Ο Ερντογάν και η τουρκική «εξέγερση»

Από το σημείο εκείνο οι εξελίξεις υπήρξαν καταιγιστικές. Οι νεκροί διαδηλωτές, οι εκατοντάδες έως χιλιάδες τραυματίες, η ένταση της αστυνομικής βίας, η επέκταση των διαδηλώσεων σε περίπου 50 πόλεις της Τουρκίας, οι διαφορετικές αφετηρίες των διαδηλωτών, που συγκροτούν ένα πολύχρωμο συνασπισμό (περιλαμβάνει από αναρχικούς, αριστερούς, νεολαία, διανοούμενους μέχρι εθνικιστές και «απολειφάδια» του κεμαλικού κατεστημένου) αγανάκτησης και διαμαρτυρίας απέναντι στον Ερντογάν, η ανυποχώρητη έως αλαζονική στάση του τούρκου πρωθυπουργού, διαμόρφωσαν ένα πέρα για πέρα εξεγερσιακό κλίμα. Από την άλλη πυροδότησαν μια συνεχιζόμενη δημόσια συζήτηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά της τουρκικής εξέγερσης, τις βαθύτερες αιτίες, αλλά ιδίως την κατάληξη των γεγονότων και πόσο θα επηρεάσουν την τουρκική πολιτική τόσο στο εσωτερικό όσο και στις διεθνείς τις σχέσεις (που ενδιαφέρει πρωτίστως την Ελλάδα). Μια πολιτική που ήταν συνυφασμένη με την ακλόνητη κυριαρχία του Ερντογάν και των νεοοθωμανών ήδη από το 2002, χρονιά όπου το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση.

Αναμφίβολα, ο Ερντογάν είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής στα πολιτικά πράγματα της γείτονος, εδώ και μία δεκαετία. Επί των ημερών του η Τουρκία έχει αυξήσει εντυπωσιακά το διεθνές κύρος και την ισχύ της και έχει αναδειχθεί σε αυτόνομο περιφερειακό «παίκτη». Με διάθεση μάλιστα για ηγεμονικό ρόλο, πρωτοβουλίες και επιρροή από τη Βαλκανική έως τις χώρες τις Κεντρικής Ασίας, με βάση τη νεοοθωμανική θεωρία για «Στρατηγικό Βάθος», του υπουργού των Εξωτερικών της, κ. Νταβούτογλου. Μιας αντίληψης που συγχρόνως αναδεικνύει την Τουρκία σε κράτος-πρότυπο στο διεθνές στερέωμα, αρμονικής σύζευξης του πολιτικού Ισλάμ και των αξιών του δυτικού πολιτισμού, όπως μεθοδικά ξεδιπλώνεται από τον πολιτικό μέντορα των νεοοθωμανών, τον Φετουλάχ Γκιουλέν.

Συνάμα, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία, με μεγάλη ροή ξένων επενδύσεων, κατέχοντας, αυτήν τη στιγμή, τη δεύτερη θέση σε ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως, πίσω από την Κίνα. Η Τουρκία μάλιστα συμμετέχει και στο γκρουπ των 20 πιο ισχυρών χωρών και οικονομιών στον κόσμο.

Το πιο σημαντικό επίτευγμα, όμως, των νεοοθωμανών καταγράφεται στο εσωτερικό μέτωπο. Η ισχυροποίηση της Τουρκίας του Ερντογάν βάδισε χέρι χέρι με τη σταδιακή αποδυνάμωση της επιρροής του στρατιωτικοπολιτικού κεμαλικού κατεστημένου. Εδώ και μία δεκαετία τα «γεράκια» υφίστανται τακτικά και στρατηγικά πλήγματα (με κορύφωση το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2010), δίχως να μπορούν να εγκλωβίσουν και να καταβάλουν τους νεοοθωμανούς. Συνεπώς ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο σημαιοφόρος του εκσυγχρονισμού, εκδημοκρατισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού της Τουρκίας και ο εγγυητής της ευρωπαϊκής της προοπτικής, ενάντια στο φθαρμένο κεμαλικό σύστημα.

Με αυτά τα δεδομένα, αναφύεται το ερώτημα γιατί αυτός που βαστά τα γκέμια μιας καλπάζουσας Τουρκίας αποτέλεσε το πρόσωπο που συγκέντρωσε την οργή εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών, που συνεχίζουν ακάθεκτοι να διαμαρτύρονται. Με συνθήματα μάλιστα «Ταγίπ-φασίστα», με καταιγισμό διαμαρτυριών και ύβρεων εναντίον του στα social media, το πλήθος των διαδηλωτών κατευθύνει ευθέως τα πυρά του στον τούρκο πρωθυπουργό, γεγονός που υπερβαίνει τα περιβαλλοντικά αιτήματα, που αποτέλεσαν την αφορμή της εξέγερσης.

