Ληστεία από τα καρτέλ και σε καιρό Μνημονίου!

Για αυτόν τον ολέθριο συνδυασμό συμπίεσης εισοδημάτων, με παράλληλη αύξηση του κόστους διαβίωσης, κυρίως για τα νοικοκυριά με μέσα και χαμηλότερα εισοδήματα, αναμφίβολα σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται οι αποφάσεις διαδοχικών κυβερνήσεων να επιβάλλουν δυσβάστακτες έως εξωφρενικές (βλ. αύξηση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης) αυξήσεις στους έμμεσους φόρους, που επιβάρυναν σοβαρά τις τιμές.

Εξίσου αδιαμφισβήτητο, όμως, είναι και ένα άλλο γεγονός: Ότι η σφοδρή επίθεση που δέχθηκαν οι αμοιβές της εργασίας από την πολιτική του Μνημονίου δεν άλλαξε την πάγια πρακτική που ακολουθούν για δεκαετίες τα καρτέλ και μονοπώλια, τα οποία νέμονται προνομιακά και με ανοχή (ή συνενοχή) των κυβερνήσεων τις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, ιδίως εκείνες που χαρακτηρίζονται από ανελαστικότητα της ζήτησης (τρόφιμα, υγρά καύσιμα κ.ά.). Με απλά λόγια, ακόμη και σε καιρούς Μνημονίου, τα καρτέλ συνέχισαν να μας ληστεύουν! Σε ένα βαθμό, μικρότερο ασφαλώς, για την πρωτοφανή ανθεκτικότητα των τιμών ευθύνονται και οι δεκάδες συντεχνίες, που έχουν καταφέρει, ακόμη και σε πείσμα των κυβερνητικών πρωτοβουλιών για άνοιγμα επαγγελμάτων, να διατηρήσουν ισχυρές τις ρυθμίσεις προστασίας τών επί μέρους αγορών και προνομίων τους.

Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που εισηγήθηκε με θέρμη τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της συμπίεσης της αμοιβής της εργασίας για να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, αναγνωρίζει (στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα) ότι «ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προκαλούν αξιοσημείωτη μείωση των ονομαστικών μισθών, αυτό αντανακλάται μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό σε χαμηλότερες τιμές, λόγω της αποτυχίας στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και, γενικότερα, στο άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που εξηγεί γιατί οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι σήκωσαν υπερβολικά μεγάλα βάρη».

Το γεγονός ότι «οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι σήκωσαν υπερβολικά μεγάλα βάρη» δεν ήταν ένα απλό σφάλμα σχεδιασμού των Μνημονίων, αλλά μια συνειδητή επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων και, δευτερευόντως, της «τρόικας» για την κατανομή των βαρών της κρίσης, με προστασία των προνομίων των ισχυρών της αγοράς. Εδώ και πολύ καιρό σοβαροί οικονομολόγοι, όπως ο επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ, Νίκος Ζόνζηλος, είχαν τονίσει ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς, όπου η έννοια του υγιούς ανταγωνισμού είναι ουσιαστικά άγνωστη, έδωσαν την ευκαιρία στις επιχειρήσεις να μεταφέρουν το μεγαλύτερο μέρος των μειώσεων μισθών στα περιθώρια κέρδους τους, αντί να τα περάσουν στις τιμές (ακόμη και στα αγαθά προς εξαγωγή γίνονταν σοβαρές ανατιμήσεις, όπως παρατήρησε εύστοχα ο κ. Ζόνζηλος σε σχετική, παλαιότερη ανάλυσή του).

Και όμως, παρά τις θεωρίες περί μονοδρόμων, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν θαυμάσια να είχαν ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική πορεία για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας: Θα μπορούσαν, όπως είχε προτείνει ο κ. Ζόνζηλος, να ξεκινήσουν την προσπάθεια από τολμηρά μέτρα ανοίγματος των αγορών και αποκατάστασης του υγιούς ανταγωνισμού, να μετρήσουν τα κέρδη ανταγωνιστικότητας από τέτοια μέτρα και μόνο στο τέλος αυτής της προσπάθειας να στραφούν προς το κόστος της εργασίας. Αντί γι’ αυτό, οι κυβερνήσεις άφησαν τα καρτέλ και τις συντεχνίες να νέμονται τις κλειστές αγορές ανεξέλεγκτα και επιτέθηκαν μονόπλευρα στις αμοιβές της εργασίας, οι οποίες μειώθηκαν δραστικά, χωρίς όμως τα αναμενόμενα οφέλη στην ανταγωνιστικότητα.

