Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Είναι δε τόσο πλούσια σε συμβάντα η ιστορία του Κοινοβουλίου μας, που αν υποθέσουμε πως κάποιος σκηνοθέτης τα γύριζε σε ταινία, κατά την προβολή της θα εξανίστατο και ο πλέον καλόβολος θεατής και θα έφευγε στη μέση του έργου κραυγάζοντας οργισμένος: «Ε, όχι! Δεν γίνονται αυτά!».

Κι όμως, γίνονται…

Σήμερα, ανασύροντας μια ιστορία από την Ιστορία, θα την αφηγηθώ με την άδειά σας, όχι από καθέδρας ως ιστορικός, αλλά σαν παραμύθι που λέει ο παππούς στα εγγόνια του για να κοιμηθούν.

Μια φορά, λοιπόν, κι έναν καιρό, έγινε στην Ελλάδα ένα σύνηθες «άφρον πραξικόπημα», που τότε ονομάστηκε «κίνημα» και, προς διαχωρισμό από τα αποδέλοιπα κινήματα, πέρασε στις δέλτους της Ιστορίας ως «Κίνημα του 1935». Οι επιλεγείσες λέξεις «άφρον» και «πραξικόπημα» υποδηλούν ότι το κίνημα απέτυχε. Σε αντίθετη περίπτωση, θα απεκαλείτο «Θριαμβεύσασα Επανάσταση». Κατεστάλη, λοιπόν, το κίνημα και ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη για τους ηττημένους διαδικασία: στρατοδικεία, καταδίκες εις θάνατον, που εκτελέσθηκαν αμέσως διότι το κράτος πρέπει να έχει αξιοπιστία, άλλες σε ισόβια, που διαρκέσανε ολίγους μήνες, δημόσιες θεαματικές καθαιρέσεις αξιωματικών και, τέλος, αμνηστία. Έτσι όλοι πίστεψαν πως ισοσκελίστηκε ένα «δούναι και λαβείν» στο τεφτέρι του Διχασμού που είχε ανοίξει πριν από χρόνια και δεν έλεγε να κλείσει, καθώς τη ρεβάνς των εκάστοτε ηττημένων τροφοδοτούσε ο χρησμός «έσσετ’ ήμαρ»… Χρησμός που ο λαϊκός βάρδος απέδωσε με το δεκαπεντασύλλαβο: «Πάλιν με χρόνια με καιρούς, πάλιν δικά μας θα ‘ναι».

Λούφαζαν στη γωνία σαν «τις βρεμένες γάτες» οι βενιζελικοί μετά τη ρομπατσίνα που φάγανε και παρακολουθούσαν τους φιλοβασιλικούς αντιπάλους τους να έχουν αποθρασυνθεί και να ομιλούν, στεντορεία τη φωνή, για παλινόρθωση της μοναρχίας, την οποία θέλησαν να αποτρέψουν με το κίνημα που απέτυχε. Και η ήττα γινόταν ακόμη πιο πικρή διότι το κίνημα το κατέστειλε ένα «δικό τους παιδί», ο δημοκράτης στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, που πρωτοστάτησε στη συντριβή των στασιαστών λες και ξάφνου είδε το φως το αληθινό και μεταπήδησε στους βασιλόφρονες, αυτοδιορισθείς στο τέλος αντιβασιλεύς. Και καθώς ο Έλληνας σαρκάζει τα πάντα, ο ανευλαβής λαός κόλλησε στον υπασπιστή του λοχαγό Κουρούκλη τίτλο ευγενείας «Ο πρίγκηψ Κουρούκλης!»…

