Πόσο μακριά μπορούν να πάνε οι 2;
Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ στερεί από τον κυβερνητικό συνασπισμό, πολιτικό εύρος, αλλά και το λεγόμενο «αριστερό πρόσημο» που σε ορισμένες περιπτώσεις λειτούργησε ως «άλλοθι» για την προώθηση φιλελεύθερων πολιτικών. Του προσδίδει ωστόσο μεγαλύτερη ομοιογένεια, άρα και μεγαλύτερη ισχύ για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών στη χώρα. Υπό τον όρο ότι και οι δυο πλευρές θα αναζητήσουν και θα βρουν έναν κοινό βηματισμό, θα ξεπεράσουν μικροκομματικούς ανταγωνισμούς και επιδιώξεις και αφού κλείσουν τους λογαριασμούς που «άνοιξαν», με την ευθύνη του ενός ή του άλλου, στη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
«Αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις που αναγκαστικά θα γίνουν η επικαιροποίηση της προγραμματικής συμφωνίας, όπου ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα θελήσει να συμπεριλάβει προτάσεις και μέτρα που μέχρι πρότινος προσέκρουαν στις αντιρρήσεις (διαφωνίες) του Μεγάρου Μαξίμου. «Το τοπίο ξεκαθάρισε, μπορούμε τώρα να συνεχίσουμε το έργο που έχουμε αναλάβει χωρίς υπαναχωρήσεις, αστερίσκους και επιφυλάξεις» τόνιζαν κυβερνητικοί παράγοντες, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι η παρουσία της ΔΗΜΑΡ στη κυβέρνηση, σε αρκετές περιπτώσεις, λειτουργούσε ως τροχοπέδη. Υπογράμμιζαν επίσης ότι οι περισσότερες ενδοκυβερνητικές εντάσεις και διαμάχες είχαν ως «πρωταγωνιστές» στελέχη που είχαν υποδειχθεί από τη Δημοκρατική Αριστερά (Αντ. Μανιτάκης, Αντ. Ρουπακιώτης, Φ. Σκοπούλη).
Με το φάντασμα των πρόωρων εκλογών να πλανάται πάνω από τη χώρα και τους δανειστές να απειλούν ευθέως ακόμη και με διακοπή της χρηματοδότησης, η συνεργασία ήταν μονόδρομος για τον Αντ. Σαμαρά και τον Β. Βενιζέλο. Αντίθετη επιλογή, εκτός του ότι θα επέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα, θα προκαλούσε την οργή των πολιτών, η οποία και θα εκδηλωνόταν με τον πιο έντονο τρόπο την ώρα της κάλπης. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ θα καλούνταν να καταβάλλουν βαρύ κόστος που με την άκριτη επιλογή τους θα είχαν πετάξει στα άχρηστα τις θυσίες τεσσάρων χρόνων από τα εκατομμύρια των ελλήνων.
Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί έσπευσαν να δηλώσουν την αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν την προσπάθεια που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2012, μιλώντας αμφότεροι για εξάντληση της τετραετίας. Γνωρίζουν ωστόσο ότι τόσο μακρόπνοα σχέδια δεν μπορούν να έχουν τύχη, στις σημερινές συνθήκες φαντάζουν σχεδόν εξωπραγματικά. Κατά συνέπεια αυτό που αναζητούν είναι πολιτικό χρόνο, ούτως ώστε να καταφέρουν να προωθήσουν με επιτυχία του πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, αλλά και την προώθηση μέτρων που θα ανακουφίσουν τις αδύναμες οικονομικά κατηγορίες πολιτών.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ελπίζουν ότι θα επιτύχουν να ανακάμψουν οι ίδιοι και τα κόμματά τους.
Περισσότερο από τους δύο ο κ. Σαμαράς, ο οποίος έχει πληγεί ιδιαίτερα, διότι χρεώνεται σημαντικό μερίδιο ευθυνών για την «κρίση των δέκα ημερών» που πέραν των άλλων τραυμάτισε και την αξιοπιστία της χώρας διεθνώς. Διότι, μπορεί να ήταν ο Φ. Κουβέλης που αποχώρησε από το κυβερνητικό συνασπισμό, ωστόσο αυτό και άλλα πολλά, θα είχαν αποτραπεί αν δεν είχε μεσολαβήσει το αιφνιδιαστικό λουκέτο στην ΕΡΤ και οι κάκιστοι (αδέξιοι) χειρισμοί του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Κι είναι τα παραπάνω ένας από τους λόγους, ίσως ο κυριότερος, που ο κ. Σαμαράς υποχρεώνεται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. «Για να κρατήσει το θρόνο του έδωσε το στέμμα του αντιβασιλέα στον Βενιζέλο» ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο πολιτικών παραγόντων, με αφορμή (και) τις φήμες που ήθελαν τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να αναλαμβάνει θέση αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση. Την ίδια ώρα που οι πληροφορίες κάνουν λόγο για αυξημένο βαθμό συμμετοχής του στο υπουργικό συμβούλιο, δυσανάλογο με την εκλογική επίδοσή του στην αναμέτρηση του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη πλευρά και ο κ. Βενιζέλος, ελπίζει ότι προϊόντος του χρόνου θα καταφέρει να ανακάμψει πολιτικά, να εκμεταλλευτεί τις πιθανές επιτυχίες της κυβέρνησης, και να φτάσει ως τις επόμενες εκλογές με άλλη δυναμική.
Σε πρώτη φάση οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος θα επιδιώξουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα πρόσθετα εμπόδια που συσσώρευσε η τελευταία κρίση και πολύ γρήγορα να επαναφέρουν τη κυβερνητική μηχανή στις μεγάλες ταχύτητες. Στο πίσω μέρος του μυαλό τους έχουν προς το παρόν την… εξάντληση του 2013, κι αφού θα έχουν μεσολαβήσει οι γερμανικές εκλογές. Την 1η Ιανουαρίου 2014 η χώρα μας αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρα μέχρι το τέλος Ιουνίου η προσφυγή στις κάλπες θα είναι απαγορευμένη. Μπορεί άραγε αυτή η κυβέρνηση να φτάσει τόσο μακριά; Πολιτικοί αναλυτές, αλλά και στελέχη κομμάτων εκτιμούν ότι «Σαμαράς και Βενιζέλος είναι καταδικασμένοι να προχωρήσουν μαζί, όσο πιο πέρα γίνεται».
Θα φροντίσουν, λένε, γι’ αυτό οι δανειστές που σε κάθε ευκαιρία θα τους απειλούν με διακοπή της χρηματοδότησης και τον «μπαμπούλα» της χρεοκοπίας. Άλλοι παράγοντες ωστόσο εμφανίζονται επιφυλακτικοί, αν όχι απαισιόδοξοι, ως προς τη βιωσιμότητα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού.
Θεωρούν ότι τα πάντα θα κριθούν στην απευκταία περίπτωση που θα κληθούν να λάβουν πρόσθετα επώδυνα μέτρα. Επιπλέον, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η συνεργασία να τιναχτεί στον αέρα με πρωτοβουλία και ευθύνη ενός εκ των δύο κομμάτων, αν η ηγεσία του διαπιστώσει ότι η προσφυγή στις κάλπες εξυπηρετεί καλύτερα και πιο αποτελεσματικά τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες του.