Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Η μπάσα και σπηλαιώδης φωνή του από τα βρογχικά και τον τσιγαρόβηχα έκοβε κάθε διάθεση αντιλογίας. Μέσα στην κουζίνα οι γυναίκες, η γριούλα συμβία του μαζί με την κουνιάδα και την ξαδέρφη της, προσπαθούσαν να βάλουνε μια τάξη από το χθεσινό ραβαΐσι. Δεν ήτανε τραπέζι πασχαλινό αυτό το πράμα, αλλά μάλλον πετυχημένη επιδρομή Σαρακηνών.

Να η σούβλα με το ξεραμένο πάνω της λίπος, να σιχαίνεσαι να την αγγίξεις. Να τα ταψιά, να οι τεντζερέδες, να οι κατσαρόλες, οι πιατέλες, τα μπρίκια, να κι η μηχανή του εσπρέσο γιατί, βλέπεις, ο Αντωνάκης -πανάθεμά τον- εσπρέσο έπινε από τα γεννοφάσκια του. Βάλε τώρα αμέτρητα πιάτα, πιρούνια, ποτήρια, άλλα για το κρασί, άλλα για την μπίρα και άλλα για το τσίπουρο. Ήσανε και τα παιδιά που όλο σκανταλεύανε, κι όσο σκανταλεύανε τόσο δίψαγαν, κι όλο ζητούσανε νερό, κι όλο είχανε ξεχάσει πού άφησαν τα ποτήρια τους, και φέρε καινούργια ποτήρια, και πλύνε στα σβέλτα εκείνα με τα κραγιόνια, κι άντε καινούργια πιάτα, άντε φέρε πάλι μαχαίρι, που όλο έπεφτε από το χέρι της μαντάμ Αντζέλ. Σκεύη πάνω σε σκεύη στοιβαγμένα στον νεροχύτη (σπάσανε και τρία ποτήρια, από τα καλά του σερβίτσιου), και θαρρείς πως μονομαχούσαν μαζί τους οι γυναίκες για να τα κάνουνε ζάφτι. Πλένανε, σκουπίζανε και τελειωμό δεν είχαν. Ούτε ο Σγούρδας στην αποθήκη του δεν είχε τόσο κατσαρολικό.

Και να ‘τανε μονάχα η λάντζα και η φασίνα, τι άλλο θέλανε… Ήταν και τα αποφάγια, που έβγαζαν όλη την ξινίλα τους από τις σκουπιδοσακούλες. Και να οι κοκάλες, να τα σπασμένα αυγά που τα τσούγκριζαν και τα πετούσαν ολάκερα, να και οι σκέτοι κρόκοι των αυγών διότι η μαντάμ Αντζέλ, κατά σύσταση του παθολόγου, τρώει μονάχα τα ασπράδια, να και οι σαλάτες με τα ζουμιά τους αντάμα με τα τσόφλια των αυγών, και άλλα, και άλλα, και ούτω καθ’ εξής.

Και καθώς η μια τρακάριζε πάνω στην άλλη μέσα στη φούρια, ακούστηκε ειρωνικά εξοργισμένη η μπάσα… φωνούλα του παππού:

«Κόκαλα έχει αυτή η γκαζόζα, που να σας πάρει και να σας σηκώσει; Τι διάολο κάνετε κι οι τρεις μες στην κουζίνα; Το ρίξατε στο κουτσομπολιό ή κοιμηθήκατε κι εμένα ξεράθηκε ο στόμας μου;», και είχε τέτοια ακουστική η κουζίνα, που θαρρείς πως ερχόταν η φωνή από το υπερπέραν. «Πάλι στα νεύρα του είναι ο δικός σου σήμερα», είπε η ξαδέλφη, ενώ η κουνιάδα πρόσθετε: «Καλά να πάθει, γιατί το είπε ο γιατρός: Όχι εφημερίδες! Ούτε ειδήσεις να διαβάζει ούτε νέα στην τηλεόραση να ακούει, μπας και ηρεμήσει…».

Σκούπισε βιαστικά τα χέρια της στην ποδιά της η γυναίκα του, πήρε από το ψυγείο ένα μπουκάλι γκαζόζα και, ξαναμμένη καθώς ήταν, του το πήγε έτοιμη για καβγά. «Τι σκούζεις, χριστιανέ μου! Τα αποκαΐδια του σογιού σου που μας μάζωξες χθες προσπαθούμε να συνεφέρουμε», είπε και έκανε να φύγει, αλλά το αυτί του παππού δεν ίδρωνε από τέτοια: «Παράτα τις γκρίνιες σου πια και άι φέρε το κύπελλό μου. Από το μπουκάλι θα πιω;».

Ήρθε το κύπελλο, το μισογέμισε από τη λιγοστή γκαζόζα που είχε απομείνει και καθώς άρχισε να πίνει σταμάτησε απότομα. «Ξεθυμασμένη», είπε κάνοντας έναν μορφασμό αηδίας. «Ξεθυμασμένη, που να τους πάρει ο διάολος». Και πρόσθεσε σαν κάτι να θυμήθηκε: «Εκείνα τα μούλικα χθες πίνανε, ξαναπίνανε, κι αφήνανε το μπουκάλι ξεβούλωτο…».

Ακούμπησε το κύπελλο στην άκρη του τραπεζιού, μονολόγησε δυο – τρεις φορές τη λέξη «ξεθυμασμένη» και ύστερα το έριξε στη φιλοσοφία.