Οι δυσβάστακτες αυξήσεις

Όπως φαίνεται στον πίνακα που σήμερα δημοσιεύουμε, ο οποίος βασίζεται σε στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τις τιμές καταναλωτή, στην περίοδο μετά το 2009 το γενικό επίπεδο των τιμών στην Ελλάδα, όπως αντανακλάται στον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, έχει αυξηθεί κατά 10,41%.

Οι πιο δυσβάστακτες αυξήσεις εντοπίζονται σε δύο κατηγορίες βασικών αγαθών και υπηρεσιών, που επηρεάσθηκαν δραματικά από τις αυξήσεις στους φόρους στην εποχή του Μνημονίου: Παρά τη μείωση των ενοικίων από την κρίση, το συνολικό κόστος της στέγασης, το οποίο επηρεάζεται σημαντικά από την αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, αυξήθηκε κατά 32%! Στις μεταφορές, που επηρεάζονται από τους αυξημένους φόρους των καυσίμων και τις ανατιμήσεις στις συγκοινωνίες, η σωρευτική αύξηση τιμών στην εποχή του Μνημονίου ξεπέρασε το 24%. Η αύξηση φόρων κρύβεται και πίσω από την αύξηση κατά 29% στο κόστος των αλκοολούχων ποτών και του καπνού. Όμως, εκεί που φαίνεται καθαρά η ανεξέλεγκτη δράση καρτέλ και μονοπωλίων είναι στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, μια κατηγορία αγαθών που απορροφά μεγάλο μέρος της οικογενειακής δαπάνης των φτωχότερων Ελλήνων. Στα χρόνια του Μνημονίου οι ανατιμήσεις σε αυτήν την κατηγορία αγαθών ξεπέρασαν το 6%, παρότι μάλιστα είναι καταγεγραμμένη στατιστικά όχι μόνο η συμπίεση της κατανάλωσης ακόμη και στα είδη διατροφής, αλλά και η στροφή των καταναλωτών σε εκπτωτικά σούπερ μάρκετ, σε είδη ιδιωτικής ετικέτας και σε αγαθά χαμηλότερης ποιότητας.

Ακόμη και στις κατ’ εξοχήν σημαντικές για την τουριστική μας βιομηχανία κατηγορίες ξενοδοχείων-καφέ-εστιατορίων, στην εποχή του Μνημονίου η άνοδος του επιπέδου των τιμών ξεπέρασε το 5%, αν και είναι σε όλους γνωστό ότι οι απολύσεις και η μείωση αμοιβών συμπίεσαν δραστικά το εργατικό κόστος των επιχειρήσεων αυτών των κλάδων. Η αύξηση στο 23% του ΦΠΑ δικαιολογεί εν μέρει αυτήν την αύξηση του επιπέδου των τιμών, αλλά είναι προφανές ότι και οι επιχειρήσεις δεν προσάρμοσαν επαρκώς τις τιμές τους στις νέες συνθήκες, παρότι η μείωση του εργατικού κόστους τούς έδωσε πολλές δυνατότητες.

Οι μικρές μειώσεις του επιπέδου τιμών που παρατηρήθηκαν στην περίοδο του Μνημονίου εντοπίζονται σε κλάδους μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως τα διαρκή αγαθά (αυτοκίνητα, ψυγεία, τηλεοράσεις κ.ά.), οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες κ.ά. Όταν, όμως, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δυσκολεύεται να πληρώσει τον λογαριασμό στο σούπερ μάρκετ, δεν είναι σημαντική παρηγοριά το να βρίσκει φθηνότερα αυτοκίνητα και ψυγεία ή χαμηλότερους λογαριασμούς στα κινητά…

Ν.Χ.


Σχολιάστε εδώ