Καταρρέει η φοροδοτική ικανότητα των υποζυγίων
Την ίδια ώρα, όμως, τα σημάδια των νέων αδιεξόδων γίνονται άμεσα ορατά σε όσους διαβάζουν προσεκτικά τα στατιστικά στοιχεία, ενώ στο τραπεζικό σύστημα, μετά τις θριαμβολογίες για την ανακεφαλαιοποίηση, έρχεται ο… τρόμος για τα επόμενα τεστ αντοχής των τραπεζών και προεξοφλείται ότι οι στρόφιγγες δανεισμού θα παραμείνουν σφιχτά κλειστές.
Πίσω από τους πανηγυρισμούς για τη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων και τις κυβερνητικές υποσχέσεις για «φως στο τούνελ», με επενδύσεις, δουλειές και μειωμένους φόρους, κρίσιμοι δημοσιονομικοί και οικονομικοί δείκτες υποδεικνύουν ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα που συνθέτουν την κακοδαιμονία του ελληνικού προγράμματος σταθεροποίησης εξακολουθούν να βρίσκονται μπροστά μας:
Τα υποζύγια εξαντλήθηκαν…
1. Η κυβέρνηση θριαμβολογεί για υποτιθέμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα, παραγνωρίζοντας ότι η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών γίνεται ορατή διά γυμνού οφθαλμού: Μόνο μέσα στο α’ τετράμηνο του έτους δημιουργήθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές φόρων ύψους 3 δισ. ευρώ, ενώ ένας στους τέσσερις επιχειρηματίες απέχει από την πληρωμή του ΦΠΑ, για να εξασφαλίσει, έστω με αυτόν τον τρόπο, μια στοιχειώδη ρευστότητα. Την ίδια στιγμή, όλες οι εκτιμήσεις όσων γνωρίζουν το θέμα αναφέρουν ότι η ρύθμιση «τελευταίας ευκαιρίας» για τα χρέη των επιχειρήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία ούτε απαντά στις πραγματικές ανάγκες της εξαντλημένης αγοράς ούτε θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να ομαλοποιήσουν τις πληρωμές των τρεχουσών εισφορών, από τις οποίες τροφοδοτείται η λειτουργία των Ταμείων. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη πρόσθετης στήριξης των Ταμείων από τον προϋπολογισμό θα αναδειχθεί μια από τις πιο επικίνδυνες απειλές στην εκτέλεση του προϋπολογισμού και στα… όνειρα του οικονομικού επιτελείου για πρωτογενές πλεόνασμα από το 2013. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των προβλημάτων, που υποσκάπτουν κάθε προσπάθεια να παρουσιασθεί ως επιτυχημένη και συνεπής με το Μνημόνιο η δημοσιονομική διαχείριση, είναι η προϊούσα εξάντληση επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τα συνεχή κύματα φόρων και επιβαρύνσεων, σε περιβάλλον πρωτοφανούς ύφεσης. Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το πρόβλημα και υπόσχεται μειώσεις φόρων, αρχής γενομένης από τον ΦΠΑ της εστίασης, αλλά και πτώση του φόρου για τις επιχειρήσεις στο 15%, «όταν η κατάσταση το επιτρέψει». Θέλει να ξεχασθεί, όμως, ότι άμεσα σχεδιάζονται νέα εισπρακτικά «γιουρούσια» για τα συνήθη υποζύγια: Ο νέος φόρος κατοχής ακινήτων, που κρύβει πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις και, για πρώτη φορά, θα επιβαρύνει, έστω με χαμηλότερους συντελεστές, ακόμη και την καλλιεργούμενη αγροτική γη. Ή ο εξοντωτικός συντελεστής παρακράτησης του 42% από τα εισοδήματα μισθωτών από δεύτερες δουλειές, που σχεδιάζεται στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αποκάλυψε την περασμένη Κυριακή το «Π».
