Η Αίγυπτος γκρεμίζει το νέο-οθωμανικό όνειρο
Η μουσουλμανική αδελφότητα, το «αδερφό» αιγυπτιακό κόμμα που αντιμετώπισε σαν μέντορες Ερντογάν και ΑΚΡ χάνει με βίαιο τρόπο την εξουσία αποτυγχάνοντας ολοκληρωτικά στα δύο σημαντικότερα προβλήματα της Αιγύπτου: Την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ρίχνει το 50% του πληθυσμού κάτω από το επίπεδο της φτώχιας, και τη συμφιλίωση των διαφορετικών σε στόχευση, ιδεολογία και κουλτούρα ομάδων, (ισλαμιστές, προοδευτικοί, υποστηρικτές του παλαιού καθεστώτος, αριστεροί), που έριξαν ένα χρόνο πριν τον Μουμπάρακ. Με την εξέλιξη αυτή η Τουρκία, ύστερα από μια σειρά λάθος υπολογισμών και «μικρομεγαλισμών» που διέρρηξαν τις σχέσεις της με σημαντικές χώρες της περιοχής, χάνει από πιστό της σύμμαχο τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό και σημαντικότερη για τις διεθνείς ισορροπίες χώρα της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, τίθενται σε άμεσο κίνδυνο ιδιωτικές επενδύσεις στην Αίγυπτο, επιχειρηματιών από την Ανατολία φίλα προσκείμενων στο ΑΚΡ ύψους 2 δις δολαρίων.
Το πλήγμα για τον Ερντογάν είναι πολύ μεγάλο, εμφανές στις έντονες και αγχώδεις αντιδράσεις του ίδιου και της κυβέρνησης του. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που διεξήγε εκστρατεία για την διεθνή καταδίκη των εξελίξεων στο Κάιρο,- οδηγώντας τις αιγυπτιακές αρχές να κάνουν επίσημη διαμαρτυρία για ανάμιξη στα εσωτερικά τους-, και οι επιτελείς του AKP από την 3η Ιουλίου υποστηρίζουν ότι οι πολυπληθείς διαδηλώσεις και ταραχές και στις δύο χώρες είναι μια προσπάθεια του διεθνή παράγοντα και του εβραϊκού λόμπυ για να προκαλέσουν πραξικοπήματα.
Η απαξίωση του «τουρκικού μοντέλου»
Αμερικανοί και ευρωπαίοι διαχρονικά θεωρούν σημαντική την Τουρκία για τη γεωστρατηγική της θέση, το μέγεθος της αγοράς της και το ότι είναι μια ισλαμική χώρα με, τουλάχιστον τυπικά, δυτικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία πολλοί πίστεψαν, ότι αποτελούσε την επιτυχημένη συνταγή για το πώς οι ισλαμιστές θα μπορούσαν συμμετέχοντας σε δυτικού τύπου πολιτικούς θεσμούς να μετατραπούν σε «δημοκράτες». Όμως τόσο ο λαϊκός ξεσηκωμός στην Αίγυπτο, όσο και οι συνεχιζόμενες εντάσεις ανάμεσα σε ισλαμικά και κοσμικά πολιτικά κόμματα και τους υποστηρικτές τους στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, δείχνουν ότι το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο» ενός «μετριοπαθούς» πολιτικού Ισλάμ δεν δίνει λύσεις.
Πολύ περισσότερο δε, όταν η πολιτική του ίδιου του Ερντογάν και του ΑΚΡ τους έκανε μάλλον μέρος του προβλήματος παρά της λύσης. Τα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν έναν Ερντογάν που όταν θεώρησε ότι παγίωσε τη θέση του, αποφάσισε να επιβάλλει μια ισλαμιστική ατζέντα στους συμπολίτες του αλλοιώνοντας τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Επιπλέον προχώρησε στον ασφυκτικό έλεγχο κάθε κέντρου εξουσίας στη χώρα, από τα ΜΜΕ ως το χώρο της οικονομίας, προωθώντας δικούς του ανθρώπους σε κάθε θέση κλειδί. Στην Τουρκία του 2013 όποιος δεν είναι μαζί με τον Ερντογάν και το ΑΚΡ είναι, αυτομάτως, εναντίον τους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Από τα «μηδενικά προβλήματα»
στα ανοιχτά μέτωπα παντού
Στην εξωτερική της πολιτική η Τουρκία ακολούθησε μια εξίσου διχαστική, και συχνά, τυχοδιωκτική πολιτική. Ξεκίνησε από μια πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη και την υιοθέτηση ενός ρόλου τίμιου και έντιμου «διαμεσολαβητή» στο διεθνές πεδίο. Από εκεί, σταθερά αλλά όχι αργά, μετακινήθηκε, σε συνεργασία πολλές φορές με τον έτερο «ταραξία», το Κατάρ, στην υποστήριξη σουνιτικών ισλαμικών ομάδων σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα. Με κάθε τρόπο και μέσο και εναντίον κάθε άλλης ομάδας, (σιιτών μουσουλμάνων, χριστιανών, κοσμικών, αριστερών, εθνικών μειονοτήτων). Με τον τρόπο αυτό επιτάχυνε την άναρχη ανατροπή διαχρονικών ισορροπιών, δεν μπόρεσε να εγγυηθεί, (όπως πολλάκις δεσμεύθηκε), άμεσα αποτελέσματα και δυναμίτισε εξελίξεις, τόσο στο Συριακό Εμφύλιο, όσο και αλλού.