Το πολύχρωμο, οι διαφορετικές αφετηρίες των διαδηλωτών και η συνεχιζόμενη ένταση των συγκεντρώσεων αποδυναμώνουν τα συνωμοσιολογικά επιχειρήματα. Οι απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα, οι βαθύτερες αιτίες βρίσκονται, αν «ξύσει» κανείς την επιφάνεια του τουρκικού «θαύματος» της δεκαετίας Ερντογάν, χωρίς να παραγνωρίζει την υπαρκτή και ισχυρή θέση της Τουρκίας στον διεθνή συσχετισμό.

Καταρχάς η εσωτερική ατζέντα του Ερντογάν προκαλεί αμφισβητήσεις έως καχυποψία για τις πραγματικές της προθέσεις. Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν κατάφερε καίρια πλήγματα απέναντι στους «κεμαλιστές» στρατηγούς και το βαθύ κράτος, υιοθετώντας μια φιλελεύθερη ατζέντα σε θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Κατόρθωσε, με αυτόν τον τρόπο, να προσεταιριστεί μεγάλο μέρος του δημοκρατικού και σταθερά προσανατολισμένου στην Ευρώπη κομματιού της τουρκικής κοινωνίας. Οι τελευταίες ωστόσο αποφάσεις της κυβέρνησής του προκάλεσαν εύλογη ανησυχία και θόρυβο. Η μαντίλα στα πανεπιστήμια και την πολιτική ζωή, ο νόμος κατά του αλκοόλ, το μέικ απ και τα δημόσια φιλιά, οι συχνές καταδίκες διανοουμένων, ακόμη και σκιτσογράφων, για «βλασφημία», θορύβησαν τα φιλελεύθερα στρώματα της Τουρκίας, που βλέπουν σταδιακά τη θρησκεία να εισβάλει ολοένα και περισσότερα στη δημόσια ζωή. Το ερώτημα που πλανάται είναι ξεκάθαρο. Ο Ερντογάν επιδιώκει το βάθεμα της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών ή, ιδίως μετά και την περιφανή εκλογική του επικράτηση το 2011, προσανατολίζεται στο να καταστήσει την Τουρκία μια Ισλαμική Δημοκρατία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;

Ταυτόχρονα το ύφος και το ήθος, αλλά και η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας του Ερντογάν, έχει μπει στο στόχαστρο των αντιπάλων του.

Οι φωνές και οι καταγγελίες για αλαζονεία, φίμωση της διαφορετικής φωνής, διαφθορά, αντικατάσταση του κεμαλικού κατεστημένου από ένα νεοοθωμανικό καθεστώς, πληθαίνουν και δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Παρατηρούμε μάλιστα ότι , ακόμη και τις στιγμές κορύφωσης των διαδηλώσεων, ο τούρκος πρωθυπουργός όχι μόνο δεν επιδεικνύει ευελιξία, αλλά «ρίχνει λάδι στη φωτιά» προαναγγέλλοντας μεγάλες αντισυγκεντρώσεις οπαδών του.

Εν συνεχεία, η Τουρκία δείχνει να βρίσκεται στις εξωτερικές τις σχέσεις σε τακτικό αδιέξοδο, το οποίο δύναται να μετατραπεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε στρατηγικό πρόβλημα. Σημειώσαμε παραπάνω ότι το δίδυμο Ερντογάν-Νταβούτογλου επεξεργάστηκε μεθοδικά μια πολιτική υπέρβασης του κεμαλικού δόγματος «ένα έθνος, μία γλώσσα, μία θρησκεία» και με αιχμή το πολιτικό Ισλάμ και τη θεωρία του «Στρατηγικού βάθους» διεκδίκησε και διεκδικεί ένα πιο ισχυρό και πρωτοβουλιακό ρόλο, με σκοπό να καταστεί η Τουρκία ηγέτιδα δύναμη στον γεωπολιτικό της χώρο (Βαλκάνια- Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή-Κεντρική Ασία, αναβιώνοντας, με σημερινές αναλογίες, την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Οι φιλοδοξίες αυτές μετρούν ωστόσο ήδη προβλήματα, παγίδες και μικρές ακόμη ήττες. Η ρήξη με το Ισραήλ είναι υπαρκτή, παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να βελτιώσουν το διμερές κλίμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προχωρά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία οι οποίες, ιδίως με τις τελευταίες εξελίξεις, οδηγούνται σε πάγωμα. Η προσέγγιση της Τουρκίας με τις ισλαμικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας δεν έχει ξεπεράσει την παραδοσιακή καχυποψία των τελευταίων απέναντι στους Τούρκους. Η αγκύλωση της Τουρκίας στα θέματα του ιστορικού της παρελθόντος, όπως της γενοκτονίας των Αρμενίων, προξενούν κατά καιρούς προστριβές και σημειολογικές ήττες. Τέλος, η ενεργός εμπλοκή της στο συριακό ζήτημα τη θέτει απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους και «αδελφούς» του Άσαντ, όπως η Ρωσία, η Κίνα και φυσικά το Ιράν και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Ειδικά στο θέμα της Συρίας, η τουρκική πολιτική «σκόνταψε» στην αντοχή του συριακού καθεστώτος. Αυτό μπορεί να οδηγήσει και στην όξυνση ενός εσωτερικού προβλήματος στην Τουρκία, και αναφερόμαστε τους Αλεβίτες.