Είναι η εποχή κατά την οποία στο παρασκήνιο συνέβαιναν τα εξής «πρωτοφανή» γεγονότα: Οι μεν δημοκρατικοί προχώρησαν σε κίνημα για να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημοκρατία και τώρα, ανανήψαντες, προσδοκούν και προσεύχονται για την κατάργησή της. Ενώ, από την άλλη, οι βασιλόφρονες, οι κουμπάροι του βασιλιά, οι ορκισμένοι εχθροί του «τρισκατάρατου» Βενιζέλου, που μόχθησαν για να επανέλθει του «αϊτού ο γιος» και τα λοιπά αετόπουλα στη φωλιά τους, τρέμουν και λαχταρούν μπας και πραγματοποιηθούν οι… επιδιώξεις τους. Βιαστικός για την παλινόρθωση «εδώ και τώρα» ο δημοκράτης Κονδύλης, επιφυλακτικοί για αλλαγή ο υπέρμαχος του βασιλικού θεσμού Τσαλδάρης και οι άλλες… φιλοβασιλικές δυνάμεις. Επάνοδο του βασιλέως με ψήφο της Εθνοσυνελεύσεως ζητάει ο Κονδύλης. Σεβασμό στην αρχή «Μη θίγετε τα ευ κακώς κείμενα» ορκίζεται ο Τσαλδάρης…

Ο καιρός περνά, έρχεται καλοκαίρι, αρχίζουν τα μπάνια του λαού, τραβά ο Τσαλδάρης για λουτρά στον Μέλανα Δρυμό, πηγαίνει και ο πολέμαρχος Κονδύλης στις ειδυλλιακές Σπέτσες, όπου διεξάγει νικηφόρες μάχες «επί κλίνης και τραπέζης». Έτσι περνά το γλυκό καλοκαιράκι, έρχεται το φθινόπωρο και μαζί του επανέρχονται και οι πάσης αποχρώσεως πολιτικοί. Όμως στην Αθήνα επικρατεί η αίσθηση πως ο Κονδύλης δεν έβαλε «στο μάτι» μόνο τις κομψές και αξιέραστες κυρίες που πολιορκούσε αλλά και την «εξουσία», για τους… αυτούς περίπου σκοπούς. Διάχυτες ήσαν οι φήμες ότι ετοίμαζε προνουντσιαμέντο. Μπήκαν οι ψύλλοι στ’ αυτιά του σωματάρχη Παναγιωτάκου, που άρχισε να παίρνει αθόρυβα μέτρα αποτροπής του κινδύνου, με επιφυλακές, μεταθέσεις και λοιπά χρειώδη, χωρίς να αναφέρει τίποτα στον προϊστάμενό του υπουργό Στρατιωτικών, δηλαδή στον… Κονδύλη. Έτσι, μόλις επέστρεψε ο πρωθυπουργός, ο σωματάρχης τον κατατόπισε για την κινηματική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται και, συζητώντας επί του πρακτέου, ενδεχομένως ρώτησε: «Να τους δέσω;». Δεν εννόησε το ακριβές νόημα ο Τσαλδάρης και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, οπότε περιχαρής έφυγε ο σωματάρχης, που εξέλαβε το σήκωμα των ώμων ως κατάφαση και άρχισε να μετακινεί ετοιμοπόλεμες μονάδες, μηδέ του Βαρέος Πυροβολικού εξαιρουμένου, σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας. Είδαν οι άνθρωποι του Κονδύλη στους δρόμους πολλή φανταρία, με «όπλα, μπαλάσκες και στη γραμμή», και έτρεξαν να τον ενημερώσουν. Τους άκουσε με προσοχή και έτριψε τα χέρια του από ευχαρίστηση. Αμέσως κάλεσε στο υπουργείο Στρατιωτικών τον σωματάρχη, στον οποίο χωρίς περιστροφές ανήγγειλε ότι έκανε αποδεκτή την υποβληθείσα παραίτησή του:

