Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Tο κεραυνοβόλημα από την είδηση δεν συνοδευόταν από την κλασική επωδό που ακολουθεί όταν πρόκειται περί αποδημίας κάποιων επωνύμων, ότι τάχα με «την απώλειά τους ο κόσμος έγινε φτωχότερος», κι ας ήταν η μοναδική περίπτωση που η φράση δεν θα ήταν σχήμα λόγου, διότι με το τέλος ενός πνευματικού τεμένους, όπως ήταν το βιβλιοπωλείο της «Εστίας», ο κόσμος πράγματι έγινε φτωχότερος. Η πρώτη αντίδραση στο απίστευτο ξάφνιασμα ήταν λακωνική και χρονικά τόσο σύντομη όσο χρειαζόταν να ψιθυρίσεις «πάει κι αυτή», για να περιπέσεις κατόπιν σε βαθιά μελαγχολία, διερωτώμενος αν απέμεινε τίποτα να θυμίζει εκείνη την όμορφη πόλη που λεγόταν Αθήνα.

Και ήταν μια πανέμορφη ανθρώπινη πόλη, γεμάτη ζωή, η Αθήνα. Λατρεμένη από τις Μούσες για τα χιλιοτραγουδισμένα μενεξεδένια της δειλινά, τους κομψούς και αιθέριους λοφίσκους της, που φάνταζαν σαν πανάκριβα κοσμήματα κάτω από τον γαλανό ουρανό της, και το φλοίσβισμα των κυμάτων στο παιχνίδισμά τους με τον ερωτιάρη μπάτη στʼ ακρογιάλια της, δώρα των θεών που ενσυνείδητα παραπετάξαμε για να… εκσυγχρονιστούμε. Εκτός όμως από τη φύση που αλλοιώσαμε, πόσα θαυμάσια οικοδομήματα που τη στόλιζαν και πόσες «ταμπέλες καταστημάτων» που ποικιλότροπα πλούτιζαν την καθημερινότητά μας δεν «πήγανε άκλαυτα»; Και τώρα ήρθε η σειρά της «Εστίας».

Ίσως, βέβαια, να αναρωτηθεί κάποιος, αφού το βιβλιοπωλείο έκλεισε πριν από πάνω από έναν μήνα, τι μʼ έπιασε σήμερα και καταπιάνομαι μαζί του… Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο κάνω; Φυσικά, όχι. Απλώς αυτές τις μέρες πληροφορηθήκαμε ότι «εξεμέτρησε το ζην» ύστερα από 95 περίπου χρόνια και ένα ιστορικό ξενοδοχείο, η «Αύρα» του Παλαιού Φαλήρου. Και ήταν ένα μεγαλοπρεπές κτίριο στην πρώτη του εμφάνιση ανάμεσα σε πολλά στην παραλία, τότε που το Φάληρο γνώριζε ημέρες δόξας, όντας ένα από τα ευνοούμενα ξενοδοχεία για τον μήνα του μέλιτος των νεονύμφων και ενδιαίτημα των Αιγυπτιωτών και άλλων πλούσιων ομογενών το καλοκαίρι, διότι το Φάληρο ήταν το πιο αριστοκρατικό και το πιο δροσερό προάστιο της πρωτεύουσας προς παραθερισμό.

Καθώς όμως ο χρόνος καταβροχθίζει ό,τι συνέθετε τη φυσιογνωμία της Αθήνας και ελάχιστα απομεινάρια φιλοκαλίας διασώζονται πια, η στήλη απεφάσισε με ένα σύντομο ένθετο «in memoriam» εντός των γραμμών της να απευθύνει τον «ύστατο χαιρετισμό» κάθε φορά που χάνεται κάτι απʼ όσα επί χρόνια δέθηκαν με τους Αθηναίους, κάνοντας αρχή σήμερα με τον απροσδόκητο χαμό της «Εστίας». Σαν «ξωτικά» ξεπηδούν από τη μνήμη μας μαγαζιά όπως το χαρτοπωλείο «Πάλλη» στην Ερμού, που «εν μια νυκτί» εξαφανίστηκε, αφήνοντας «ορφανά» το καλό γούστο και την ποιότητα. Αξέχαστη παραμένει στη σκέψη μας η γνωστή μας από τα παιδικά μας χρόνια «Πανελλήνιος Αγορά» στη Σταδίου, που σχημάτιζε ντουέτο με το άλλο παιχνιδάδικο του «Τσοκά» στην Αιόλου, όπου οι τότε μπόμπιρες τραβολογούσαν πατεράδες και παππούδες για ένα ονειροπόλημα μπροστά στις βιτρίνες με τα φανταστικά παιχνίδια. Ποιος ξεχνά τον «Μαγγιώρο» και σε ποιανού παλιού Αθηναίου τη φαντασία δεν προβάλλει, διασχίζοντας την Αιόλου, ο πολυώροφος «Δραγώνας», ο «Τσολάκης» με τις ομπρέλες του ή ο «Κοσκινάς» με τα τζετζερεδικά του…