Οι Αλεβίτες αποτελούν ισχυρή (15%-20%) θρησκευτική μειονότητα, με στενούς δεσμούς με τους Σύριους Αλαουίτες, που υποστηρίζουν τον Άσαντ. Ιστορικά καταπιέζονται από το τουρκικό κατεστημένο και μάλιστα φημολογείται ότι στελέχη τους έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πρωτοφανείς διαδηλώσεις στις τουρκικές πόλεις. Αυτό συμβαίνει και για έναν επιπλέον συμβολικό λόγο. Ο Ερντογάν, στα μεγαλεπήβολα έργα που ετοιμάζει στην Κωνσταντινούπολη, εντάσσει και την κατασκευή μια τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου, στην οποία θα δώσει το όνομα του Σουλτάνου Σελίμ Α’ του Γιαβούζ (πατέρα του τηλεοπτικού μας Σουλεϊμάν). Ο Σελίμ, για την ιστορία, υπήρξε ο μεγαλύτερος σφαγέας των Αλεβιτών και των Σιιτών μουσουλμάνων.

Ο μεγάλος όμως πονοκέφαλος συνεχίζει να είναι το Κουρδικό. Οι Κούρδοι αποτελούν την πιο οργανωμένη πολιτικά εθνοτική ομάδα μέσα στην Τουρκία. Παρά το μήνυμα του Οτσαλάν, που χαιρέτισε τις διαδηλώσεις, οι Κούρδοι δεν επιδεικνύουν αξιόλογη δραστηριοποίηση. Είναι προφανές ότι παρακολουθούν με προσοχή τις εξελίξεις, με προφανή στόχο να κερδίσουν όσο πιο πολλά γίνεται στην πολιτική διαπραγμάτευση που έχουν ξεκινήσει με τον Ερντογάν. Το ερώτημα όμως είναι: Ένας αποδυναμωμένος Ερντογάν τι μπορεί να δώσει, με δεδομένα τα αιτήματα των Κούρδων για αναγνώριση γλώσσας, σχολείων, ενίσχυση αυτοδιοίκησης και επί της ουσίας παροχή ευρείας αυτονομίας στις κουρδικές περιοχές.

Αλλά ακόμη και στο μέτωπο της οικονομίας, τα ζητήματα είναι πιο σύνθετα. Η τουρκική οικονομία τρέχει μεν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά αυτό αφενός διευρύνει τις ταξικές αντιθέσεις, χωρίς να καταπολεμά το τεράστιο πρόβλημα της φτώχειας και της εξαθλίωσης μεγάλου μέρους της Τουρκίας, αφετέρου στηρίζεται υπερβολικά στις ξένες επενδύσεις και στις ιδιωτικοποιήσεις. Αν αυτές μειωθούν ή εκλείψουν, υπό το πρίσμα της εσωτερικής αστάθειας, θα τροφοδοτηθεί μεγάλη οικονομική κρίση.

Δεν νομίζω ότι βιώνουμε μια «Τουρκική Άνοιξη», σε βαθμό ανάλογο με τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική. Ούτε θεωρώ ότι ο Ερντογάν θα καταρρεύσει, δεδομένου ότι έχει ισχυρά ερείσματα στο κράτος και μεγάλη νομιμοποίηση στο θρησκευόμενο κομμάτι του τουρκικού πληθυσμού, ιδίως στην Ανατολία. Το σίγουρο είναι ότι η εικόνα του πανίσχυρου πρωθυπουργού όχι απλώς «τσαλακώθηκε», αλλά τολμώ να πω ότι πλέον δεν υπάρχει.

Η Τουρκία εισέρχεται σε μια διαφορετική τροχιά, η οποία ανοίγει προκλήσεις, κινδύνους αλλά και μεγάλες ευκαιρίες στη δική μας πλευρά. Οι τουρκικές εξελίξεις πρέπει να μελετηθούν και να ερευνηθούν προσεκτικά και επισταμένα από την ελληνική πλευρά (ήδη υπάρχουν αξιόλογες συμβολές σε επίπεδο βιβλιογραφίας, αρθρογραφίας και δημοσίων τοποθετήσεων), προκειμένου να αντιμετωπίσει η ελληνική πολιτική ηγεσία τις καταστάσεις που ανοίγονται μπροστά της, με δεδομένα τα εθνικά μας θέματα σε σχέση με την Τουρκία.

Επί αυτών όμως σε επόμενη αρθρογραφία.


Σχολιάστε εδώ