Με εγκύκλιο καταργούν το νόμο για την ιδιωτική εκπαίδευση
Μέχρι στιγμής γνωρίζαμε ότι ο συνήθης τρόπος νομοθέτησης για την κυβέρνηση είναι οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Ο υπουργός Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλος έκανε ένα ακόμη βήμα «μπροστά»: Την Παρασκευή ανακοίνωσε με εγκύκλιο του την κατάργηση των διατάξεων του νόμου 682/1977, που ρυθμίζει τον έλεγχο του κράτους επί των ιδιωτικών σχολείων και τις εργασιακές σχέσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Η εγκύκλιος υποτίθεται ότι εφαρμόζει και ερμηνεύει την διαβόητη ΠΥΣ 6/2012 και ορίζει ότι οι απολύσεις των ιδιωτικών εκπαιδευτικών απελευθερώνονται πλήρως. Στο εξής, εάν η εγκύκλιος αυτή εφαρμοστεί, οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός θα μπορεί να απολύεται χωρίς αιτία, οποτεδήποτε, ακόμη και στο μέσο της σχολικής χρονιάς, χωρίς γνώμη και έλεγχο, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, από τα αρμόδια υπηρεσιακά συμβούλια του υπουργείου Παιδείας.
Κάτι τέτοιο είναι απολύτως αντισυνταγματικό. Το Σύνταγμα μας, στο άρθρο 16 παρ. 8, επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων, παραπέμπει όμως τη ρύθμιση τους στο νόμο. Ο νόμος αυτός είναι ο 682/1977. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Βουλής κατά τη συζήτηση επί του νομοσχεδίου, ο τότε υπουργός Παιδείας και μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης ρητά τόνισε ότι πρόθεση της κυβερνήσεως του ήταν με τον εν λόγω νόμο να γίνει «περισσότερο έντονη» η κρατική εποπτεία, ο δε εισηγητής της μειοψηφίας, καθηγητής Δ. Τσάτσος έθεσε, με επιστημονική εγκυρότητα τη συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να επιβάλλει πλαίσιο δεσμεύσεων στο διευθυντικό δικαίωμα του ιδιοκτήτη των ιδιωτικών σχολείων.
Οι ειδικές ρυθμίσεις για τις σχέσεις εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και το καθεστώς εποπτείας των Υπηρεσιακών Συμβουλίων αποτελούν, συνεπώς, συνταγματικά επιβαλλόμενη αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 16 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να τεθούν εκποδών από τον κοινό νομοθέτη, πολύ περισσότερο από μια απλή εγκύκλιο. Και ο πρωτοετής της νομικής ξέρει ότι με εγκύκλιο ερμηνεύονται κανόνες δικαίου, δεν τίθενται νέοι.
Το ότι τα ιδιωτικά σχολεία δεν αποτελούν απλώς επιχειρήσεις για τον πλουτισμό των σχολαρχών το καταλαβαίνει ο καθένας. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν να διευθύνονται όπως οι υπόλοιπες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ιδίως οι εργαζόμενοι σε αυτά ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να «ανακυκλώνονται», απολυόμενοι κατά τη βούληση του ιδιοκτήτη, όχι για το δικό τους το συμφέρον, αλλά γιατί κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την αναγκαία συνέχεια του εκπαιδευτικού έργου.
Το αυτονόητο αυτό το δέχονται παγίως και τα δικαστήρια: Για παράδειγμα, η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 1871/2006 νομολόγησε τα εξής: «η ευχέρεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων (…) δεν παρέχει το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους για αναιτιολόγητη και χωρίς περιορισμούς καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των λειτουργών που υπηρετούν στα εκπαιδευτήρια αυτά, εφόσον, η παροχή στους εκπαιδευτικούς σταθερού καθεστώτος απασχόλησης συνάπτεται άμεσα με την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου που παρέχουν, προς ωφέλεια τόσο της μαθητικής κοινότητας, όσο και του κοινωνικού συνόλου, γενικότερα.» Ανάλογα έχει κρίνει και ο Άρειος Πάγος (πρβλ. ΑΠ 864/76), κατά τον οποίο για την πραγμάτωση των συνταγματικά κατοχυρωμένων σκοπών της παιδείας απαιτείται η εξασφάλιση της μη συχνής εναλλαγής του διδακτικού προσωπικού και η αποφυγή αναιτιολόγητων απολύσεων.
Στο πλαίσιο των συνταγματικών αυτών επιταγών, κατά την πάγια νομολογία των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο του υπουργείου Παιδείας ασκεί έλεγχο νομιμότητας επί των απολύσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και έχει αρμοδιότητα να αρνηθεί την έγκριση της απόλυσης αν διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η καταγγελία έγινε παράνομα ή καταχρηστικά. (Βλ., αντί πολλών άλλων, ΣτΕ 245/98). Άλλωστε, όπως έχει κρίνει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1357/99) για να μην θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του ως άνω δικαιώματος του ιδιοκτήτη, η απόλυση θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε λόγους σχετικούς με την ικανότητα και την κατάρτιση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, την ποιότητα του διδακτικού του έργου, την όλη συμπεριφορά του καθώς και την ορθολογική οργάνωση και λειτουργία του σχολείου.
Όσο και να θέλουν τα αντίθετα οι σχολάρχες (μεταξύ τους και ο αδελφός του Πρωθυπουργού, για λογαριασμό του Αμερικανικού Κολλεγίου) και η «τρόικα», στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη νόμοι και Σύνταγμα. Η προσπάθεια διάλυσης της ιδιωτικής εκπαίδευσης και η παράδοση της ως μικρομάγαζου στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων θα μείνει στο κενό. Αποτελεί, όμως, ακόμη μια απόδειξη πόσο επικίνδυνη είναι η παρούσα κυβέρνηση και πόσο αναγκαίο είναι να ανατραπεί.