Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Πλούσια είναι τα ελέη του Θεού που μας προσφέρει απλόχερα το γλυκό και μοναδικό ελληνικό καλοκαιράκι. Ανάμεσα στις «ανάσες» που μας χαρίζει για να απαλαίνει τα βάσανα της καθημερινότητας μας, η πιο αναμενόμενη και η πιο καλοδεχούμενη παρένθεση, είναι τα πανηγύρια στη μνήμη κάποιου θαυματουργού Αγίου ιδιαιτέρως δημοφιλή στον λαό. Πανηγύρια που πέραν του εκκλησιαστικού τους μέρους συνοδεύονται πάντοτε με κλαρίνα, νταούλια, χορούς, και ολονύχτια ξεφαντώματα.
Και είναι πλουσιότατο το καλοκαιράκι μας σε γιορτές Αγίων, καθώς μάλιστα πολλά τοπωνύμια είναι φερώνυμα τους, η επιτυχία της γιορτής γίνεται προσωπική υπόθεση κάθε κατοίκου της περιοχής, θρησκευόμενου ή όχι, αλλόδοξου ή και άθεου, είτε σε μεγάλη πόλη, είτε σε κωμόπολη, ή χωριό. Στήνουν τους πάγκους με το εμπόρευμά τους οι πανηγυρτζήδες, φοράνε οι γυναίκες τα καλά τους, «συγύρισαν» το σπιτικό τους, και κυριαρχεί στους δρόμους μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Επωφελούνται της ευκαιρίας και μερικοί ξενιτεμένοι για μια σύντομη επίσκεψη στη πατρώα γη με τη πρόφαση του «προσκυνήματος»: Ν’ ανάψουν ένα κερί στη ψυχή των γονιών τους και να τσουγκρίσουν το κρασοπότηρό τους με τους παλιόφιλους των νεανικών τους χρόνων, να φρεσκάρουν τις αναμνήσεις που τους συντροφεύουν στα ξένα.
Εξαίρεση αποτελεί μια εορτή συνδεδεμένη μεν με Άγιο, αλλά που ουδεμία… συγγένεια ή σχέση έχει μαζί του. Πραγματοποιείται στο τέλος της άνοιξης, τις ημέρες του εαρινού ηλιοστάσιου, τότε που ο ήλιος πιάνει τη κατηφόρα, πριν αναλάβει με… «ζέση» τα καθήκοντά του το καλοκαίρι. Ένα πάνδημο πανηγύρι προσφιλές στο λαό στα χρόνια που οι διασκεδάσεις ήταν ελάχιστες. Γι’ αυτό και οι απλοί άνθρωποι το περίμεναν μετρώντας τις μέρες. Ένα πανηγύρι που δεν είχε ιδιαίτερη ονομασία και που το… φορτώθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος οποίος απέκτησε από δαύτο το προσωνύμιο «Φρυγανάς ή Ριγανάς…» Τότε, στις 23 Ιουνίου παραμονή της ημέρας της γέννησης του, άναβαν φωτιές στις γειτονιές, όπου όλοι οι κάτοικοι προσέφεραν το κάτι τις τους για… κάψιμο και που όταν οι φλόγες καταλάγιαζαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά έπαιρναν φόρα και τις πηδούσαν.
Πολλές ημέρες πρωτύτερα οι νοικοκυρές προχωρούσαν σε… απογραφή της σαβούρας για ξεσκαρτάρισμα που υπήρχε στο σπίτι, και που προόριζαν για κάψιμο. Μια κουτσή… καρέκλα με τρύπια τη ψάθα της θα θυσιάζονταν σαν την Ζαν Ντ’ Αρκ επί της πυράς. Ένα σπασμένο σκαμπό που ανέβαινε ο σύζυγος για ν’ αλλάξει τη λάμπα του φωτιστικού και παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί, ένα μαξιλάρι που είχε γίνει ενδιαίτημα κοριών, και διάφορα άλλα μπιχλιμπίδια χαρακτηρισμένα ως «άχρηστα», οδηγούνταν στην αποτέφρωση. Από νωρίς εκείνο το απόγευμα, οι έχοντες πάρει αυτοβούλως το γενικό πρόσταγμα, εντόπιζαν το μέρος που θα έβαζαν το μπουρλότο. Έπρεπε αφ’ ενός οι φλόγες να μην απειλήσουν τα γύρω σπίτια, να υπάρχει αφ’ ετέρου αρκετός χώρος μακράν της… διακεκαυμένης ζώνης για τους θεατές ώστε να μη τσουρουφλιστούνε, και μπόλικη άπλα για να πάρει φόρα ο υποψήφιος… άλτης. Καθώς δεν ήσαν πυκνοδομημένες οι γειτονιές, πρόβλημα εκλογής του σημείου που θα γινόταν η αφή της πυράς δεν υπήρχε. Μόλις έφτανε το σούρουπο, άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών και φορτωμένοι με τα καταδικασμένα έπιπλά τους προσερχόταν οι… δότες στο θυσιαστήριο. Στην αρχή δεν δημιουργούσαν μια μεγάλη σωρό, αλλά διάλεγαν μερικά αντικείμενα από τα πιο εύφλεκτα να χρησιμοποιήσουν για προσάναμμα. Διότι υπήρχε κίνδυνος να ανάψουν φωτιά χωρίς φλόγα, οπότε πέραν της γρουσουζιάς, θα ντουμάνιαζε η γειτονιά με τους καπνούς από τη τζίβα των καναπέδων