Ενεργοποιείται αντίστροφη μέτρηση για το Κυπριακό
Όχι μόνον οι ενδείξεις καταπείθουν, αλλά και οι έκδηλες ήδη προθέσεις ενδιαφερομένων παραγόντων δημιουργούν τις αναγκαίες δυναμικές προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως, για παράδειγμα, η δήλωση Όλι Ρεν, που ευθέως έθεσε θέμα μιας εκ παραλλήλου αντιμετωπίσεως της οικονομικής κρίσεως στην Κύπρο, μαζί με λύση του πολιτικού της προβλήματος. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει αυτονοήτως πολλά.
Αυτή ακριβώς η διασύνδεση των δυο πτυχών της παροξυνόμενης κυπριακής παθογένειας είναι που ανησυχεί, προδίδοντας ανάλογες επιθυμίες ξένων κέντρων. Και ανησυχεί όχι γιατί προάγεται ιστορικός συμβιβασμός (τον οποίον, εφόσον είναι αποδεκτός, μόνον διεπόμενοι από μαζοχιστικά σύνδρομα δεν θα επιθυμούσαν), αλλά διότι συνδυασμός της εξελισσόμενης χρεοκοπικής κατολισθήσεως με νέες διαδικασίες επιλύσεως του Κυπριακού, δεν θα είναι ασφαλώς και η καλύτερη για μας συγκυρία. Θα είναι οπωσδήποτε η χειρότερη, με τις χειρότερες απολήξεις. Καθώς η πτωχευτική κατάσταση προαναιρεί κάθε αξιόλογη διαπραγματευτική δυνατότητα της Λευκωσίας, αποδομώντας περιθώρια στρατηγικής διαχειρίσεως των θεμάτων που ανακύπτουν, ενώ ευνοεί πιέσεις κι εκβιασμούς από κέντρα ισχύος που επιθυμούν κλείσιμο του προβλήματος, για λόγους δικούς τους, οι οποίοι περνούν μέσα από περιφερειακούς σχεδιασμούς, ανάλογα συμφέροντα κι ευδιάκριτες επιδιώξεις. Επιδιώξεις που μακάρι να μας ευνοούσαν. Πλην όμως όσα έως και δραματικά προάγονται στην ευρύτερη γεωγραφία, συμβαίνουν χωρίς εμάς. Θα είναι μεν προσδιοριστικά και για μας. Αλλά με παροπλισμένες αντιστάσεις και ήσσονα ρόλο δεν είναι δυνατόν ν’ αρθρώσουμε υπολογίσιμο λόγο. Η πικρή αλήθεια είναι δηλαδή ότι:
• Αποβαίνομεν τελικά υποχείριοι των στρατηγικών ανακατατάξεων που διαμορφώνονται, αντί διαχειριστές. Αντί, δηλαδή, έστω και μικροί παίκτες. Κι από αυτή τη ρεαλιστική διαπίστωση πρέπει να εκκινούν οι προβληματισμοί μας, προκειμένου να ιχνηλατήσουμε τρόπους και αποτρεπτικών αντιστάσεων (εάν απαιτηθούν) και γενναιοφρόνων αποδοχών, εφόσον αναπαραχθούν ευκταίες ευκαιρίες λογικών λύσεων. Διαφορετικά θ’ αγόμεθα και θα φερόμεθα, ως παθητικοί δέκτες σ’ αυτό το παιχνίδι των περιφερειακών ανακατατάξεων, της ανακατανομής ισοζυγίων και της αναδιανομής επιρροών.
Αυτά δεν αποτελούν υποθέσεις και εικοτολογίες. Είναι αυτονόητα συστατικά οποιασδήποτε τυχόν συναλλαγής, την οποία θα υποχρεωθούμε να διαχειρισθούμε ως το ανίσχυρο σκέλος της αδυσώπητης ανισοσθένειας. Στα πλαίσια της οποίας -όπως και σε όλη τη μακρά διαδρομή του Κυπριακού- θα υποστούμε πιέσεις κι εκβιασμούς, προκειμένου να συναινέσουμε σε προσφερόμενες ρυθμίσεις. Οι οποίες με βεβαιότητα οι παρεμβαλλόμενοι δεν θα ήθελαν να είναι ασύμβατες με βλέψεις και προοπτικές των δικών τους στρατηγικών επιλογών στο ευρύτερο γεωγραφικό τόξο που μας διαλαμβάνει. Και στο οποίο έχουν υπεισέλθει νέοι γεωστρατηγικοί συντελεστές, με βασική συντεταγμένη τα επιβεβαιωμένα ενεργειακά κοιτάσματα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, όπου ήδη συγκλίνουν οι συνήθεις και μεγάλοι παίκτες για διεκδίκηση μεριδίων και διασφάλιση ανάλογης νομής των προοπτικών που διανοίγονται.
Το δυστύχημα για μας (όχι μόνον ως Κύπρου, αλλά ως Ελληνισμού γενικότερα) είναι ότι ενώ διάγομεν υπό καθεστώς οικονομικής καταρρεύσεως και μιας εν δυνάμει χρεοκοπικής ολισθήσεως, η Τουρκία δρέπει καρπούς αναπτυξιακής ανατάξεως! Η οποία της προσπορίζει -λόγω και μεγεθών, αλλά και γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων- δυναμικές δραστικών παρεμβάσεων στη σύνολη περιοχή. Όπου οι διαμορφώσεις δεν έχουν ακόμη σταθεροποιηθεί, ενώ αντιθέτως βρίσκονται σε κατάσταση κρισίμου ρευστότητος με αδιάγνωστες ακόμη τροπές. Όρα Συρία. Και Ιράν. Με το Ισραήλ να επαναπροσεγγίζει την Άγκυρα, με τρόπο που τείνει ν’ ανατρέψει τις μέχρι χθες ελπιδοφόρες για μας ανατροπές που αναπαρήγαγε η τουρκοϊσραηλινή ρήξη.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, που συνιστούν πεδίο κινουμένης άμμου, είμαστε υποχρεωμένοι («μαζεύοντας τα κομμάτια μας» και «συνάοντας τον νουν μας όπου τον έχομεν») να βρούμε προσφερόμενες δυνατότητες και διόδους διελεύσεως από το ναρκοπέδιο των εξελίξεων. Με μόνο γνώμονα τη διασφάλιση της ιστορικής συνέχειας του Κυπριακού Ελληνισμού στη φυσική του γεωγραφία. Τίποτε περισσότερο. Και τίποτε λιγότερο…