Διά χειρός…
… του συνταξιούχου δασκάλου Κωνσταντίνου Παπαθεοδώρου, από γράμμα που έστειλε στο «Βήμα»:
Τότε που ο δάσκαλος
δεν κοίταζε το ρολόι…
«Διορίστηκα δάσκαλος στις 20 Ιανουαρίου 1956 στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Γεωργίου Ευρυτανίας. Σʼ ένα χωριό κατεστραμμένο από τους κατακτητές και τον Εμφύλιο χωρίς καμία ευκολία.
Τέσσερα χρόνια τα πέρασα στο γραφείο του σχολείου γιατί δεν υπήρχε σπίτι να μείνω. Εκεί ύπνο, φαγητό, χωρίς θέρμανση, φως, νερό, τουαλέτες. Είκοσι τέσσερις ώρες στο σχολείο. Μάθημα πρωί-απόγευμα κάθε μέρα. Πρωί πρωί να ετοιμάζω το γάλα, το τυρί για τους μαθητές και δικό μου και το μεσημέρι ένα πιάτο φαγητό που μου έφερναν οι μαθητές μου με τη σειρά και το βράδυ ξηρά τροφή ή υπόλοιπα από το μεσημέρι. Δεν υπήρχε τίποτα στο χωριό. Ένα καφενείο που πρόσφερε καφέ, τσίπουρο με μεζέ, στραγάλια και λουκούμι με 50 λεπτά.
Στη συνέχεια πήρα μετάθεση το 1959 για την Εύβοια. Τοποθετήθηκα στο νεοπρoαχθέν σε διθέσιο Δημοτικό Σχολείο Τριάδας Χαλκίδας, τσιφλίκι του Ν. Κριεζώτη, χωρίς διδακτήριο. Μάθημα σε μια αποθήκη του τσιφλικά με μεγάλο αριθμό μαθητών. Δίδαξα στις τάξεις Γ΄, Δ΄,Ε΄, και Στ΄ με 50 ως 70 μαθητές. Η διαμονή κάτω από άσχημες συνθήκες, χωρίς ευκολίες, φως, νερό, τουαλέτα, θέρμανση.
Κάθε πρωί γάλα για 80 και 120 μαθητές, γιατί κάθε χρόνο ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν, και δύο χρόνια μεσημεριανό φαγητό. Είχαμε προσλάβει μαγείρισσα.
Μάθημα πρωί-απόγευμα και δύο χρόνια νυχτερινό σε αγράμματους από 15 έως 18 ετών χωρίς καμία επιπλέον αμοιβή για όλα αυτά, για τα συσσίτια και το νυχτερινό.
Τα οικονομικά όλα τα χρόνια φτωχά. Ξεκίνησα το 1956 με 1.200 δρχ. ή 40 δρχ. την ημέρα και με αγοραστική αξία στο χωριό 80 καφέδες ή 80 τσίπουρα ή 80 λουκούμια και 3 οκάδες ψητό κατσικάκι προς 12 δρχ. η οκά και 50 λεπτά τα ποτά και σήμερα η σύνταξή μου μειώθηκε στα 1.144 ευρώ ή 40 ευρώ την ημέρα με αγοραστική αξία 40 καφέδες στο χωριό και τα άλλα ποτά προς 1 ευρώ και το ψητό κατσικάκι 30 ευρώ, δηλαδή ένα και μισό κιλό, δηλαδή η μισή αγοραστική αξία, και αν υπολογίσουμε και τα άλλα χαράτσια, δώρα, κούρεμα επικουρικών, επίδομα αλληλεγγύης και χαράτσι της ΔΕΗ, χάνω περίπου 10.000 ευρώ τον χρόνο. Υπάρχει κρίση, αλλά για ποιους; Για μας που μια ζωή ζήσαμε τίμια;»
***
… του άγγλου συγγραφέα Γκράχαμ Σουίφτ, από συνέντευξή του στην «Καθημερινή» στον Ηλία Μαγκλίνη:
Δεν είδα τεμπέληδες…
«Έχω ταξιδέψει στη χώρα και έχω δουλέψει σε αυτή για χρόνια. Δεν είδα πουθενά τεμπέληδες και αν το είδα, ήταν ένα είδος χαλάρωσης που δεν μου φαινόταν αρνητικό. Παρακολουθώ την κατάσταση πάντως, διότι με ενδιαφέρει αυτή η χώρα και με στενοχωρούν όλα όσα γίνονται και λέγονται. Αυτά τα κλισέ, τα οποία καταλαβαίνω ότι ως ένα βαθμό έχουν ψήγματα αλήθειας: προφανώς και είναι πολλά αυτά που εσείς οι ίδιοι, πρώτοι απʼ όλους, οφείλετε να διορθώσετε, ωστόσο, ως κλισέ που είναι αυτές οι κουβέντες δεν λένε ποτέ όλη την αλήθεια, πόσω μάλλον όταν μιλάς για μία ολόκληρη χώρα. Πολιτισμικά μιλώντας, αυτό που γίνεται σε βάρος της Ελλάδας είναι απλώς άδικο. Το λέω με απόλυτη επίγνωση της αγάπης που τρέφω προς την Ελλάδα. Είναι απλώς κακόγουστο και δυσάρεστο όλο αυτό».
***
… της βρετανίδας συγγραφέως Χίλαρι Μαντέλ για τη Θάτσερ, από συνέντευξή της στο «Βήμα».
Διέλυσε την κοινωνία
«Τη μισούσα. Πιστεύω ότι διέλυσε την κοινωνία μας και ενθάρρυνε τα χειρότερα χαρακτηριστικά μας: την απληστία, την αναισθησία και τον ελιτισμό.»
***
… της καθηγήτριας-αρχιτέκτονος Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη, από κουβέντα που είχε με τον συντάκτη της «Καθημερινής» Δημ. Ρηγόπουλο:
Πικρές αλήθειες…
«Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος. Είμαι, όμως, απογοητευμένη από τις νεότερες γενιές, τους σημερινούς σαραντάρηδες. Δεν τους “βλέπω”. Τι θα φάνε και τι θα πιούνε. Ελάχιστη προθυμία να ασχοληθούν με τα κοινά, στα πόστα βρίσκονται ακόμα άνθρωποι της γενιάς μου. Φταίμε, βέβαια, κι εμείς, γιατί κάποιος τους μεγάλωσε…»