Να συνέλθουμε αλλ’ όχι επί των εθνικών ερειπίων

Αντιθέτως. Η κριτική όχι μόνον είναι θεμιτή, αλλά κι επιβάλλεται. Ακόμη και η σκληρότατη. Ως μέρος όμως γόνιμου διαλόγου, με κοινό στόχο την αποτροπή μοιραίων και τελικά ολέθριων ολισθήσεων. Και οι ολισθήσεις, μπορεί να προέλθουν τόσο από ατυχείς κυβερνητικές αποφάσεις και χειρισμούς, όσο και από αντιπολιτευτικές συμπεριφορές.

Αυτά δεν είναι θεωρητικολογίες. Γιατί μπορεί μεν ν’ αποτελούν απλουστευτικές προσεγγίσεις όσων αδυσώπητων εξελίσσονται σ’ επίπεδο κρατικής παθογένειας και όσων βάναυσων εισπράττονται από τους πολίτες σ’ επίπεδο καθημερινότητος, αλλά ταυτοχρόνως: Αφενός ανακλούν μια επώδυνη πραγματικότητα. Και αφετέρου προσδιορίζουν την άμεση αναγκαιότητα ουσιαστικής επανεκτιμήσεως συμπεριφορών κι επαναδομήσεως του πολιτικού λόγου. Κυρίως από εκείνους που είτε από τη θέση των θεσμικών διαχειριστών, είτε από εκείνη των ελεγχόντων, υπέχουν βαρύτατες ευθύνες για το εθνικό πολυτραυματισμένο γίγνεσθαι.

Προκειμένου ν’ αποσοβηθούν τα χειρότερα. Και ει δυνατόν η χώρα ν’ανανήψει. Κάτι που περνά μεν-κι ευθέως-από την οικονομική επανανάκαμψη, αλλά και που συναρτάται στον ίδιο βαθμό: Πρώτο: Προς την αποπυροδότηση των έωλων διχαστικών συνδρόμων που αυτή τη στιγμή διέπουν (κατά κλιμακούμενο τρόπο και δυναμική) το πολιτικο-κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Δεύτερο: Προς την ανάταξη αισθήσεως μείζονος υπευθυνότητος σε όλα τα επίπεδα, που θα μεταφρασθεί σε μιαν έστω κι ελάσσονα συναντίληψη όσον αφορά τις κρισιμότερες παραμέτρους της κρίσεως που υπονομεύει την χώρα.

Εάν αυτά δεν αποβούν ζωτικό μέρος των προβληματισμών του καθενός και αν δεν οδηγήσουν στην αποβολή της αλληλοαπορρίψεως (που απολήγει συνήθως σε άδηλες αλληλοπρογραφές) οι πιθανότητες δεν είναι ιδιαιτέρως πολλές όσον αφορά την ελπίδα εξόδου από τον φαύλο κύκλο, που οι δυναμικές της υφέσεως αφενός και της αποδομήσεως του κοινωνικού ιστού αφετέρου αναπαράγουν ως ανατροφοδοτούμενοι συντελεστές. Οδηγώντας με μαθηματική βεβαιότητα, προς προαυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες καταρρεύσεων! Κι αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύεται με ανώδυνες πολιτικές ρητορικές, ή και παρηγορητικές (κι εν πολλοίς μικροπολιτικές) φιλολογίες. Γιατί τυχόν μια τέτοια κι απευκταία εξέλιξη, θα εξισωθεί με προδεδομένους εθνικούς ακρωτηριασμούς. Με όρους κι εσωτερικών εκπτώσεων κι εξωτερικών συνεπειών. Που θα ερμηνευθούν με όρους γεωπολιτικών τετελεσμένων. Δεδομένων των κρισίμων κινδύνων που διαγράφονται. Και της κακοβουλίας που ελλοχεύει για ευκαιρίες.

Οπόταν-για να πούμε (και να δούμε) τα πράγματα με τα’ όνομα τους: Θα βρεθούμε με λιγότερη ενδεχομένως Ελλάδα! Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά και προπαντός αυτονόητα.

Κι ακριβώς εδώ βρίσκεται για όλους η μείζων ευθύνη. Να μη την παραμερίζουμε και να μη την μετατοπίζουμε πίσω από την καθημερινή άσκηση πολιτικής. Να μη την κρύβουμε κάτω από το χαλί, με άλλα μας χάλια. Γιατί θα την βρούμε μπροστά μας ούτως ή άλλως. Και μάλιστα ενδεχομένως με μη αναστρέψιμη φορά. Οπόταν ουαί και αλίμονον! Κι εαυτούς βεβαίως πρέπει να μεμφόμεθα. Είτε στους μεν ανήκουμε, είτε στους δε. Στην κατάσταση που η χώρα περιέρχεται (και ιδιαιτέρως με όσα εγκυμονούνται καθ’ οδόν) ουδείς θα μπορεί να δηλώσει αθώος, εάν δεν υπάρξουν εκ προοιμίου (και όχι εκ των υστέρων) δείγματα διαφορετικής γραφής, από εκείνη που συνέδραμε στις αδυσώπητες αγκυλώσεις και τις βάναυσες παθογένειες τις οποίες σήμερα βιώνουμε ως έθνος.


Σχολιάστε εδώ