Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Σε κάθε σπίτι, ανεξαρτήτως εάν είναι τσαρδί ή παλάτι, σε κάθε γραφείο, και γενικώς σε κάθε χώρο εργασίας, μέχρι και σε περίπτερα ακόμη, χωρίς να εξαιρούνται τα μεταφορικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των λιλιπούτειων Ι.Χ. έξω θεριεύει η κάψα, μα μέσα βασιλεύει η δροσιά. Μια δροσιά που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του ψύχους ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του χρήστη του σατανικού μηχανήματος.

Υπάρχουν μερικοί… φλεγόμενοι που κατεβάζουν τη θερμοκρασία σε βαθμούς πολικής ζώνης, τόσο που μπαίνεις στο χώρο τους και νομίζεις πως βρέθηκες ξαφνικά στο Βλαδιβοστόκ… Ζαρώνεις, διπλώνεσαι για να περιορίσεις το σώμα σου από το ψύχος, ενώ προσέχεις ταυτόχρονα μη σου χιμήξει καμιά… αρκούδα. Το επίτευγμα αυτό της επιστήμης που γενικεύτηκε στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίας, ούτε να το φαντασθούν μπορούσαν οι πατεράδες μας, αν και μερικοί που είχαν πάει στο εξωτερικό κατά κανόνα για δουλειές, το γνώρισαν στο «πετσί τους» όταν μπαϊλντισμένοι από τον ήλιο και τη κουφόβραση των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων που τριγυρνούσαν, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο τους περίμενε η δροσιά του air condition που δεν το είχαν ούτε καν ακουστά. Πέταγαν εν τάχει κοστούμια μέχρι το φανελάκι, και στήνονταν μπροστά στον εκτοξευόμενο αέρα, όπως ο κατάδικος απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα με αποτέλεσμα την επάνοδο τους στην Ελλάδα να συνοδεύει ένα γερό πούντιασμα ή στη καλλίτερη περίπτωση μια ακατάσχετη καταρροή, μαζί με τα λοιπά σουβενίρ από «τας ωραίας Ευρώπας!».

Καθισμένοι λοιπόν και εμείς σήμερα αναπαυτικά πίσω από τα ερμητικώς κλειστά παράθυρα, και αδιαφορώντας για το ανεβασμένο στα ύψη θερμόμετρο, θα επιχειρήσουμε μιαν επιτροχάδην αναδρομή στη ζωή της πρωτεύουσας τους θερινούς μήνες στα «περασμένα». Θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυνθέσομε στα πεταχτά μερικές ξεχασμένες ή και άγνωστες σε πολλούς εικόνες από την αντιμετώπιση του καύσωνα κατά το όχι και πολύ απώτερο παρελθόν. Κύριο όπλο στην μάχη κατά της ζέστης ήταν ο πάγος που έφερνε σπίτι μας ο έφηβος γιός, ή ο παραγιός του παγοπώλη, σέρνοντας ένα καρότσι με μικρές χιλιοφαγωμένες σιδερένιες ρόδες, φορτωμένο ως τα μπούνια με κολώνες πάγου. Έκοβε τη παγοκολώνα στο μισό ή στο τέταρτο και κρατώντας την μ’ ένα περίεργο κυρτό σαν όμικρον μεταλλικό τσιμπίδι, την κουβαλούσε ως τα σκαλοπάτια του σπιτιού απ’ όπου την παραλάμβανε η νοικοκυρά και την τοποθετούσε στο ψυγείο. Εάν ο πάγος ήταν πολύς, τον διχοτομούσε και όσο περίσσευε, τον τύλιγε σε μια λινάτσα για να διατηρηθεί ως τη στιγμή που θα προσέφερε τις υπηρεσίες του. Δεν αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων εκείνοι που διέθεταν κανονικά ξύλινα ψυγεία που ήσαν πολυτελή και πανάκριβα. Σε μια πόλη γεμάτη πρόσφυγες μεροκαματιάρηδες, περιτριγυρισμένη από λαϊκές συνοικίες, με συνοικισμούς από παραπήγματα για την προσωρινή στέγαση ανθρώπων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, ο εξοπλισμός του νοικοκυριού με ψυγείο, ήταν μια μεγάλη προσδοκία, το όνειρο! Καθώς όμως εν Ελλάδι η «πενία τέχνας κατεργάζεται», πολυτεχνίτης ο Έλληνας εκ φύσεως, άλλος λίγο, άλλος πολύ, κάποια τενεκεδένια πατέντα επινοούσε για να δροσίζει λίγος πάγος το λαρύγγι το. Ο πολύς λαός, κατέφευγε στο κλασικό πήλινο κανάτι που με την εξάτμιση του νερού από τους πόρους του, έκανε λιγότερο χλιαρό το «προς πόσιν ύδωρ» που περιείχε…Ήταν η εποχή που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα και πλανόδιοι πιτσιρικάδες, εξοπλισμένοι μ’ ένα κανάτι με νερό και ένα ποτήρι, που με λίγες δεκάρες ξεδιψούσαν όσους είχαν… κορακιάσει. Τη σκηνή απέδωσε με μια γελοιογραφία του ο Παύλος Παυλίδης όπου «δύο διπλωμάτες κάθονται στη βεραντούλα του Petit palais που αποτελούσε τότε τμήμα του ξενοδοχείου της Μεγ. Βρετανίας επί της Βασιλέως Γεωργίου. Μπροστά τους ένας ξυπόλυτος πιτσιρίκος φορτωμένος με το σταμνί και το ποτήρι. Και ρωτάει ο ένας διπλωμάτης τον άλλον:- Θα πάρει η εξοχότης σας ένα νεράκι;…»

