Γύψος για τη γλώσσα…
Πρόκειται για μια προβληματική πρωτοβουλία, ανεξάρτητα από την τύχη που θα έχει στην Ελληνική Βουλή, ιδιαίτερα όμως αν η πρόταση υπερψηφιστεί. Γιατί είναι ένα νομοσχέδιο που ποινικοποιεί τον λόγο – για το καλό της κοινωνίας, εννοείται, που αποφάσισε να προστατεύσει με πιο δραστικό τρόπο, αφού ήδη υφίσταται αντιρατσιστική νομοθεσία, ορισμένες ομάδες του πληθυσμού που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο επιθετικών συμπεριφορών και αναφορών. ΟΙ διατάξεις του νομοσχεδίου αυτού επιβάλλουν να μιλάμε με συγκεκριμένο τρόπο για ορισμένες ομάδες ανθρώπων, εντός ή εκτός της επικράτειας, αλλά και για ορισμένα ιστορικά συμβάντα. «Πρόσεξε πώς μιλάς γι’ αυτούς», είναι το μήνυμα του νομοθέτη. Το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι «Πρόσεξε πώς σκέφτεσαι γι’ αυτούς». Αλλά και τώρα, το μήνυμα είναι εξόχως επικίνδυνο και ανησυχητικό.
Οι κατηγορίες που επιχειρεί να προστατέψει ο νομοθέτης, αν φυσικά πάρουμε τοις μετρητοίς αυτά που διακηρύττουν οι υπέρμαχοι της πρότασης, είναι τα πιθανά θύματα λεκτικής και συμβατικής επιθετικότητας εξαιτίας της υπαγωγής τους σε κάποια κατηγορία (φυλετική, εθνοτική, θρησκευτική, σωματική ή σεξουαλική – την τελευταία ο νομοπαρασκευαστής την ονομάζει σεμνότυφα «γενετήσιο προσανατολισμό», εννοώντας την ομοφυλοφιλία). Η κτηνοβασία και η παιδεραστία είναι «προσανατολισμοί» που δεν υπάγονται στον νόμο και δεν χαίρουν, υποθέτω, ειδικής προστασίας. Θα μπορούμε άνετα και στο μέλλον να ασκούμε δημοσίως σφοδρή κριτική σε όσους εκδηλώνουν τον εν λόγω «γενετήσιο προσανατολισμό», χωρίς να κινδυνεύουμε με σύλληψη. Κάτι είναι κι αυτό σε έναν κόσμο που επιβάλλει ένα άλλο είδος, μεταμοντέρνας, βλασφημίας…
Έχοντας επιλέξει γενικά τη στρατηγική της προσαρμογής στα κελεύσματα της παγκοσμιοποίησης των αξιών και των τρόπων ζωής και των εξ αυτής προερχόμενων παγκόσμιων (ανθρωπίνων) δικαιωμάτων και έχοντας εμπιστοσύνη σε εκείνους που τα προσδιορίζουν λόγω πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, ότι κάτι περισσότερο θα γνωρίζουν από μας τους αναλώσιμους και κοινούς θνητούς, σκέφτομαι να ακολουθήσω κατά γράμμα τις επιταγές του νέου νόμου, αν ψηφιστεί, και να πάψω να εκφράζομαι δημόσια -ούτε καν για αστείο- κριτικά για διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Πιέσεις από την εξουσία «να λέμε έτσι κι όχι έτσι» έζησαν, σκέφτομαι, κατά καιρούς και άλλοι, και μάλιστα πολύ χειρότερες. «Κατεφέρθη εναντίον του Ράιχ», «κατεφέρθη εναντίον της εθνικής κυβερνήσεως» ή «κατεφέρθη εναντίον του κρατούντος καθεστώτος», ήταν οι πιο συνηθισμένες αναφορές πληροφορητών που, ως φιλότιμοι εθελοντές, παρατηρητές και ακροατές των δρώμενων, κατέγραφαν επιμελώς και διαβίβαζαν αμελλητί στις κατοχικές και αργότερα στις αστυνομικές αρχές ποιος είπε τι, σε ποιον, πού, πότε και πώς. Αλλά είπαμε, τέτοιον κίνδυνο εγώ δεν διατρέχω, αφού με δική μου πρωτοβουλία αποφάσισα να θέσω φραγμό στο «έρκος οδόντων» και στα έπη που θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτό. Όποιος μπορεί να διαβάσει τη σκέψη μου χωρίς να την ακούσει μεταφρασμένη σε λόγο, έχει καλώς. Οι υπόλοιποι μπορούν μεταφράσουν τη σιωπή κατά το δοκούν.