Και όσο οι αναμνήσεις ρυμουλκούν η μια την άλλη, περίλυπη γίνεται η ψυχή σου και, αφήνοντας πίσω τις άδειες, σκοτεινές και αραχνιασμένες βιτρίνες του κλειστού πια βιβλιοπωλείου της οδού Σόλωνος, ξεκινάς για τον «αποχαιρετισμό» στα παλιά του λημέρια στην οδό Σταδίου, όπου ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του το «Βιβλιοπωλείον Ι.Δ. Κολλάρου», γνωστό στο ευρύ κοινόν ως «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Ακριβώς εκεί οφείλεις να του πεις το στερνό σου «αντίο». Εκεί που το γνώρισες ως μαθητής της πρώτης οκταταξίου γυμνασίου, συνοδευόμενος από τον πατέρα σου για να αγοράσετε τα σχολικά βιβλία του ΟΕΣΒ, με πρώτα και καλύτερα τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», που τα διάβαζες και όταν δεν ήταν στο μάθημα, αφού αποτελούσαν ένα απάνθισμα από διηγήματα και ποιήματα δόκιμων συγγραφέων, που σε έμπαζαν ανεπαισθήτως στη γοητεία της λογοτεχνίας, ανοίγοντάς σου διάπλατα τις πύλες της, τότε που «μαθαίναμε ελληνικά». Δεν μπορώ φυσικά να ισχυριστώ ότι ανήκα στους τακτικούς της πελάτες. Απλώς υπήρξα ένας απλός, ανώνυμος περαστικός που στεκόταν και χάζευε εξώφυλλα και τίτλους βιβλίων στις βιτρίνες της, όπως τόσοι και τόσοι διαβάτες, μα όταν δρασκέλιζες το κατώφλι της, ποτέ δεν έφευγες με άδεια χέρια. Επομένως, δηλώνω τελείως ακατάλληλος για να εξιστορήσω τη βιογραφία της. Μπορώ όμως να καταθέσω πως ο πιο σημαντικός δρόμος της Αθήνας, η οδός Σταδίου, αλλά και μερικοί κάθετοι που οδηγούσαν προς αυτήν, όπως, π.χ., η Πεσμαζόγλου, αποτελούσαν τα χρόνια εκείνα τη «Μέκκα του βιβλίου». Ανάμεσα στους πολλούς εκδοτικούς οίκους, που διατηρούσαν και καταστήματα επανδρωμένα με υπαλλήλους βαθείς γνώστες της ελληνικής και της ξένης πνευματικής κίνησης, ικανούς να εξυπηρετήσουν και τον πλέον σχολαστικό βιβλιοφάγο, «ξεχώριζε», μπορεί να πει κανείς, η συστάδα με τα γειτονικά σχεδόν βιβλιοπωλεία «Μαργαρίτας Βασιλείου», «Εστίας» και «Γιάννη Σιδέρη», ο οποίος ήταν ο τελευταίος που εγκατέλειψε το… πάτριον έδαφος της προσόψεως του Αρσακείου, «καταφυγών» εν… χορδαίς και βιβλίοις στην εκδοτική… προσφυγομάνα της οδού Σόλωνος, όπου συγκεντρώθηκε τελικά όλο το σινάφι.

Και για να ξυπνήσουμε λίγη συγκίνηση σε κάποιους παλιούς βιβλιόφιλους Αθηναίους, δεμένους συναισθηματικά με το κέντρο της Αθήνας, που το έζησαν, που το περπάτησαν, που κατανάλωσαν ώρες ζωής αναπνέοντας τον αέρα του, ας μας επιτραπεί να αναφέρομε «τιμής ένεκεν» μερικές «γουτεμβεργιανές» φίρμες, εκδότες του παλιού, καλού καιρού. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, π.χ., τον Δημήτριο Δημητράκο και το «Λεξικό του», τον Σπανό με τα σπάνια βιβλία του; Τον Γκοβόστη με τους ρώσους συγγραφείς; Τους Τζάκα και Δελαγραμμάτικα με τις «επιστημονικές εκδόσεις», ή τους Σαλίβερο, Κορνάρο, Ζαχαρόπουλο, Αλικιώτη, ή τον άλλο Δημητράκο, τον Πέτρο, και τόσους και τόσους άλλους που κοσμούσαν την πόλη και κέντριζαν από τις βιτρίνες τους το πνεύμα των κατοίκων της.

Ζώντας σε μια ισοπεδωμένη και άχρωμη Αθήνα, δεν ξέρεις πόσοι από την κάποτε εκδοτική ελίτ της χώρας ζουν και βασιλεύουν στα μετερίζια τους ή έχουν μετακομίσει, και ποιοι ανήκουν στο «κάποιος κάπου κάποτε, πού να τον θυμάσαι…».

Κλείνουμε με τις κρίσεις ενός πικρόχολου σχολιαστή για τον σύγχρονο εκδοτικό περίγυρο:

«Σήμερα, υπάρχουν και μερικά “κονιορτοβριθή” απόμερα βιβλιοπωλεία, που εκτός από καταστήματα που… πουλούν βιβλία, είναι και ιδιότυπα “στέκια” της “κουλτουριάρικης διανόησης”. Εκπρόσωποί της καταφθάνουν αγουροξυπνημένοι περί το μεσημεράκι μʼ ένα “στριφτό” τσιγάρο στο χέρι, προϊόν συνήθως τράκας, και προκαλούν προβλήματα. Σαλιώνουν τις σελίδες των βιβλίων που φυλλομετρούν, ειρωνεύονται τον εκδότη για τις επιλογές του, αντιδικούν με τυχόν πελάτες λοιδορώντας τη γνώμη τους και αξιώνουν μεγάλη έκπτωση για κάποιο βιβλίο, ανατρεπτικού συνήθως περιεχομένου, που θα αγοράσουν “επί πιστώσει”»…


Σχολιάστε εδώ