Ο Ελληνισμός σε δίνη κρισίμων περιφερειακών αναδιατάξεων
Η ΑΛΗΘΕΙΑ που πρέπει να συνειδητοποιηθεί –και συνειδητοποιούμενη νʼ αντιμετωπισθεί ανάλογα– είναι ότι κάτω από τις σημερινές δεινές περιστάσεις, Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν συγκυριακώς τους αδύναμους κρίκους στην κρίσιμη αναδιάταξη ρόλων και στην πολυδύναμη ανακατανομή στρατηγικών ισορροπιών που εξελίσσεται στην περιοχή. Κατάσταση που επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, από την ακριβώς αντίστροφη φορά της τουρκικής θέσεως. Η οποία και προδήλως ανατάσσεται από κάθε άποψη.
Πρωταρχικά λόγω αυτονοήτου γεωπολιτικού πλεονεκτήματος. Και ταυτόχρονα (και βασικότερα) λόγω οικονομικής ευρωστίας, με όρους αναπτυξιακών δεικτών. Να μην αυταπατόμαστε, αναλώνοντας εθνικά παραισθησιογόνα. Όσα συμβαίνουν στην ευρύτερη γεωγραφία μʼ επίκεντρο τις συριακές εξελίξεις και όσα σοβαρότερα (και αυτοδήλως καθοριστικότερα) προεικάζονται σε ό,τι αφορά το Ιράν, αλλά και με φόντο τις νέες προοπτικές σχετικά με τις ενεργειακές πηγές στην ανατολική μεσογειακή λεκάνη, θʼ αποβούν ιστορικώς μοιραία για τα εθνικά ζητήματα του Ελληνισμού. Και για το Κυπριακό δηλαδή. Του οποίου κάποιες νέες (και καταληκτικές αυτή τη φορά) διαδικασίες επιλύσεως βρίσκονται υπό ενεργοποίηση. Και για το σύνολο των ελληνοτουρκικών θεμάτων, τα οποία δημιουργούνται από τα έως και ακατάσχετα βουλιμικά σύνδρομα της Άγκυρας.
Υπό το φως ακριβώς αυτών των δεδομένων, Αθήνα και Λευκωσία (ως οι δύο υπό τις περιστάσεις κρατικοί πυλώνες του Ελληνισμού) θα βρεθούν οσωνούπω μπροστά σε κυριολεκτικώς κρίσιμα διλήμματα, που θʼ απαιτήσουν ιστορικές επιλογές και ανάλογες αποφάσεις. Και το θέμα είναι πριν αυτό επισυμβεί ως αδήριτη (και ίσως μη αντιμετωπίσιμη) δυναμική, να έχουν αναπτυχθεί από ελληνικής πλευράς οι αναγκαίες εκείνες πολιτικές, που θα επιτρέψουν αποτελεσματική διαχείριση των εξελίξεων. Ώστε δηλαδή να μην αποβούμε αντί διαχειριστές, υποχείριοί τους. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πολλά. Τα οποία, αν δεν χειραγωγηθούν αποτελεσματικά, μπορεί νʼ αποβούν ολέθρια.
Θαύματα βεβαίως δεν γίνονται. Ούτε ανατροπές με συνδρομή από μηχανής θεών. Η ζοφερή κατάσταση της έωλης χρεοκοπικής κατολισθήσεως δεν αναστρέφεται με θεωρίες και καλοπροαίρετες επιθυμίες. Και οι συνέπειές της όσον αφορά την αποδόμηση εθνικών δυνατοτήτων και καθήλωση στρατηγικών αντιστάσεων είναι βαναύσως αισθητές ως παθογενείς αγκυλώσεις και για την Κύπρο και για την Ελλάδα. Είναι όμως ταυτοχρόνως αναγκαίο, με βάση αυτήν τη στυγνή πραγματικότητα, να ορθοτομηθούν οι επαρκέστερες υπό τις περιστάσεις εθνικές αποφάσεις. Οι οποίες μπορούν νʼ αποκτήσουν την επιθυμητή δυναμική, μόνον εφόσον υπάρξουν συνθήκες εσωτερικών συναινέσεων. Οι οποίες και μπορούν να εξισορροπήσουν κάπως την καταθλιπτική ανισοσθένεια των μεγεθών και την αρνητική διαμόρφωση των γεωστρατηγικών ισορροπιών. Ώστε ο Ελληνισμός να διεκδικήσει (με τα δικά του κι εν πολλοίς αναξιοποίητα πλεονεκτήματα) θέση αρκούντως υπολογίσιμου παίκτη στις περιφερειακές διαμορφώσεις.
Επιβάλλεται. Γιατί διαφορετικά θα καταλήξει στη θέση αυτοπαθούς αποδέκτη εκείνων που η βούληση των άλλων θα επιβάλει, χωρίς δική μας αισθητή παρέμβαση. Που σημαίνει συν άλλοις αξιοποίηση συμμαχιών κι εκμετάλλευση όσων μπορούμε να προβάλουμε ως στρατηγικά μας ατού. Αρχής γενομένης από τον έλεγχο του υποθαλάσσιου φυσικού πλούτου, με τα επιβεβαιωμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, που τείνουν να διαφοροποιήσουν άρδην το ενεργειακό πεδίο. Κάτι που ελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον κέντρων ισχύος και αποφάσεων. Αυτό βεβαίως απαιτεί όχι απλώς θεωρητικές αξιολογήσεις και φιλολογικές αναφορές. Απαιτεί πρωτίστως στρατηγική διαχείριση (και στην περίπτωση Αθήνας-Λευκωσίας συνδιαχείριση) που θʼ αποδώσει τα μείζονα. Τα δυνατά.
Με θωράκιση και της εθνικής κυριαρχίας και της ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων, που αυτή τη στιγμή ευρίσκονται υπό απειλήν. Αφού η Άγκυρα ενεργοποιεί, με πειρατική πολιτική κανονιοφόρων, πολιτικές αμφισβητήσεως εθνικών ορίων σε συγκεκριμένες ζώνες και της ελλαδικής και της κυπριακής επικράτειας.