που θα σιγοκαίγονταν. Μόλις η φωτιά άρχιζε να καταβροχθίζει σαν μεζεδάκια τα πρώτα μικροπράματα, πλησίαζαν οι γυναίκες και με μια πραγματική ιεροτελεστία, πέταγαν τους ξεραμένους «Μάηδες» που είχαν κρεμάσει πάνω από την εξώπορτα του σπιτιού την παραμονή της πρωτομαγιάς. Βλέπεις ήταν αδιανόητο τότες, να μην υποδεχτείς τον Μάη μ’ ένα καλοφτιαγμένο από τα χέρια σου στεφάνι με φανταχτερά και μυρωδάτα λουλούδια, ή αγορασμένο από τους λουλουδάδες, στα «ανθεστήρια» που γινόταν στους «Ποδαράδες» όπως λεγότανε η Νέα Φιλαδέλφεια. Και το μαγιάτικο στεφάνι όφειλε να καεί επισήμως. Ήταν ένα πολύ ωραίο έθιμο οι ξεχασμένες πια φωτιές του Αϊ Γιαννιού. Αλλά ο τρόπος ζωής που άλλαξε, οι πόλεις που θέριεψαν και έγιναν τέρατα, τα τροχοφόρα, με κυρίαρχα τα αυτοκίνητα που κατέκτησαν κάθε μέτρο γης, η μοναξιά του ατόμου όπου κανένας δεν ξέρει ποιος κάθεται δίπλα του, το χαμόγελο και η «καλημέρα» που χάθηκαν μαζί με τόσα και τόσα, ατόνησαν και έσβησαν έθιμα και τελετουργίες που θυμούνται με συγκίνηση μονάχα οι παλαιότεροι…
Δεν γνωρίζω φυσικά πως οι φωτιές συνδέθηκαν με τα τιμώμενα γενέθλια του Αγίου λες και ήτανε μπουρλοτιέρης ή πυρομανής. Ούτε αν είναι ξενόφερτες που ενθουσίασε τους έλληνες και τις καθιέρωσαν με το πρώτο. Το γεγονός όμως ότι ο Φελλίνι γύρισε μια από τις ωραιότερες ταινίες του, το «Amarcord» βασισμένο στη ζωή μιας προπολεμικής ιταλικής κωμόπολης όπου με συμμετοχή όλων των κατοίκων, έκαιγαν στη Κεντρική Πλατεία με τραγούδια τη μάγισσα «Χειμώνας» και πηδάγανε τις καύτρες, ήσαν εικόνες πολύ γνώριμες, που οδηγούν στη σκέψη. πως είναι ένα διαδεδομένο έθιμο των λαών της Μεσογείου.
Αλλά ας γυρίσουμε στην Ελλάδα όπου εκτός από τις φωτιές, διενεργείτο την ίδια ημέρα σε «στενό κύκλο» και ο Κλήδονας, όπου οι ανύπαντρες κοπέλες πληροφορούνταν δια στόματος γραίας κουτσομπόλας τις ενδόμυχες σκέψεις του άνδρα των ονείρων τους. Εκτός όμως από χρησμούς για στεφανώματα, ακούγονταν και σπόντες για «πομπές» απολύτως διασταυρωμένες. Έκανε νύξεις π.χ. με ποιόν τραβιότανε η Άλφα σε… «τόπους χλοερούς». Ήξερε τι ώρα γύριζε τα βράδια σπίτι της η Βήτα καλύτερα και από σταθμάρχη του ΟΣΕ για την άφιξη του Intercity, και δεν της ξέφευγε με ποιά κεράτωνε τη γυναίκα του ο Προκόπης ο ψιλικατζής.
Η διαδικασία ήταν απλή, και μπορούσε στην ανάγκη να την πραγματοποιήσει και ένας οικονομολόγος: Την παραμονή της τελετής, τρείς νεαρές, -παρθένες κατά γενική παραδοχή- έπαιρναν ένα κιούπι σε μικρογραφία, και πήγαιναν στη δημόσια κρήνη απ’ όπου το γέμιζαν νερό χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά. Κατόπιν, επέστρεφαν πάντοτε σιωπηλές. Σημειωτέον πως απαγορευότανε να βγάλουν «Αχ», έστω κι’ αν παρουσιαζότανε μπροστά τους ο Απόλλων ή ο Αρίων ο κιθαρωδός, με τη κιθάρα ή άλλο όργανό του ανά χείρας, και τους «έκλεινε το μάτι». Ακολούθως μέσα στο κιούπι με το «αμίλητο νερό» έριχναν ένα προσωπικό τους μικροαντικείμενο οι κοπελιές της γειτονιάς, και αφού το σφράγιζαν, το έβαζαν να διανυκτερεύσει πλάι στο πηγάδι
Νωρίς το άλλο απόγευμα, η ειδική… «κληδονιολόγος» ηλικιωμένη κυράτσα, πότισε την αυλή της όπου «θα ελάμβανε χώρα» η τελετή, έστρωσε με το καλό τραπεζομάντιλο το τραπέζι για τα αναψυκτικά και τα καλούδια, έβαζε το κιούπι στολισμένο με λουλούδια πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι του κήπου, και άρχισε να υποδέχεται τις κοπελιές που αριβάριζαν ντυμένες γκράντε. Σε κάθε «κλήδονα» τιμητική κατέχει θέση το «μαραμένο θηλυκό» που στερεότυπα ακούει κάθε χρόνο πως «ο νυμφίος έρχεται». Αλλά κατά πως φαίνεται, ξεκίνησε από το Βλαδιβοστόκ με τα ποδάρια, κι’ ακόμα περπατά… Όλες οι άλλες όμως με γελάκια και ξεφωνητά ακούνε όσα ήθελαν ή δεν ήθελαν ν’ ακούσουν από τα «λόγια του Κλήδονα»…