Ανησυχητικά μηνύματα από βιομηχανία – εξαγωγές
2. Στην πραγματική οικονομία, μόνο ο τουρισμός δίνει κάποιες υποσχέσεις για εισοδηματικές «ενέσεις», αλλά δεν είναι ακόμη καθόλου βέβαιο σε ποια ποσά εισροών θα μεταφρασθούν οι αυξημένες επισκέψεις στην Ελλάδα (οι περιβόητοι 17 εκατομμύρια αναμενόμενοι τουρίστες), καθώς ακόμη και τα τουρκικά ξενοδοχεία είναι πλέον πολύ ακριβότερα από τα ελληνικά. Αν κοιτάξει κανείς, όμως, την κατάσταση της βιομηχανίας, από την οποία περιμένουμε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη, διαπιστώνει ότι τον Μάρτιο οι νέες παραγγελίες κατέρρευσαν, υποχωρώντας κατά 12,7%, ενώ τον Μάρτιο του 2011 υποχωρούσαν μόλις κατά 1,9%. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο μπορεί να μειώνεται σημαντικά, όπως ήταν και ο βασικός στόχος του προγράμματος σταθεροποίησης, σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, αλλά μειώνεται με τρόπο επικίνδυνο για την οικονομία μας, δηλαδή κυρίως με βίαιη συγκράτηση ακόμη και βασικών εισαγωγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάρτιο οι εξαγωγές μειώθηκαν σχεδόν κατά 8% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2012, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε επειδή οι εισαγωγές μας σημείωσαν τερατώδη πτώση, κατά 30%, σε σχέση με τον προηγούμενο Μάρτιο. Η κύρια εξήγηση αυτής της πτώσης είναι ότι ακόμη και η βασική ανάγκη της θέρμανσης των κατοικιών έχει γίνει πλέον πολυτέλεια για τους Έλληνες, με αποτέλεσμα να μειωθούν δραματικά οι εισαγωγές πετρελαίου. Αν αυτά θεωρούνται «επιτεύγματα» για μια οικονομία, που θα την οδηγήσουν σε ισορροπημένο ισοζύγιο και ανάπτυξη, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να επιβάλει κάποιον βαρύ φόρο στα βασικότερα φάρμακα: Οι εισαγωγές τους θα καταρρεύσουν και θα εμφανίσουμε ένα αξιοθαύμαστο πλεόνασμα στο ισοζύγιο (θα ελαφρυνθεί και το ασφαλιστικό σύστημα από ουκ ολίγους συνταξιούχους που θα αποδημήσουν εις Κύριον επειδή δεν θα βρίσκουν φάρμακα)…
Γιατί οι τράπεζες δεν θα ανοίξουν τις στρόφιγγες
3. Στο τραπεζικό σύστημα, από το οποίο πολλοί αφελώς περιμένουν ότι θα στηρίξει την οικονομία με ρευστότητα, αμέσως μόλις τελειώσει η ανακεφαλαιοποίηση, τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα, όπως παρουσιάζονται. Οι τραπεζίτες θα κάνουν μια ακόμη προσπάθεια να περιορίσουν τα προβληματικά δάνεια, που ξεπερνούν ήδη το 1/4 του συνόλου των δανείων, αξιοποιώντας την επικείμενη ρύθμιση για τα στεγαστικά των φτωχών, τις αλλαγές στον νόμο Κατσέλη αλλά και μια ακόμη ρύθμιση που σχεδιάζεται για δανειολήπτες οι οποίοι δεν βρίσκονται σε απόλυτη οικονομική αδυναμία για να καλυφθούν από τον νόμο Κατσέλη (μέχρι τέλος Αυγούστου θα δοθούν με νόμο και με Πράξη του διοικητή της ΤτΕ νέα «εργαλεία» στις τράπεζες για να ρυθμίζουν εξωδικαστικά τα δάνεια αυτής της μεγάλης κατηγορίας «ζορισμένων» Ελλήνων).
Όμως, οι τραπεζίτες ανησυχούν σφόδρα για τα επόμενα τεστ αντοχής, που η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με την «τρόικα» να ολοκληρωθούν πριν από το τέλος του 2013 και να επικεντρωθούν στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων και στην επάρκεια των προβλέψεων για την απόσβεση επισφαλειών. Φοβούνται, ειδικότερα, ότι αυτοί οι έλεγχοι θα αναδείξουν την πραγματική έκταση του προβλήματος των επισφαλών δανείων, θα υποχρεώσουν τις τράπεζες να διαγράψουν ακόμη περισσότερα δάνεια, χρησιμοποιώντας πολύτιμα κεφάλαια, και, τελικά, ίσως αναδείξουν την ανάγκη ορισμένων τραπεζών για περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης τους, η οποία πλέον δεν μπορεί να έλθει από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αλλά από κινήσεις μαζικού «ξεφορτώματος» στοιχείων ενεργητικού, δηλαδή με πωλήσεις θυγατρικών ή ολόκληρων «πακέτων» δανείων σε τρίτους.
Σε τέτοιες συνθήκες ακραίων πιέσεων στις τράπεζες για «συμμάζεμα» του ενεργητικού τους, ώστε να μη χρειασθούν νέα κεφάλαια, είναι αδιανόητο να περιμένει κανείς ότι οι τράπεζες θα προσφέρουν ρευστότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η στρόφιγγα, δυστυχώς, θα πρέπει να κλείσει ακόμη πιο σφιχτά…