Στο Κυπριακό η αχίλλειος πτέρνα του Ελληνισμού
Προπαντός οι διαθέσεις εκείνων των κέντρων ισχύος και αποφάσεων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (δηλαδή συμφέρον) για την ταχύτερη κατά το δυνατόν επίλυση του προβλήματος. Στα πλαίσια πλέον όχι εκείνων των συνθηκών που οδήγησαν περίπου προ δεκαετίας στο γνωστό σχέδιο Ανάν, αλλ’ όσων την τελευταία διετία εξελίσσονται σ’ αυτήν την από κάθε άποψη κρίσιμη γεωγραφία, όπου αναδιατάσσονται βιαίως οι γεωπολιτικές ισορροπίες και αναδιανέμονται αποφασιστικά οι στρατηγικές επιρροές. Σε κλίμα ρευστότητος και, ως εκ τούτου, αβεβαιότητος για την τελική έκβαση αυτών που επιχειρούνται.
Το υπό τις συνθήκες, λοιπόν, προδήλως αυτονόητο: Δεν μπορεί να επισυμβαίνουν όλα αυτά τα δραματικά -των οποίων γινόμεθα (παθητικώς) κοινωνοί- και η Κύπρος να εξαιρεθεί από τη σκακιέρα, όπου διαμορφώνονται δραστικές περιφερειακές ανακατατάξεις. Όταν μάλιστα η ίδια βρίσκεται στο κέντρο ενός νέου ενεργειακού πεδίου, που τείνει ν’ αλλάξει άρδην τα δεδομένα σ’ αυτό το επίπεδο. Με τις οσμές του φυσικού αερίου, που αναδύονται από εκτεταμένα κοιτάσματα, να έλκουν ποικιλώνυμα συμφέροντα και πολυδύναμους παίκτες. Μνηστήρες δηλαδή που προαλείφονται ως διαχειριστές του φυσικού πλούτου της περιοχής. Με κάθε τρόπο. Και χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες.
Δεν είναι ακριβώς τυχαία, ούτε η αιφνίδια πτώχευση της Κύπρου (με την εντός εικοσιτετραώρου κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος) ούτε και η αμέσως μετά επανακινητοποίηση διαδικασιών προαγωγής επιλύσεως του Κυπριακού, επί των οικονομικών ερειπίων! Αντιθέτως. Όλα τελικά συναποτελούν μέρος μιας ενιαίας δυναμικής, έστω και αν το ένα φαίνεται άσχετο προς το άλλο. Η χρεοκοπική κατολίσθηση μπορεί μεν για τους Έλληνες της Κύπρου ν’ αποτελεί τραυματική (κι εν πολλοίς διαλυτική) εξέλιξη, αλλ’ αποβαίνει αποτελεσματικό εργαλείο διευκολύνσεως στρατηγικών παιγνίων για όσους επιζητούν μοχλούς προαγωγής αρκούντως ευδιάκριτων στρατηγικών. Οι οποίες και σχετίζονται αφενός με τον επαρκή έλεγχο των κοιτασμάτων και τη χειραγώγηση των αποθεμάτων που θα προκύψουν και αφετέρου με την αποτελεσματική διαχείριση των πραγμάτων στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Όπου διακυβεύονται αυτονοήτως πολλά, πέραν όσων μας αφορούν.
Σ’ αυτό το πλαίσιο και από αυτήν την συγκυριακή ρευστότητα που αναδύεται, αυτομάτως προκύπτουν ζητήματα και ανακύπτουν ανάγκες πέραν της ιδικής μας εμβελείας. Και οι Αμερικανοί και οι άλλοι ατλαντικοί τους εταίροι (στην ευρωπαϊκή τους εκδοχή) θέλουν διευθέτηση όλων των επιμέρους περιφερειακών προβλημάτων, τα οποία εκ των πραγμάτων περισπούν τις επιδιώξεις και διασπούν τους σχεδιασμούς των. Είναι δηλαδή μπελάς και πονοκέφαλος. Κι αυτό μεταφράζεται σ’ ενεργοποίηση διαιτητικών παρεμβάσεων και σε ανάλογη διαμόρφωση συνθηκών για την άσκηση πιέσεων, ώστε να υπάρξει το απαιτούμενο περιβάλλον για διευκόλυνση λύσεων. Συμβιβασμών δηλαδή, που και αν δεν επιλύουν, τουλάχιστον να «κλείνουν» τέτοιους ανοικτούς λογαριασμούς.
Οι τελευταίες ενέργειες του ειδικού αντιπροσώπου του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών (με τις ετεροβαρείς εν πολλοίς διαθέσεις και πρακτικές του), η επαναφορά θέματος Αμμοχώστου ως δέλεαρ που προορίζεται για την ελληνική πλευρά, η παρασκηνιακή παρεμβολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ώστε να υπάρξουν θετικές προσεγγίσεις) αποτελούν τους εύγλωττους δείκτες και όσων επισυμβαίνουν στο παρασκήνιο και κυρίως εκείνων που επωαζόμενα θα εκκολαφθούν οσονούπω. Όχι ασφαλώς με την επαναφορά του έωλου σχεδίου Ανάν (που ο κυπριακός Ελληνισμός απεσόβησε με την ετυμηγορία του 2004), αλλά με την προαγωγή άλλης παραλλαγής και με άλλο πατρώνυμο. Αλλά με την ίδια στόχευση. Που στην ουσία καθηλώνει την Κύπρο κι επικυρώνει τη γεωπολιτική της διαίρεση. Κάτι που τελικά θα τη θέσει κάτω από την άτυπη μεν, αλλά πραγματική επικυριαρχία της Άγκυρας. Και κάτι που, εάν αφεθεί να επισυμβεί, θ’ ανοίξει την κερκόπορτα προς Αιγαίο και Θράκη. Με την τουρκική πολιτική απερίσπαστη να προχωρά στα επόμενα βήματα, όπως αυτά λιπαίνονται από τα βουλιμικά της σύνδρομα.
Κι αυτό πρέπει να μη διαφεύγει κανενός από εμάς, εάν όντως δεν μυωπάζουμε οι μεν και δεν εθελοτυφλούμε οι άλλοι…