ΣΦΕΝΤΟΝΕΣ: ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΥΣ «ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ»: ΑΠΩΛΕΣΑΝ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΤΟΥΣ

Εις τον πλανήτη
τούτον ʼδω
τώρα κι από αιώνες
υπάρχουν καταστήματα
όπου πουλούν σφεντόνες.
•••
Παλιά δεν είχαν οπλισμό
και τα πουλιά πετούσαν
βρωμίζοντας τον άνθρωπο
όταν αποπατούσαν.
•••
Δεν έφτανε μόνον αυτό
υπήρχε και πενία
και χορτασμένοι ήτανε
οι έχοντες ηνία.
•••
Έτρεχε ο χρόνος, έτρεχε
και αλλαγή καμία.
Με θάνατο εστοίχιζε
κάθε παρανομία.
•••
Αν έκλεβες ένα πτηνό
πήγαινες στην αγχόνη
κι ούτε θεός σε γλίτωνε
-ρώτα την Περσεφόνη.
•••
Ήρθανε χρόνοι Ελληνικοί
Ρωμαϊκοί και… βάλε
ήρθε και το Βυζάντιο
και δίπλα οι κατεντράλε.
•••
Υψώθηκαν στον ουρανό
ναοί δεκάδες μέτρα
μʼ αίμα χτισμένοι και ντροπή
και κάπου κάπου πέτρα.
•••
Ο άνθρωπος σαν ποντικός
πλανιόταν στα σκοτάδια
με το κεφάλι να πονά
και την κοιλιά του άδεια.
•••
Όμως το θαύμα της ζωής
κι όχι της εκκλησίας
σʼ ένα παιδί εγένετο
κι ουχί εις τινάς Οσίας.
•••
Ο νιος εθήρευε σʼ αγρούς
ζητώντας αρουραίους
στα χρόνια της εξάντλησης
στους μήνες τους μοιραίους
•••
Χωρίς να θέλει το παιδί
σε μια σπηλιά μπουκάρει
για νʼ αποφύγει την βροχή
μέσα στης γης τʼ αμπάρι.
•••
Σκοτάδι, φόβος και καρδιά
όλα γνωμοδοτούσαν
πως κάτι κρύβει η σπηλιά
και προειδοποιούσαν.
•••
Κάθεται ο νιος σε μια γωνιά
και στʼ αναφιλητό του
νιώθει μέσα στα
σπλάχνα του
ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ.
•••
Ουρλιάζει από την οργή
και την θεοφοβία
και σκίζει με τα νύχια του
την σάρκα την ολβία.
•••
Λουρίδες ναι! ως λάστιχα
είχε μέσα στα χέρια
που άξαιναν και μίκραιναν
ως Τράπεζας τεφτέρια.
•••
Τι θαύμα αντιμετώπιζε
δεν μπόραγε να ορίσει.
Και ʼφάνει το παράδοξον:
λουζόταν έξω η Φύση.
•••
Πεφωτισμένο το παιδί
βρίσκει μία διχάλα
και φτιάχνει την
σφεντόνα του
ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΗΣ ΓΗΣ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ.
•••
Η σφεντόνα έδιωξε
την πείνα.
Ο νέος έγινε η ελπίδα
των λαών
που με εξελιγμένες σφεντόνες
κέρδισαν την ζωή τους
και την
ελευθερία τους.
Αν πολλές φορές
έχασαν μία από τις δυό
δεν χάθηκε
ο Κόσμος. Οι άρχοντες έπαψαν
να κοιμούνται ήσυχοι.
Αυτό μετράει!


Σχολιάστε εδώ