Τι θα γίνει, όμως, αν οι χαρακτηρισμοί που θα απαγορεύει στο εξής ο νόμος για τις συγκεκριμένες ευάλωτες ομάδες – αλήθεια για τις άλλες ευάλωτες ομάδες τι θα κάνουμε;- δεν θα είναι αυθεντικές δικές μου παραγωγές, αλλά αναπαραγωγές λόγου άλλων; Ποιων άλλων; Ας πούμε του ίδιου του ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας, που μπορεί μεν να έδινε περιθώριο και στους αμαρτωλούς (λόγω γενετήσιου προσανατολισμού) να μετανοήσουν, αλλά δεν έπαυε να θεωρεί τις πράξεις τους αυτές καταδικαστέες. Μια ολόκληρη παράδοση χιλιετηρίδων, θρησκευτική και πολιτισμική, χρησιμοποιεί συγκεκριμένες, σαφώς αρνητικές, εκφράσεις για συγκεκριμένους τύπους «γενετήσιας» συμπεριφοράς. Τι θα κάνουμε με αυτή την παράδοση; Θα καταργήσουμε τις λέξεις από τα πατερικά κείμενα; Από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη; Από τη λογοτεχνία και την ποίηση; Από τα τραγούδια;
Μια λύση είναι να ξαναγράψουμε τα κείμενα με βάση το παρόν δόγμα της πολιτικής ορθότητας, προσαρμόζοντας την Ιστορία στο παρόν, γιατί έτσι μας αρέσει να προστατεύουμε τις ευάλωτες ομάδες. Ακόμη δεν έχει προκύψει παρόμοια πρόταση, αλλά καθόλου δεν το αποκλείω με τη φόρα που έχουμε πάρει. Μια δεύτερη λύση είναι να βάλουμε τα ενοχλητικά κείμενα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, να τα θεωρήσουμε μουσειακό είδος. Η απάντησή μου είναι, αλίμονο στις νέες γενιές. Μια τρίτη λύση είναι να βάζουμε επεξηγηματικούς αστερίσκους, του τύπου «εδώ απλώς μεταφέρεται αυθεντικά η φράση του συγγραφέα, αλλά αυτή δεν υιοθετείται από τον γράφοντα ή τον ομιλούντα». Καλά κρασιά…
Ορισμένοι λένε ότι άλλος είναι ο δηλούμενος και άλλος ο επιδιωκόμενος στόχος αυτού του νομοσχεδίου, κλείνοντας κατά κάποιον τρόπο το μάτι σε όσους φοβούνται για τις παρενέργειές του: «Μη φοβάστε, από τη στιγμή που δεν είστε με τη Χρυσή Αυγή, δεν πρόκειται να σας συμβεί τίποτε. Ο νόμος αφορά τα μέλη αυτού του κόμματος, αυτά κάνουν τις επιθέσεις εναντίον των ευάλωτων ομάδων». Λες και οι δικαστικές αρχές θα ζητήσουν πρώτα την κομματική ταυτότητα του δράστη, και μετά θα εφαρμόσουν τον νόμο. Λες και τα δικαστήρια θα συμπεριφέρονται σαν λαϊκά δικαστήρια με μεικτές επιτροπές από κόμματα της Βουλής που θα βγάζουν στη σέντρα μόνο συγκεκριμένους παραβάτες, κάνοντας τα στραβά μάτια για τους άλλους.
Τι θα γίνει όμως με τους βέβαιους παραβάτες του νέου νόμου; Ας δούμε μόνο δύο από τις πολλές κατηγορίες.
