Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Διατρέχομε ήδη και βαδίζομε ολοταχώς προς το τέλος του μηνός Μαΐου, του πέμπτου κατά σειρά μηνός του σωτηρίου έτους 2013. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει πως καταβροχθίσαμε κιόλας 12 ολόκληρα χρόνια από τον καινούργιο αιώνα, εκ των οποίων τρία ήσαν και δίσεκτα, και πως σήμερα ροκανίζομε το εναπομένον μισό σχεδόν του δέκατου τρίτου έτους. Ούτε «τροϊκανοί» να ήμασταν δεν θα είχε ο καταπιώνας μας παρόμοια βουλιμία…

Διανύομε λοιπόν τον μήνα με τον οποίο «κλείνει» η άνοιξη, παραφορτωμένο με φρου φρου κι αρώματα. Σύμφωνα με τους θρύλους που καλλιεργήθηκαν, ο Μάιος είναι μήνας ερωτικός, που εμπνέει τις ευαίσθητες ψυχές των τροβαδούρων, ενώ κεντρίζει συνάμα τους ιμπρεσιονιστές να στήνουν τα καβαλέτα τους και να σκορπάνε στον καμβά πινελιές, συνεπαρμένοι από τα αγριολούλουδα του βουνού και του κάμπου, με πολύχρωμες πεταλούδες να πεταρίζουνε γύρω τους. Μοναδική εξαίρεση στη θεϊκή πανδαισία που χαίρεται η πλάση όλη αποτελεί ο φτωχός ερωτιάρης του Αττίκ, ο οποίος κλαψούριζε μελωδικά στην γκόμενα που την πούλεψε: «Χτες αργά, με ψυχή φορτωμένη από θλίψη για σε περισσή, πήγα μόνος να δω τι απομένει, απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ…». Πήγε, αλλά αντίκρισε μαραμένα τα γιούλια, τις βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά, ένα σκέτο ρημαδιό, δηλαδή. Με κάτι τέτοιες αηδίες που σκαρφίστηκαν λαπάδες ποιητές τα κατάφερε ο μπαγαμπόντης Μάης να θεωρείται ο πιο ευαίσθητος, ο πιο γλυκός, ο πιο λεπτεπίλεπτος ανάμεσα στους δώδεκα μήνες. Και έρχεται ένας άλλος ποιητής που το παίζει φιλόσοφος και, αντιστάσεως μη ούσης, δογματίζει εμμέτρως πως «δεν είναι ο βίος Μάιος αιώνιος – δεν είναι…», ενώ ταυτόχρονα προσκαλεί τους ευδαίμονες εραστές να «δρέψουνε ναρκίσσους εις τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους…», όπου και ευδαίμονες ματάκηδες παραμονεύουν.

Έτσι. Καθώς μέρα με τη μέρα περνάμε από την άνοιξη στο καλοκαίρι, με τον Ιούνιο να μας περιμένει στη γωνιά, θυμόμαστε πως κάποτε οι μήνες δεν άλλαζαν απλώς όνομα και θερμοκρασία, αλλά καθένας τους είχε κάτι αποκλειστικά δικό του, που ανυπόμονα καρτερούσαμε να ‘ρθει στην ώρα του, όπως, π.χ., περί τα τέλη Μαΐου – αρχές Ιουνίου η ένδειξη για το ότι το καλοκαίρι έφθασε ήταν πως εμφανιζόταν στην πιάτσα το… πρώτο θερινό φρούτο, το μούσμουλο. Το αντικρίζαμε ανάμεσα στα καφάσια με τα ζαρζαβατικά στα μανάβικα τα σταθερά ή στα περιφερόμενα στις γειτονιές με μια σούστα που έσερνε ένα γέρικο άλογο. Το βλέπαμε να χρυσίζει φρέσκο φρέσκο και λαχταριστό, και ξερογλειφόμασταν, κι ας ήταν το πλέον απατεωνίστικο δημιούργημα της φύσης, αφού τα εννέα δέκατά του αποτελούνταν από κουκούτσια, κοτσάνια και φλούδια, και μόνο το εν δέκατόν του ήταν ωφέλιμος καρπός, αν δεν ήταν σάπιος ή σκουληκιασμένος κι αυτός. Με τα… προσόντα του αυτά, δεν είναι περίεργο το ότι εξοβελίστηκε στις μέρες μας από την αγορά, όπου άφθονα υπάρχουνε του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά, που προσφέρονται ανεξαρτήτως εποχής. Το μούσμουλο το συναντάς πλέον μόνο συσκευασμένο σε μερικά επώνυμα ντελικατέσεν, να προορίζεται για… επιδέξιους πελάτες.