Πολλά προάστια όχι πολύ μακριά από το κέντρο της Αθήνας όπως το Μαρούσι και το Χαλάνδρι στα βόρεια, ή το Φάληρο, το Καλαμάκι και τα… «Δικηγορικά» στα νότια, ήταν ονειρεμένοι και ιδανικοί τόποι παραθερισμού, αλλά και οι γύρω από το κέντρο πολυάνθρωποι δήμοι, δεν γνώριζαν τους σημερινούς καύσωνες, ούτε θερμοκρασίες που σήμερα φαίνονται αφόρητες ενοχλούσαν ιδιαίτερα τους κατοίκους, καθώς δεν υπήρχαν οι πανύψηλες πολυκατοικίες που έχουνε φράξει τους αεραγωγούς της πρωτεύουσας. Χωρίς εμπόδια φύσαγε το ελαφρό καλοκαιρινό αεράκι. Πότε ένας Μπάτης, πότε ένας άγαρμπος… Γαρμπής, και συχνά ένα ατίθασο μελτέμι που σήκωνε τις φούστες των γυναικών και έτερπε τους οφθαλμούς δρόσιζαν τη πόλη. Οι άνδρες «ευπρεπώς ενδεδυμένοι» άντεχαν κοστούμι, γιλέκο και ψαθάκι, χωρίς να δυσφορούν, και μόνον στον ιδιωτικό τους βίο, και μόνο στα στενά όρια του σπιτιού τους περιφερόταν ατημέλητοι, δηλαδή παντελόνι, πέδιλα και αθλητικό φανελάκι. Η συμβολή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο δρόσισμα των δημοτών, συνίστατο σ’ ένα απογευματινό κατάβρεγμα των χωματόδρομων με τις δημοτικές υδροφόρες για να καταλαγιάσει η σκόνη, ενώ σε κάποια σκιερή γωνιά της αυλής, έπιναν οι φαμελιάρηδες το καφεδάκι τους μαζί με το κεράσι ή το βύσσινο γλυκό του κουταλιού, και μετά άρχιζαν το πότισμα του κήπου. Καθώς όλα τα σπίτια -κομψές μονοκατοικίες- είχαν κήπο, ή έστω ένα καλοβαλμένο μικρό κηπάκι, ανάσταιναν με το λάστιχο ή με το γραφικό ποτιστήρι, τα φυτά που ολημερίς σιγόψηνε ο ήλιος. Και εκείνα σαν από ευγνωμοσύνη ανταπέδιδαν το «θείο δώρο» σκορπίζοντας σπάταλα το άρωμά τους. Σκαρφαλωμένα στο τοιχάκι της αυλής το αγιόκλημα και το γιασεμί, σε μιαν απάνεμη γωνιά η λουΐζα, και η λεβάντα από το παρτέρι, ανέδυαν ξεχασμένες πια ευωδιές. Το δειλινό, ο κατηφές και το νυχτολούλουδο παραπέρα, συνθέτανε έναν μοναδικό πίνακα ζωγραφικής. Συχνά αργά το βράδυ, εμφανιζότανε στο πλακόστρωτο κανένα βατράχι, κανένας ταπεινός φρύνος με γουρλωμένα μάτια, να τσαλαβουτήσει στα απόνερα του ποτίσματος. Και αν υπήρχε κάποιο φως στη βεράντα όπου δειπνούσε η οικογένεια με καρπούζι, φέτα και ψωμί, ερχόταν ένα σαμιαμίδι, ένα ταχύτατο μολυντήρι αναζητώντας τροφή από τα απερίσκεπτα έντομα που μάγεψε το φως… Στην ίδια αυτή βεράντα, ειδικά αν το φεγγαράκι φώτιζε τη γη, γινόταν μακρόσυρτες βεγγέρες, ατέλειωτα χαζοξενύχτια, με σόκιν ανέκδοτα, θαψίματα απόντων και καμιά φορά με εκμυστηρεύσεις νταλκάδων…

Το αποκορύφωμα, το γκραν φινάλε στις μαγικές αθηναϊκές νύχτες εκείνων το χρόνων αποτελούσε, ο υπαίθριος ύπνος που είχαν το προνόμιο να χαίρονται τότε οι Έλληνες. Πολύ απλά, ένα στρώμα, ένα μαξιλάρι και ένα σεντόνι, ήταν όλα κι’ όλα τα προικιά που χρειαζόσουν για ν’ απολαύσεις τα αστέρια που τρεμόσβηναν πάνω από το κεφάλι σου. Να κάνεις μιαν ευχή για κάτι που φυλάς κρυφό μες’ τη ψυχή σου όταν «ένα αστέρι πέφτει, πέφτει…» Να ακούς το επίμονο τριζόνι, τον σκύλο που αναίτια γαυγίζει στη πέρα γειτονιά, ή την απόκοσμη κραυγή της κουκουβάγιας απ’ το απέναντι γιαπί και να «πιάνει» το αυτί σου κάτι ακαθόριστους ήχους μέσα «στης νύχτας τη σιγαλιά…».


Σχολιάστε εδώ