«Μα δεν υπέβαλα παραίτηση», αντέτεινε ευπειθώς ο σωματάρχης. «Δεν έχει σημασία», αποκρίθηκε ο Κονδύλης. «Θα την υποβάλεις… τώρα». Αλλά ο Παναγιωτάκος δεν ήταν από τα παιδάκια που σκύβουν το κεφάλι. Αρνήθηκε. Επακολούθησε άγρια λογομαχία μεταξύ των δύο ανδρών, με τον σωματάρχη να φεύγει πιστεύοντας πως νίκησε «στα σημεία». Έτριψε πάλι από ευχαρίστηση τα χέρια του ο Κονδύλης και ζήτησε από τον πρωθυπουργό να αντικαταστήσει αμέσως τον στρατηγό. Ο μετριοπαθής Τσαλδάρης, ακολουθώντας το δόγμα «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος», θέλοντας να κατευνασθούν τα πνεύματα, «πέταξε την μπάλα στην εξέδρα» λέγοντας: «Άσε να δούμε».

Και φθάνομε στο απόγευμα της ίδιας ημέρας. Στα Παλαιά Ανάκτορα, όπου στεγάζονται η Βουλή και το Πολιτικό Γραφείο, συνεδριάζει το Υπουργικό Συμβούλιο. Για τον «φόβο των… Ιουδαίων», το κτίριο είναι περικυκλωμένο από χωροφύλακες, που απαγορεύουν την είσοδο σε όσους θεωρεί υπόπτους «επί Κονδυλισμώ» ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης, φίλος του σωματάρχη.

Παρά ταύτα, μέσα στο κτίριο, στους διαδρόμους, συνωστίζονται διάφοροι κομματικοί φίλοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί παράγοντες. Ο Κονδύλης παρευρίσκεται «ωσεί… απών», διότι θεωρεί τον εαυτό του παραιτηθέντα. Για να τον εξευμενίσει ο πρωθυπουργός, διατάσσει τον σωματάρχη να προσέλθει μπας και μπαλωθούν τα πράματα. Καταφθάνει αρειμάνιος με τους επιτελείς του ο Παναγιωτάκος, πιστεύοντας πως «είναι καβάλα». Μπαίνει στο Πρωθυπουργικό Γραφείο, ενώ στον προθάλαμο ξεσπά φιλονικία που «πάει κρεσέντο» ανάμεσα στη συνοδεία του σωματάρχη και αξιωματικούς φίλους του Κονδύλη. Αρχίζουνε χειροδικίες. Γλαφυρά περιγράφει στο βιβλίο του τη σκηνή ο ιστορικός Φ. Γρηγοριάδης: «…Πιάνονται στα χέρια και δυο τρεις άλλοι αξιωματικοί. Προσπαθούν να τους χωρίσουν και στον μικρό προθάλαμο όλα γίνονται γυαλιά – καρφιά. Τζάμια θρυμματίζονται. Τραπέζια αναποδογυρίζουν. Καλαμάρια σπάζουν, ποτήρια, καρέκλες, φωνές, υβρεολόγιο…». Βγαίνει με το πιστόλι στο χέρι να δει τι συμβαίνει ο Παναγιωτάκος και αντικρίζει έναν ουλαμό που μέσα στο πανδαιμόνιο εφορμά με εφʼ όπλου λόγχη, πυροβολώντας μέσα στο Κοινοβούλιο για να… σώσει τον Κονδύλη, που «τον σκοτώνουν». Είναι ο «άσος στο μανίκι του» η πάνοπλη φρουρά του υπουργείου Στρατιωτικών, που στρατωνίζεται στα υπόγεια των Παλαιών Ανακτόρων. Περίστροφα βγαίνουν από τσέπες αγνώστων και σφαίρες σφηνώνονται στους τοίχους, τραυματίζοντας μεταξύ άλλων τον σωματάρχη και τον βουλευτή αδελφό του. Διαταγές «πυρ» ακολουθούνται από πυροβολισμούς και όπου φύγει φύγει οι ποικιλώνυμοι παράγοντες, που το έσκαγαν κι από τα παράθυρα, σύμφωνα με το φιλοσοφημένο «τρεχάτε, ποδαράκια μου»…

Και όπως θα έλεγε η νεαρά του ανεκδότου προβαίνουσα σε συγκρίσεις: «Αυτά είναι… πρωτοφανή».


Σχολιάστε εδώ