Οι ίδιοι οι θιασώτες της πολιτικής ορθότητας διατείνονται ότι η κοινωνία μας είναι πολυπολιτισμική. Όπερ σημαίνει, διαφορετικές και σεβαστές – παρακαλώ – αντιλήψεις για τη «γενετήσια ζωή», άρα και για αυτούς που κάνουν τις συγκεκριμένες επιλογές στη σεξουαλική τους δραστηριότητα. Ποιος δικαιούται να απαγορεύσει σε έναν πιστό μουσουλμάνο να δει την ομοφυλοφιλία όπως την ορίζει η θρησκεία του και όχι όπως τη θέλουν οι Βρυξέλλες; Ποιος αποφασίζει πού σταματά ο πολυπολιτισμός και πού αρχίζει ο «μονοπολιτισμός» της γλωσσικής συμπεριφοράς, που επιχειρεί να επιβάλει το νομοσχέδιο; Και με ποια εξουσιοδότηση;
Για να πάμε σε μια άλλη, μαζική και συστηματική προβλέπω, παραβίαση αυτού του νόμου, αν ποτέ ψηφιστεί. Εννοώ τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως τούρκους δασκάλους και άλλους εκπαιδευτικούς στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, που με τις ευλογίες των εκπροσώπων της τουρκικής κυβέρνησης στην ίδια περιοχή και των λοιπών μειονοτικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένων των contra legem μουφτήδων και ιμάμηδων -αυτοί γνωρίζουν ήδη πώς παραβιάζονται στη χώρα μας οι νόμοι χωρίς να τιμωρούνται οι παραβάτες- που όπως τώρα έτσι και στο μέλλον, έχοντας την απόλυτη προστασία του τουρκικού κράτους, θα αρνούνται όχι μόνο τη Γενοκτονία των Ποντίων, αλλά και εκείνη των Αρμενίων. Ποιος νομίζει ότι μετά την ψήφιση του νέου νόμου όλοι αυτοί θα τηρήσουν τις διατάξεις του και θα πάψουν να αρνούνται δημόσια -δηλαδή μέσα σε ελληνικά σχολεία και στα τεμένη- αυτές τις γενοκτονίες; Και ποιος πιστεύει ότι η ελληνική Πολιτεία θα τολμήσει να εφαρμόσει ξαφνικά τον νόμο στη Θράκη, όταν επί δεκαετίες απλώς αρκείται στο να καταγράφει τη συστηματική του παραβίαση;
Ακόμη και αν δεν υπήρχε το ενδεχόμενο ένας σημαντικός αριθμός πολιτών να παραβιάσει τον επίδοξο νόμο χωρίς να υφίσταται συνέπειες, στα πλαίσια μιας ακολουθούμενης πολιτικής κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία, η πρόταση των κυβερνητικών εταίρων δεν έπρεπε να κατατεθεί στη Βουλή, εφόσον υπάρχει ήδη σχετική νομοθεσία που κρίνεται επαρκής. Δεν φταίει η ισχύουσα αντιρατσιστική νομοθεσία για την έξαρση των επεισοδίων βίας στη χώρα μετά το 2010. Άλλες είναι οι πραγματικές αιτίες και τις γνωρίζουμε. Ο νέος νόμος έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με ένα από τα τελευταία αγαθά που έχουν διατηρηθεί κάπως από το παρελθόν της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: το αγαθό της ελευθερίας του λόγου. Ασφαλώς υπάρχει στην κοινωνία μας κυνικός λόγος, λόγος που εξοργίζει για την ανοησία ή την προκλητικότητά του. Η απαγόρευση όμως δεν είναι λύση. Η διαπαιδαγώγηση του κοινού στην κριτική του αντιμετώπιση είναι. Γιατί δεν προτιμούν εκείνοι που καταθέτουν την πρόταση αυτή τη μέθοδο και επιλέγουν μια αδιέξοδη στρατηγική που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ανομικές και συγκρουσιακές καταστάσεις;
Μήπως τελικά όντως ο στόχος του νομοσχεδίου δεν είναι ακριβώς εκείνος που εξαγγέλλεται; Αν συμβαίνει αυτό, πρόκειται για μεγάλο πολιτικό σφάλμα, τις επιπτώσεις του οποίου φοβούμαι ότι δεν θα μπορέσουν να διαχειριστούν όσοι αποφασίσουν να ψηφίσουν την πρόταση για νέο αντιρατσιστικό νόμο, βάζοντας τη χώρα σε περιπέτειες.