Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Ένα σημείωμα-«ελεγείο», που δημοσιεύθηκε προ μηνών στη στήλη για το άλλοτε λαμπρό εργοστάσιο Φιξ στη Λεωφόρο Συγγρού, που κατάντησε επί των ημερών μας ένα ρυπαρό και θλιβερό κουφάρι, μίασμα της περιοχής, παρακίνησε προφανώς τον κ. Παναγή Μάμο να αποστείλει στο «ΠΑΡΟΝ» επιστολή με την οποία μας ενημέρωνε ότι ανέλαβε το τιτάνιο έργο να ιχνηλατήσει τη γέννηση και τη… σταδιοδρομία της μπίρας στην Ελλάδα.
Ο κ. Π. Μάμος, γόνος της άλλης μεγάλης ελληνικής και της εξίσου ιστορικής ζυθοποιίας «Μάμος» των Πατρών, έχοντας προσωπικά βιώματα που απέκτησε εξ απαλών ονύχων στους χώρους του εργοστασίου, προχώρησε στην αναζήτηση και διερεύνηση πολύτιμων στοιχείων, ξεχασμένων εν πολλοίς, σχετικών με «Την δημιουργία και ιστορική διαδρομή του κλάδου της ελληνικής ζυθοποιίας», καταγράφοντάς τα σε σχετική λεπτομερή μελέτη.
Διατρέχοντας τα ενδιαφέροντα αυτά κείμενα -και στην προσπάθεια να μεταφερθούμε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της μακρινής εποχής μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκε η ανάπτυξη της χώρας-, συναντούμε πολλά γλαφυρά συμβάντα που υποκύπτουμε στον πειρασμό να αναβιώσουμε «πετώντι καλάμω» με εύθυμη και σκωπτική διάθεση, το φόντο, δηλαδή το… background των γεγονότων, σκιαγραφώντας και σχολιάζοντάς τα με… δικά μας λόγια. Και εν πρώτοις, για να «φωτογραφίσουμε» το «σκηνικό», καταφεύγομε στην «Ιστορία των Αθηνών» του Διονυσίου Σουρμελή, που περιγράφει την εικόνα της νέας πρωτεύουσας της Ελλάδος γράφοντας επί λέξει: «Τέλος, το εν Λονδίνω πρωτόκολλον της 3ης Φεβρουαρίου 1830 έκαμε να επανέλθουσιν πολλοί των Αθηναίων εις την πατρίδα αυτών και ακολούθως μέχρι τέλους του έτους τούτου, συνήλθον σχεδόν πάντες εις Αθήνας όπου εύρον την πόλιν όλην ερείπιον, τον ελαιώνα κεκαυμένον το πλείστον μέρος, τους κήπους, αμπελώνας, και αγρούς εξαφανισμένους παντάπασι…».
Και όμως. Ένας Βαυαρός, που είχε το βίτσιο να επισκεφτεί τότε την Ελλάδα, γράφει πως οι ευκατάστατοι Έλληνες αγαπούσαν να απολαμβάνουν την εγγλέζικη μπίρα Porter, τη μόνη που εισαγόταν στη χώρα. Ίσως οι ευκατάστατοι αυτοί Έλληνες να παρακίνησαν έναν πανέξυπνο τριπολιτσιώτη Αρμένη να παρασκευάζει σπίτι του μπίρα, για να γλιτώνουν δασμούς και φόρους. Φοροφυγάδες, δηλαδή, του κερατά, όπως θα έλεγε ο κ. Στουρνάρας. Και, κατά τα θρυλούμενα, είχε ο Αρμένης επιτυχία. Αλλά για να επιστρέψουμε στον παραπάνω βαυαρό επισκέπτη της Αθήνας, που είχε το κουράγιο -κοτζάμ «φον»- να κάτσει να συγγράψει ένα βιβλίο «για όσους σκέπτονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ή επιθυμούν να τη μάθουνε περισσότερο», έναν οδηγό δηλαδή αφιερωμένον στους ατρόμητους συμπατριώτες του, κάτι δηλαδή σαν «οδηγίες για τους ναυτιλλόμενους» του πάλαι ποτέ ΕΙΡ ή, έστω, σαν συμβουλές «επιβιώσεως ναυαγού εκβρασθέντος σε άνευ ανθρωποφάγων ξερονησίδα». Εξυπακούεται πως αν στο νησί υπήρχαν ανθρωποφάγοι, η αγορά παρόμοιου οδηγού θα ήταν πεταμένα λεφτά.