Ως αποτέλεσμα οι σχέσεις της με Συρία, Ιράν και Ιράκ είναι πλέον μη υπάρχουσες, η σχέση με το Ισραήλ προβληματική, η σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα βήμα πριν το τέλος, και ακόμη και σταθεροί υποστηρικτές της Τουρκίας, όπως οι ΗΠΑ, θεωρούν τον Ερντογάν απρόβλεπτο και επικίνδυνο.
Το σουνιτικό πολιτικό τόξο
ήταν μόνο στο μυαλό τους…
Κομμάτι του νέο-οθωμανικού ονείρου ήταν η δημιουργία ενός σουνιτικού πολιτικού τόξου που θα ξεκινούσε από τον Ατλαντικό και θα έφτανε στην Κεντρική Ασία, και από τα Βαλκάνια ως την Αφρική και τον Ινδικό Ωκεανό. Οργανωτές, πάτρονες και χρηματοδότες θα ήταν η Τουρκία και τα πλούσια σουνιτικά κράτη του Κόλπου, (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Εμιράτα, Κουβέιτ κ.α.). Παρότι όμως το Κατάρ προώθησε ενεργά το σχεδιασμό αυτό, η Σαουδική Αραβία δεν τον υποστήριξε συστηματικά ποτέ, καθώς θεωρούσε ότι οι «λαϊκές εξεγέρσεις» έθεταν και την ίδια σε κίνδυνο και προτιμούσε τη διατήρηση των γνωστών και δοκιμασμένων καθεστώτων της περιοχής. Γι’ αυτό εξάλλου και οι Σαουδάραβες, μαζί με τα Εμιράτα και το Κουβέιτ, όχι μόνο δεν αντέδρασαν στην στρατιωτική επέμβαση στην Αίγυπτο, αλλά συνεχάρηκαν τη νέα κυβέρνηση και δεσμεύθηκαν να διαθέσουν άμεσα 12 δις δολάρια για τη στήριξη της αιγυπτιακής οικονομίας. Και το Κατάρ; Μετά την αλλαγή στην ηγεσία του μικρού κρατιδίου, (μίνι πραξικόπημα κατά πολλούς), που έφερε στην εξουσία τον 30χρονό γιο του εμίρη Αλ Θανί, και την αποπομπή του έως τότε πρωθυπουργού και υπουργού εξωτερικών, (που θεωρήθηκε υπεύθυνος για λάθος επιλογές στη Συρία που οδήγησαν στην ισχυροποίηση ακραίων ισλαμιστικών ομάδων), το Κατάρ φαίνεται να ακολουθεί μια πολύ λιγότερο φιλόδοξη εξωτερική πολιτική. Το Κατάρ λοιπόν επίσης συνεχάρη τη νέα κυβέρνηση της Αιγύπτου. Πλέον η Τουρκία, αν συνεχίσει να αντιδρά με την ίδια ένταση στην αλλαγή στο Κάιρο, κινδυνεύει να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις της και με τα ισχυρά κράτη του κόλπου.
Τι μας ξημερώνει;
Ακόμη και αν η Δύση σταματήσει να υποστηρίζει την αλλαγή καθεστώτων στην Β. Αφρική και Μέση Ανατολή, και στοιχηθεί με τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου στη διατήρηση των ισορροπιών, το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι. Είναι πολύ δύσκολο να σταματήσει η γενικευμένη αναταραχή και να συμφιλιωθούν μεταξύ τους αντίθετες ομάδες που συγκρούστηκαν με μεγάλη σκληρότητα και κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η όποια εξέλιξη στην Αίγυπτο θα είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριστική, τόσο λόγω του μεγέθους της χώρας, όσο και λόγου του τόνου που θα δώσει για την ευρύτερη περιοχή. Κρίσιμο είναι επομένως να βρεθεί ένας τρόπος να συμβιώσουν οι αντιτιθέμενες ομάδες χωρίς αποκλεισμούς, καθώς, αν συνεχιστεί η προσπάθεια περιθωριοποίησης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, οι πιθανότητες ακόμη και για εμφύλια σύγκρουση πολλαπλασιάζονται. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το κύμα των προσφύγων που θα δεχθεί η Ελλάδα δεν μπορεί ούτε καν να συγκριθεί με τον αριθμό των ανθρώπων που οδήγησαν οι συγκρούσεις σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Συρία στη χώρα μας.
Ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα θα είναι επίσης η στρατηγική της Τουρκίας από εδώ και πέρα. Θα χάσει ολοκληρωτικά την Αίγυπτο; Θα «αποσυρθεί» σχετικά από τη Μέση Ανατολή δίνοντας περισσότερο έμφαση στα, βαλτωμένα για χρόνια, ελληνοτουρκικά, επικαιροποιώντας τακτικές και διεκδικήσεις; Θα επενδύσει ξανά στη σχέση της με το Ισραήλ; Και αν ναι, πώς θα επηρεάσει αυτό τις εξελίξεις στο Κυπριακό; Κυρίως, μετά τα πλήγματα στο προφίλ του Ερντογάν, στο εσωτερικό και το διεθνές πεδίο, θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια μελλοντική ηγετική ομάδα; Και ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της;