξέγερση του 1946-1949 έθεσαν το ΚΚΕ εκτός συνόρων. Στο εσωτερικό της χώρας οι δημοκρατικές μη κομμουνιστικές αριστερές δυνάμεις αντιμετώπιζαν τις διώξεις ενός εκδικητικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά, το 1950 έγινε πρώτη προσπάθεια ανασύνταξης των αριστερών δυνάμεων, με τη Δημοκρατική Παράταξη (Σβώλος, Σοφιανόπουλος, Τσιριμώκος, Γρηγοριάδης, Χατζήμπεης κ.λπ.) την οποία υπονόμευσε το ΚΚΕ. Δεύτερη προσπάθεια ανασύνταξης της Αριστεράς έγινε ένα χρόνο αργότερα, με την ΕΔΑ. Στις 11 Ιουλίου του 1951 συνήλθαν αντιπρόσωποι των δημοκρατικών κομμάτων, για να εξετάσουν εάν μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις των.

Παρόντες ήσαν: Ο Ιω. Πασαλίδης ως αντιπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΚΕ), ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Σταύρος Κανελλόπουλος της ΕΑΔ, ο Εμμ. Μάντακας των Αριστερών Φιλελευθέρων, ο Μιχάλης Κύρκος του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, οι Ηρ. Παπαχρήστου, Ιω. Σιμετζής και Γ. Παπαντωνίου της Ένωσης Δημοκρατικών Αριστερών (του κόμματος Σοφιανόπουλου) και οι Δημ. Μαραγκός, Δημ. Μαριόλης κ.ά. του Δημοκρατικού Συναγερμού μέσω των οποίων μεταφερόταν η «γραμμή» του ΚΚΕ. Όλες αυτές οι πλευρές όμως δεν ήσαν «συνιστώσες», αλλά κόμματα με δικά τους καταστατικά και προγράμματα. Κοινός τους στόχος ήταν η ειρήνευση του τόπου και η δημοκρατική ομαλότητα. Στην ομιλία του ο Ιω. Πασαλίδης, είπε: «Εάν υπήρχε μεταξύ μας κανείς ο οποίος θα διέθετε τόσον πελωρίαν δύναμιν μεταξύ του λαού, ώστε να μην έχει πολύ την ανάγκην των άλλων, αυτός θα μπορούσε να ειπεί ότι εγώ δεν έχω την ανάγκην σας και προχωρώ μοναχός μου. Εγώ, εάν διέθετα την δύναμιν αυτήν, θα το έκαμα. Αλλά μεταξύ μας, δεν νομίζω ότι υπάρχει εκείνος, που ημπορεί να ομιλήσει αυτήν την γλώσσαν. Όλοι έχομεν την ανάγκην των άλλων. Και προ παντός ο αγών, που είναι κοινός όλων μας, αγών που έχει ανάγκην της ενώσεώς μας…». Έτσι στο τέλος δημιουργήθηκε η ΕΔΑ, χάρις κυρίως στον Πασαλίδη, που έγινε ενιαίο κόμμα. Η ΕΑΔ τελικά δεν πήρε μέρος, διότι δεν δεχόταν το «καπέλωμα» του ΚΚΕ. Ο Τσιριμώκος και ο Σβώλος επεδίωξαν τη συνεργασία με την ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα, που εξέφραζε την πιο προοδευτική πλευρά του Κέντρου και συγκινούσε τις μάζες με το σύνθημα της «Αλλαγής». Ο Πλαστήρας εξέτασε το ζήτημα με συμπάθεια, αλλά οι πλείστοι από τους συνεργάτες του τον απέτρεψαν. Του έλεγαν ότι θα «κοκκίνιζε» πολύ η ΕΠΕΚ εάν δεχόταν συνεργασία με την ΕΑΔ. Εν τούτοις, την εποχή εκείνη, με την ΕΠΕΚ, άρχισε να μαζικοποιείται μια αστική αριστερά του Κέντρου. Στις εκλογές όμως του 1952 ο Πλαστήρας δέχθηκε τους σοσιαλιστές Σβώλο και Τσιριμώκο στους συνδυασμούς του. Για να χάσουν μαζί του.

