Άλλοτε και τώρα
Τέτοιες μέρες άλλοτε, όλοι ετοιμαζόντουσαν. Για τη μεγάλη έξοδο.
Όσο πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης, στα σπίτια επικρατούσε ατμόσφαιρα ανυπομονησίας και ανείπωτης χαράς. Ατέλειωτες συζητήσεις για τα απαραίτητα που έπρεπε να πάρουν μαζί τους. Οι πιο οργανωτικοί, είχαν ήδη έτοιμο τον κατάλογο. Οι υπόλοιποι, απλά, τελευταία στιγμή στοιβάζανε, ό,τι νόμιζαν απαραίτητο, σε βαλίτσες που δύσκολα φορτωνόντουσαν στη σχάρα του αυτοκινήτου ή ακόμη πιο δύσκολα κουβαλιόντουσαν μέχρι το ΚΤΕΛ ή το ποστάλι της γραμμής.
Οι γειτονιές και οι αλάνες, της Αθήνας – εκεί που τα παιδιά παίζανε άλλοτε ανέμελα και ασφαλή-άδειαζαν από τις φωνές τους.
Οι πιο πλούσιοι, έφευγαν για τα κοσμικά θέρετρα της εποχής. Οι απλοί νοικοκυραίοι, επέλεγαν κάποιο παραθαλάσσιο ή και βουνίσιο προορισμό, σε κάποιο νοικιαζόμενο δωμάτιο ή στο πατρικό τους, κάπου στην κοντινή ή μακρινή επαρχία. Για να περάσουν, έστω και λίγες μέρες, μακριά από την ρουτινιάρικη πραγματικότητα και τα καθημερινά άγχη.
Γιατί άγχη υπήρχαν και τότε. Λιγότερα όμως από τα σημερινά. Και άλλου είδους.
Άλλοτε και τώρα…
Τότε, που όλοι μπορούσαν να κάνουν τους υπολογισμούς τους. Τόσα τα έξοδα των παιδιών, τόσα για φαγητό, τόσα για διασκέδαση. Τα στρίμωχναν από ‘δω, τα στρίμωχναν από ‘κει και κάπου ισοφαρίζανε.
Τώρα, δύσκολα βγαίνει ο λογαριασμός.
Στο καθημερινό λεξιλόγιο της μνημονιακής Ελλάδας έχουν εμφιλοχωρήσει πρωτόγνωρες λέξεις, που το άκουσμα τους και μόνο επηρεάζει το θυμικό όλων. Και αυτών που είναι δυνατοί στα λογιστικά και αυτών που δεν διαθέτουν οικονομικές γνώσεις.
ΕΤΑΚ, χαράτσια, έκτακτη εισφορά, εκκαθαριστικά, φόροι, εισφορές κ.λπ. αποτελούν τους καθημερινούς νέους κώδικες επικοινωνίας . Θέματα εφιαλτικών συζητήσεων και αδιέξοδων προβληματισμών.
Πού να βρει το κέφι του ο μέσος οικογενειάρχης («τυχερός» αν έχει τύχη και δεν είναι άνεργος…) να προγραμματίσει διακοπές, όταν πρέπει να στύψει το μυαλό του για να βρει τρόπους απλής επιβίωσης, γι’ αυτόν και την οικογένεια του;
Άλλοτε και τώρα…
Τότε που ο κόσμος γελούσε. Και διασκέδαζε, ακόμη και με τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Και που ζούσε με την ελπίδα και την προσμονή των καλοκαιρινών διακοπών.
Και ας υπήρχαν, λίγοι ή πολλοί, που μένουν πίσω. Και γι’ αυτούς, υπήρχε η λύση. Τα καλοκαιρινά σινεμά, τα ταπεινά ταβερνάκια της γειτονιάς και οι παρέες των φίλων που ξεμένανε και αυτοί πίσω.
Και βέβαια υπήρχαν και τότε προβλήματα. Όχι όμως τόσο μεγάλα όπως τα σημερινά.
Ενώ τώρα….
Άραγε θα μας δώσει ποτέ κάποιος πίσω τα καλοκαίρια που χάθηκαν;