Εν πάση περιπτώσει, ο ερχομός του Βασιλέως Όθωνος στη νεαρά πρωτεύουσα προκάλεσε ανακατατάξεις στην κοινωνία.
Όλο το τσούρμο των ειδικών, που κατέφθασε μαζί του για να στελεχώσει τις δημόσιες υπηρεσίες, και των ενστόλων, για να τους συμπαρίστανται, εγκατέλειψε μεν την πατρίδα του, αλλά δεν άντεχε να εγκαταλείψει και τις συνήθειές του, με πρώτη και καλύτερη εξ αυτών την μπίρα. Έτσι το αγαπημένο τους αυτό ποτό, που κατέφθανε ποταμηδόν για να δροσίζει τα λαρύγγια τους, άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστό και στα λαρύγγια των Αθηναίων, οπότε πλάκωσαν οι «ξένοι επενδυταί», αλλά και ημέτεροι λεφτάδες, και τα εργοστάσια ζυθοποιίας άρχισαν να φυτρώνουν με γοργό ρυθμό.
Μόλις πέρασε ο μήνας του μέλιτος Βαυαρών – Αθηναίων, καθώς δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους, αφού των μεν τα χνώτα μύριζαν blutwurst και των άλλων τζατζίκι, οι Βαυαροί εντρυφήσανε στο φιλοσοφικό δόγμα «όλοι μαζί και ο ψωριάρης χώρια», που προσάρμοσαν στα «κατ’ αυτούς» ιδρύσαντες μπιραρίες γκέτο, όπου σύχναζαν μόνον Βαυαρέζοι. Κατά τον Κ. Μπίρη, μία εξ αυτών εγκαταστάθηκε παρά την διασταύρωση της Ιεράς Οδού – Μεγάλου Αλεξάνδρου, ονόματι «Πράσινο Δένδρο», ίσως τιμής ένεκεν στο μοναδικό δένδρο που διεσώθη από τον «κεκαυμένο ελαιώνα». Δεύτερη μπιραρία άνοιξε αργότερα τις πύλες της στην Πατησίων, όπου σήμερα το Πολυτεχνείο, φέρουσα το αρχαιοπρεπές όνομα «Παυσίλυπον» γραμμένο λατινιστί, η δε τρίτη και φαρμακερή λειτούργησε στην οδό Ομήρου. Χαμός γινόταν στις μπιραρίες αυτές με τα βαυαρέζικα γλέντια. Πλάκωναν οι μουστερήδες με τα πέτσινα κοντά πανταλονάκια τους και το φτερό στο καπέλο, χαιρέταγαν την ομήγυρη με χαριέστατα «Gru? Gott» και «Servus» και έπιαναν στασίδι. Αμέσως ξανθωπές «κελνερίνες», κρατώντας στο κάθε χέρι πέντε-έξι τεράστια ποτήρια του λίτρου με καπάκι, ξέχειλα αφρισμένη μπίρα, τα άφηναν στους νεοαφιχθέντες και εκείνοι για ευχαριστώ τους χάιδευαν κατ’ έθιμον τον… πισινό. Τα γέλια, οι φωνές, τα τραγούδια με το σχετικό σταυρωτό πιάσιμο χεριών σε ρυθμικό λίκνισμα, ακούγονταν ως «πέρα στους πέρα κάμπους». Τραγούδια μελωδικά, γεμάτα ρομαντισμό και νοσταλγία για εφόδους γρεναδιέρων, δημιουργούσαν ένα θορυβώδες πατιρντί μέσα σε λίμνες μπίρας. Και όταν κάποτε το γλέντι τέλειωνε και έφευγαν οι θαμώνες, τα πέριξ μύριζαν… αμμωνία. Και όσοι είχαν συνάχι και δεν αντιλαμβάνονταν την προέλευσή της, την καταλάβαιναν βλέποντας την επομένη τους περιοίκους να ζωγραφίζουν σταυρούς στους τοίχους τους ή να γράφουν με ασβέστη «απαγορεύεται το ουρείν διά ροπάλου»!