Το πλειοψηφικό του 1952 ήταν η μεγάλη παγίδα για το Κέντρον. Γιατί τα φέραμε στη μνήμη όλα αυτά; Διότι κάτι διδάσκουν: α) Και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στη «διακεκαυμένη ζώνη» της γερμανικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που θα εμποδίσει κάθε γνήσια προοδευτική (όχι μόνο αποκλειστικά αριστερή) προσπάθεια απαλλαγής από πάτρωνες, τέτοιος ήταν ο Πιούριφόι το 1950 και ο Σόιμπλε το 2013. β) Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν Αριστερά, όφειλε να σχηματιστεί σε ενιαίο κόμμα, όπως έγινε η ΕΔΑ το 1951. γ) Το σύνθημα της «Αλλαγής» που γαλβάνιζε τις μάζες το 1951 και μετά, αποτελεί σύνθημα και των ημερών μας. «Αλλαγή» θέλουμε για να πέσει η ξενόδουλη συγκυβέρνηση των Σαμαρά-Βενιζέλου. Το νόημα όμως της σημερινής «αλλαγής» δεν είναι απλώς η αντικατάσταση μιας κυβέρνησης κακής, αλλά η απαλλαγή από τα Μνημόνια. Είναι όχι η συνδιαλλαγή με το Βερολίνο, αλλά η σύγκρουση μαζί του. Ο κ. Τσίπρας εχαρακτήρισε τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ σαν «γκάνγκστερ» τύπου Αλ Καπόνε και «συμμορία της καταστροφής». Αλλά εγκέφαλος αυτού του «γκανγκστερισμού» είναι το Βερολίνο. Πιστεύει ο κ. Τσίπρας ότι θα δεχθεί ο «Αλ Καπόνε» – Σόιμπλε οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση για το χρέος; Το μόνο που θα μπορούσαμε να του πούμε εμείς, είναι, ότι δεν αναγνωρίζουμε αυτό το χρέος. Κι αν δεν σας αρέσει, φεύγουμε από την Ευρωζώνη. Διότι με παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποτέ δεν πρόκειται να ξεχρεώσουμε τίποτε. Θα είμαστε πάντα σκλάβοι. δ) Από το 1950 μέχρι το 1952, η ΕΔΑ (και πίσω της το ΚΚΕ) ζητούσε επίμονα εκλογική συνεργασία με τον Πλαστήρα. Γιατί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί με τους αντιμνημονιακούς Ανεξάρτητους Έλληνες του κ. Καμμένου, με βάση ένα μίνιμουμ πρόγραμμα απαλλαγής από τα Μνημόνια; Η ενότητα δεν αθροίζει δυνάμεις, τις πολλαπλασιάζει. Η πρόσθεση των «κουκιών» είναι φτωχός λογαριασμός. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η δυναμική της πολιτικής μάχης. Εάν θέλουμε να απαλλαγεί η χώρα από τους μνημονιακούς ολετήρες, χρειάζεται συστράτευση των συνεπών αντιμνημονιακών δυνάμεων -εντός και εκτός Βουλής- προκειμένου να επιτευχθεί η αυτοδυναμία. Κέντρον δεν υπάρχει πλέον. Στην ουσία, ο χώρος αυτός έσβησε, λίγο μετά τη Μεταπολίτευση. Τώρα ο όρος χρησιμεύει μόνον για να «νερώνει» το κρασί των ακραίων, είτε εκ δεξιών είτε εξ ευωνύμων: Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά!

Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρίπτει τη δεύτερη, γιατί δυστροπεί με την πρώτη; Γιατί διστάζει στην προσέγγιση με την τίμια αντιμνημονιακή Κεντροδεξιά του κ. Καμμένου; Όσοι θέλουν «να σηκώσουν τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα», να προχωρήσουν μεταξύ τους σε μια ευλύγιστη και ειλικρινή συνεργασία, καθαρή σε σκοπούς και πρόγραμμα. Ο λαός τους έχει ξεπεράσει, βρίσκεται πιο μπροστά απ’ αυτούς και τους περιμένει. Ας μην τον απογοητεύσουν. Η ελπίδα είναι που κάνει τις μάζες να πλησιάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι η ιδεολογία. Ας προσέξει ο κ. Τσίπρας. Η ελπίδα ωθεί τις μάζες προς αυτόν, αλλά η απογοήτευση μπορεί να τις απομακρύνει. Παραμονή στο ευρώ, σημαίνει διαιώνιση των Μνημονίων. Μη γελιόμαστε. Κινδυνεύει ο κ. Τσίπρας, με την εμμονή στο ευρώ, να κατηγορηθεί για διπρόσωπο αγώνα. Αλίμονο, εάν αποδειχθεί Ιανός. Ας ευχηθούμε να μη συμβεί αυτό. Να μην πάμε από τον Ανένδοτο στο διπρόσωπο αγώνα. Οι ώρες είναι κρίσιμες. Θα επαναλάβω ακόμη μια φορά τη ρήση του μεγάλου Λεόν Μπλουμ: «Η πολιτική δεν είναι τυχερό παιχνίδι. Μπορεί, εις την πολιτική, να μην αμείβονται όλαι αι αρεταί. Αλλά όλα τα λάθη πληρώνονται…».


Σχολιάστε εδώ