Δεν μας απασχολούσε όταν ήμασταν παιδιά ποια φρούτα μοστράριζαν οι μανάβηδες, αφού όλα ήσαν δικά μας, προκαλώντας μας όπως ο… «όφις» από τα κατάφορτα δένδρα. Διότι τότε οι άνθρωποι δεν ζούσαν «συσκευασμένοι» μέσα σε κουτιά από μπετόν αλλά σε σπίτια με αυλές και κηπάκια, όπου κάποιο οπωροφόρο δένδρο, φυτεμένο σε μια γωνιά, τους χάριζε τον καρπό του, αλλά αξιοποιούσαν και τη σκιά του για να πίνουν το καφεδάκι τους τα καλοκαιρινά απομεσήμερα. Κι εμείς, αγόρια μαζί με αγοροκόριτσα, διαβολόπαιδα του κερατά, σκαρφαλώναμε στους μαντρότοιχους, απλώναμε το χέρι και δρέπαμε όσο προλαβαίναμε τους απαγορευμένους καρπούς. Μας βλέπανε τα αφεντικά τους και μας κυνηγούσαν για να μας πιάσουνε. Μας περιέλουζαν βρισιές και άθελά τους μας μάθαιναν καινούργια σύνθετα βρωμόλογα, που όλα είχαν τελικό αποδέκτη τη μάνα μας, αλλά δεν θυμάμαι να πιάσανε ποτέ κανέναν να «κλέβει οπώρας». Πέφταμε από τον τοίχο κάνοντας ακροβατικά για να φτάσουμε τον καρπό που μας προκαλούσε, γδέρναμε χέρια και ποδάρια, σκίζαμε βρακιά, τρώγαμε ξύλο επιστρέφοντας σπίτι, αλλά ο αντικειμενικός σκοπός επιτυγχάνετο. Η… σεζόν άρχιζε καταχείμωνο με τα τσάγαλα, που τα τσαλαμαδούσαν πριν από εμάς κάτι ονειροπαρμένα γκομενάκια που «τίναζαν τα πέταλα της ανθισμένης αμυγδαλιάς» για να βάλουν το κλαδάκι στο βάζο, ενώ η επιδρομή η δική μας γινόταν για… υλιστικούς σκοπούς. Οι εποχές διαδέχονταν η μια την άλλη κι εμείς ήμασταν πάντοτε επίκαιροι πάνω στους μαντρότοιχους.

Το άλλο που σηματοδοτούσε έντονα το πέρασμα στον καλοκαιρινό Ιούνιο ήταν το τέλος της σχολικής χρονιάς, με την προετοιμασία και την εκτέλεση των αθλητικών επιδείξεων στα δημόσια σχολεία και με κάποια γιορτή, ανάλογα με το κέφι της διευθύνσεως, στα ιδιωτικά. Εκεί, σε κάποιον ανοικτό, ενοικιασμένο συνήθως χώρο, απαγγέλλονταν ποιήματα ή ανεβαζόταν θεατρικό έργο εθνικού περιεχομένου. Η μεγάλη φιέστα όμως γινόταν στις αθλητικές επιδείξεις που ετελούντο στην πρωτεύουσα, με μεγάλη επισημότητα, στο «Καλλιμάρμαρο». Τα πρώτα χρόνια, που ήταν χρόνια «ντροπαλά», τα κορίτσια για να μην επεκτείνουν τις… επιδείξεις πέραν των αθλητικών φορούσαν «jupe-culottes», προς μεγάλη αγανάκτηση των μπανιστηρτζήδων. Κατόπιν, λαμβανομένου υπ’ όψιν του… πολιτικού κόστους, τους φόρεσαν σορτσάκια και αποκαταστάθηκε η οπτική δημοκρατία. Καθώς παρίστατο στα μαθητικά αυτά πανηγύρια η πολιτική ηγεσία, υποδέχονταν τους προσερχόμενους επισήμους οι παριστάμενοι με χειροκροτήματα ποικίλης εντάσεως, ανάλογα με το πόσο δημοφιλείς ήσαν στο ευρύ κοινό. Κάποια λοιπόν χρονιά που η πολιτική θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, κατέφθασε στο στάδιο ο τότε πρωθυπουργός, περιστοιχισμένος από τη σχετική κουστωδία. Νέος, ευθυτενής και κομψοντυμένος, βάδιζε καμαρωτός, γεμάτος αυτοπεποίθηση, κατευθυνόμενος προς την κερκίδα του, χαιρετώντας με κίνηση του χεριού αθλητές και θεατές. Τα χειροκροτήματα με τα οποία τον καλωσόριζαν ήταν «συγκρατημένα θερμά», χωρίς να προκαλούν όμως παραπολιτικές ερμηνείες και σχόλια. Και τότε εμφανίστηκε, άγνωστο από πού και πώς, ο… Μπάρκουλης, ο οποίος προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος και να… κουρνιάσει κάπου. Τον αντελήφθησαν όμως πρώτα τα κορίτσια, που -ως γνωστόν- έχουνε τον διάολο μέσα τους, και ξέσπασαν σε έντονο χειροκρότημα, συνοδευόμενο από ψιθύρισμα του ονόματός του, που μεταδόθηκε σαν επιδημία σε ολόκληρο το «Καλλιμάρμαρο», με αποτέλεσμα σχεδόν ακαριαία ολόκληρος ο χώρος να δονείται από το δυνατό, θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα υπέρ του ηθοποιού, δημιουργώντας ανίερες… συγκρίσεις. Βέβαια, το γεγονός δεν χαρακτηρίστηκε σκηνοθετημένο ούτε δόθηκε στο πράγματι αυθόρμητο ξέσπασμα συνέχεια από τον Τύπο και τελικά πέρασε στο «ντούκου». Μερικοί μόνον, αορίστως, έκαναν υπαινιγμούς για την «ασέβεια» που επιδεικνύουν μερικοί νέοι στους… θεσμούς. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί πως τότε και επί πάρα πολλά ακόμη χρόνια, ο Μπάρκουλης βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του…

Περασμένα – ξεχασμένα, θα πείτε. Πετάξαμε στα αζήτητα όσα πασπάλιζαν με γοητεία την καθημερινότητά μας και ισοπεδώσαμε τα πάντα. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στον καναπέ. Η τηλεόραση καλύπτει απόλυτα το «είναι μας». Τώρα, μάλιστα, που έρχεται καλοκαιράκι, θα απολαύσουμε τις ζωντανές και ενθουσιώδεις περιγραφές των ρεπόρτερ από τις πλαζ για τα «στρινγκ» και τα «τάνγκα» που φοριούνται φέτος. Και ας μη βρεθεί κανένας σχολαστικός που θα τις αποκαλέσει «περιγραφές άνευ περιεχομένου…».


Σχολιάστε εδώ