Ευρώπη – Ρωσία

Η Ρωσία απέσυρε το ενδιαφέρον της γιατί διαπίστωσε ότι η αγορά της ΔΕΠΑ μπορούσε να εξελιχθεί σε παγίδα. Θα έθετε υπό κατηγορία και αμφισβήτηση συνολικά τη θέση της Gazprom στην Ευρώπη, με το επιχείρημα ότι είναι μονοπωλιακή και καταχρηστική. Επιπλέον, ειδικότερα για τη ΔΕΠΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προέβαλλε βέτο.

Παραμένει, βεβαίως, το ερώτημα πώς μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρεμβαίνει τόσο απροκάλυπτα στην ενεργειακή πολιτική μιας χώρας – μέλους με το πρόσχημα του δήθεν ελεύθερου ανταγωνισμού;

Οι Αμερικανοί, αφού ματαίωσαν άλλους Ρωσικούς ανταγωνιστικούς αγωγούς, βλέπουν επίσης με ικανοποίηση να υλοποιείται ο ένας από τους δύο εναλλακτικούς αγωγούς που υποστηρίζουν, ο ΤΑΡ. Αυτό δε σημαίνει ότι παραιτούνται από την ιδέα της κατασκευής του Nabucco. Αρκεί να βρεθούν τα αναγκαία αποθέματα προς μεταφορά στην Ευρώπη. Τα υπάρχοντα σήμερα αποθέματα, αποκλειομένου για πολιτικούς λόγους του Ιράν, είναι αυτά του Κατάρ. Τα τελευταία θα μπορούσαν να εξαχθούν με αγωγό μέσω Ιράκ και Συρίας, που θα προεκτεινόταν μετά ως αγωγός Nabucco μέσω Τουρκίας. Είναι μια από τις κρυφές και ανομολόγητες πτυχές του πολέμου στη Συρία, όπου έχει μεγάλη εμπλοκή το Κατάρ.

Μια άλλη αναδυόμενη πηγή φυσικού αερίου είναι τα κοιτάσματα της ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, με πρώτα αυτά του Ισραήλ και της Κύπρου. Ούτε το Ισραήλ, ούτε η Κύπρος φαίνονται διατεθειμένοι σήμερα να δρομολογήσουν τη μεταφορά του φυσικού τους αερίου προς την Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Ιδιαίτερα όμως από Ελληνική πλευρά, δεν πρέπει να υποτιμάται η Αμερικανική εμμονή και επιμονή σε μια στρατηγική αλληλεξάρτηση του Ελληνικού και του Τουρκικού χώρου για λόγους ευρύτερης υψηλής στρατηγικής. Πρέπει γι’ αυτό η Ελληνική πλευρά να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και επιφυλακτική απέναντι σε ύποπτη Αγγλο-Αμερικανική σπουδή για δήθεν «λύση» του Κυπριακού.

Σε ότι αφορά ειδικότερα τον αγωγό ΤΑΡ, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένη από την πρόκρισή του, εφόσον οδηγήθηκαν σε ματαίωση τόσο ο αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρουπόλεως, όσο και ο South Stream. Οι Αζέροι συνέδεσαν τον αγωγό ΤΑΡ με την αγορά του δικτύου διανομής φυσικού αερίου ΔΕΣΦΑ. Γιατί τόσο διαφορετική στρατηγική από τις δύο πλευρές; Γιατί η κρατική εταιρεία SOCAR του Αζερμπαϊτζάν θεωρεί επωφελή και στρατηγική επένδυση την αγορά του ΔΕΣΦΑ και η Ελληνική πλευρά θεωρεί τόσο επιτακτική την αποκρατικοποίησή του και την πώλησή του, σε τιμή ευκαιρίας, σε μια ξένη κρατική εταιρεία;

Γιατί «συμφέρει» την Ελλάδα μια τέτοια αποκρατικοποίηση, που δεσμεύει και υποθηκεύει επιπλέον την ελεύθερη άσκηση ενεργειακής πολιτικής σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα; Το ίδιο και πολύ περισσότερο ισχύει για τη ΔΕΠΑ. Γιατί πρέπει η Ελλάδα ν’ αποκρατικοποιήσει τη ΔΕΠΑ, όταν επιπλέον το θέμα προκαλεί γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και όταν η Ελλάδα έχει μπροστά της την προοπτική να καταστεί σύντομα η ίδια παραγωγός φυσικού αερίου;

Το θέμα όμως των αγωγών στη ΝΑ Ευρώπη υπερβαίνει κατά πολύ τη γεωγραφική αυτή περιοχή. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και τη συνεργασία της με τη Ρωσία. Λογικά, θα ανέμενε κανείς μετά τη πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την επικράτηση στη μετασοβιετική Ρωσία, του καθεστώτος της ελεύθερης αγοράς, ότι τα πράγματα θα άλλαζαν καταλυτικά και στις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας.