Όλα στην Ελλάδα είναι πια ξεθυμασμένα και ξεθωριασμένα. Τίποτα δεν έμεινε στη σωστή του όψη και στο σωστό του χρώμα, λες και κάποιο χέρι σατανικό θέλει να μη μείνει τίποτα όρθιο από εκείνα που μας δίδαξαν οι γονιοί μας, που τηρούσαμε ευλαβικά και που μας ομόρφαιναν τη ζωή. Λίγοι τερμίτες που λαθροβιούσαν βγήκαν στην επιφάνεια και σιγοτρώνε την πίστη και τα «πιστεύω» μας… Προσπαθεί να κάνει καταγραφή και στο μυαλό του έρχονται όσα σιγά σιγά ξεθώριασαν, όσα σκεπάστηκαν με το αδιαπέραστο παραπέτασμα της λήθης κι όσα μεθοδικά άλλαξαν τη σύνθεση του τρόπου ζωής μας. Προσπάθησαν την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα να την αντικαταστήσουν με… κονσομέ, μπορεί να διαμαρτύρονται για τον οβελία οι «βετζετέριαν», αλλά ό,τι κι αν κάνουν, το Πάσχα οι Έλληνες θα το κρατήσουν για πάντα ελληνικό. Η Σταύρωση και η Ανάσταση του Σωτήρα είναι οικογενειακή μας υπόθεση, και ο Χριστός αποκλειστικά δικός μας, έλληνας Χριστός. Δοξολογούμε στις εκκλησίες τον Θεάνθρωπο, αλλά γλεντούμε την Ανάστασή Του με νταούλια, χορούς και κλαρίνα στους κατάσπαρτους με αγριολούλουδα αγρούς. Και πολεμώντας για του «Χριστού την πίστη την Αγία», μεγαλώσαμε την Ελλάδα και απελευθερώσαμε τα σκλαβωμένα αδέρφια μας, τότε που ο παμμέγιστος Λευτέρης Βενιζέλος ανέθετε στους σοφούς του τόπου μας να εντοπίσουν το σημείο όπου διακόπηκε η λειτουργία στην Αγιά Σοφιά τη στιγμή της άλωσης, ώστε να συνεχιστεί από κει και πέρα και να ολοκληρωθεί στη δοξολογία όταν θα απελευθερωνόταν η Πόλη. Όλα ξεθώριασαν στο «επίσημο κράτος» μας, σκέφτεται ο παππούς, για να μη δυσαρεστηθούνε οι τερμίτες. Θυμάται τότε που από τη Μεγάλη Δευτέρα κάρφωναν τον «Φάντη» στα καφενεία και κανένας δεν χαρτόπαιζε. Στη μνήμη του έρχεται η εικόνα της Αθήνας τη Μεγάλη Πέμπτη, μετά τη Σταύρωση, που αποκτούσαν οι πόλεις πένθιμη όψη. Το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο κλασική μουσική, ορατόρια και ρέκβιεμ. Τις σημαίες, τόσο στα δημόσια κτίρια όσο και στα σπίτια, τις αναρτούσαν μεσίστιες και οι εύζωνες στον Άγνωστο Στρατιώτη τιμούσαν με τα όπλα «υπό μάλης» την «κενή κλίνη των αφανών». Τις καμπάνες των εκκλησιών τις χτυπούσαν πένθιμα πιτσιρικάδες ανεβασμένοι στα καμπαναριά και ο δήμαρχος Αθηναίων έντυνε τους φανοστάτες γύρω από το Σύνταγμα με κρέπια.

Και την άλλη μέρα, το Μεγάλο Σάββατο, στην Ανάσταση παρίστατο ολόκληρη η πολιτειακή ηγεσία, πότε Πρόεδρος, πότε βασιλεύς ή αντιβασιλεύς Δαμασκηνός, με σύσσωμη την κυβέρνηση, την Ιερά Σύνοδο, τους ξένους πρεσβευτάς, τους επικεφαλής των άλλων δογμάτων, τη σύγκλητο του πανεπιστημίου, της Ακαδημίας και τα Δ.Σ. των λοιπών ιδρυμάτων, ενώ τμήματα στρατού, παρατεταγμένα σε όλη τη διαδρομή προς τη Μητρόπολη, απέδιδαν τιμές.

Είχε μια ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια η όλη τελετή, που καταργήθηκε σιωπηρώς επειδή έτσι γούσταραν οι τερμίτες. Και ας μη μιλήσουμε για τα γλέντια που γίνονταν στους στρατώνες, που είχαν τις πύλες ορθάνοιχτες για όποιον ήθελε να συνεορτάσει με τα φανταράκια.

Και τώρα μόλις πλησιάζει μια μεγάλη εορτή, είτε εθνική είναι είτε θρησκευτική, τη βαφτίζουν «τριήμερο» και βρίσκουν την ευκαιρία οι ηγέτες μας να την κοπανήσουν και «μην τους είδατε»…

Και σε γιορτές που ο ανώνυμος λαός κατακλύζει αυθόρμητα με ευλάβεια τις εκκλησιές, η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, αντιπροσωπεύεται από κάποιον ασήμαντο υφυπουργό, για να μην την ειρωνευτούν οι τερμίτες, που σιγοτρώνε τα πάντα…


Σχολιάστε εδώ