Διαπιστώνεται, όμως, ότι για τις ΗΠΑ η μετασοβιετική Ρωσία δεν έπαυσε να αντιμετωπίζεται ως κύριος γεωπολιτικός ανταγωνιστής, ακολουθούμενος από κοντά από την Κίνα.

Η πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως συνδυάσθηκε με τη δυναμική προβολή και προσπάθεια επιβολής ενός ακραίου διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, με αιχμή το παγκοσμιοποιημένο χρηματο-πιστωτικό σύστημα. Η Ρωσία του Γιέλτσιν φαινόταν να υποκύπτει στην έφοδο αυτή με πρόσχημα τις ιδιωτικοποιήσεις και την ελεύθερη αγορά.

Είναι γνωστό που οδηγήθηκε η Ρωσία με την πολιτική αυτή. Η έλευση Πούτιν ήρθε ως αποκατάσταση μιας εθνικής στρατηγικής και ως αντίδραση στο ξεπούλημα της χώρας και των πλουτοφόρων πηγών της στο ξένο κεφάλαιο και σε Ρώσους ολιγάρχες. Η άνοδος Πούτιν και η εφαρμογή εθνικών στρατηγικών στη Ρωσία αντιμετωπίσθηκε ως νέος κίνδυνος από τους σχεδιαστές και προαγωγούς της νέας διεθνούς τάξεως, που προβάλλουν ως έμβλημα την παγκοσμιοποίηση.

Ανεβίωσε, με άλλη μορφή, ένας νέος ψυχρός πόλεμος κατά της Ρωσίας. Με δεδομένο το γεγονός ότι οι ενεργειακοί πόροι αντιπροσωπεύουν για τη Ρωσία το σημαντικότερο οικονομικό κεφάλαιο, οι ενεργειακές σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη έγιναν προνομιακός στόχος των Αμερικανικών πιέσεων προς την Ευρώπη.

Η Γερμανία αντετάχθη στις πιέσεις και προχώρησε επί καγκελαρίου Σραίντερ στην κατασκευή του λεγομένου Βόρειου Αγωγού φυσικού αερίου της Βαλτικής. Η Γερμανία έχει μεγάλη ανάγκη από το Ρωσικό φυσικό αέριο, εφόσον δεν έχει δικές της πηγές ενέργειας και δεν προκρίνει την πυρηνική παραγωγή ενέργειας, όπως, π.χ. η Γαλλία. Η Γερμανία όμως βλέπει και στις μεγάλες εισαγωγές Ρωσικής ενέργειας δικές της εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και στρατηγικές επενδύσεις στη μεγάλη Ρωσική αγορά.

Στρατηγικές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία ήθελε και ο προηγούμενος Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, όπως και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μπερλουσκόνι. Υπήρχε όμως και η σκληρή φιλο-Ατλαντική φράξια στην Ευρώπη, που ήθελε στενότερη στρατηγική σύνδεση και ενοποίηση με τις ΗΠΑ, με τη μορφή μιας διατλαντικής γεωπολιτικής ενότητας, στρατηγικής και οικονομικής.

Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να εξουσιοδοτήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έναρξη διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για την εγκαθίδρυση Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, στοχεύει προς αυτή την κατεύθυνση. Ομολογουμένως, το αυτονόητο δεν είναι πάντοτε το επικρατέστερο. Η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να έχει στρατηγικές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ όμως, δεν θέλουν γεωπολιτική αυτονομία της Ευρώπης: Επιδιώκουν τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης γεωπολιτικής ενότητας ΗΠΑ – Ευρώπης έναντι της Ρωσίας και της Κίνας.


Σχολιάστε εδώ