Εν τω μεταξύ, ο καιρός περνούσε και οι Αθηναίοι άρχισαν να αντιγράφουν τον τρόπο ζωής των ευρωπαίων συμπολιτών τους και δειλά δειλά άνοιγαν μπιραρίες όπου -ντρέπομαι που το λέω- ενίοτε πολλοί άνδρες «κουβαλούσαν» μαζί τους και τις γυναίκες τους, υποθάλποντας έκλυση των ηθών.
Έτσι η μπιραρία έγινε προσφιλής χώρος, που βελτιώθηκε σε ζυθεστιατόριο, για να επεκταθεί σε καφεζυθεστιατόριο, ώστε να καλύπτονται όλες οι κοινωνικές ανάγκες. Καθώς δε η πρόοδος… προόδευε, οι μπιραρίες, χάριν του λαού, εμπλουτίστηκαν και με θέαμα, μετακαλώντας διαπρέπουσες εν Εσπερία «πριμαντόνες», οπότε προσδιορίστηκαν ως «καφέ αμάν», οι δε αλλοδαπές καλλιτέχνιδες απλώς αμανετζούδες.
Καταφεύγοντας πάλιν στον Κ. Μπίρη, μαθαίνομε ότι γύρω στα 1870 μερικοί έλληνες ερωτιδείς απήγαγαν ακουσίως τις επί σκηνής θριαμβεύουσες αοιδούς, αλλά τελικά σαν έντιμοι και ηθικοί άνδρες αποκατέστησαν τα κορίτσια. Επειδή το βιβλίο του Μπίρη δεν ασχολείται με lifestyle, αγνοούμε εάν τα κορίτσια διέθεταν προίκα ή αν θεώρησαν σαν «ισοδύναμο» το επάγγελμά τους. Πάντως φαίνεται πως στη θέση του σημερινού «προσεχώς Βουλγάρες» διαφήμιζαν τότε «προσεχώς Βοημές», διότι, κατά τα λεγόμενα, οι κόρες της αλήστου μνήμης Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας είχαν μεγάλη πέραση στην Αθήνα.
Για να μιλήσουμε όμως και ολίγον σοβαρά, πέραν του σμήνους των Βαυαρών που εγκατέστησαν εργοστάσια ζυθοποιίας στην Αθήνα, υπήρχαν και έλληνες ζυθοποιοί που δεν υστερούσαν ούτε σε θέληση ούτε σε μεράκι και ανταγωνίστηκαν με ίσους όρους τους ξένους έμπειρους κολοσσούς.
Ένας από αυτούς, ο λιγότερο γνωστός Στυλιανός Τσοκαρόπουλος, λειτουργούσε στην Καστέλλα ζυθοποιείο-ζυθοπωλείο που μακροημέρευσε. Άλλοι μεγάλοι ευδοκιμήσαντες έλληνες ζυθοποιοί ήταν ο Λορέντζος Μάμος στην Πάτρα και ο Κλωναρίδης στην Αθήνα. Εν καιρώ θα ασχοληθούμε σοβαρώς με τα πρώτα βήματα της σχετικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και με τις άφθονες λαμογιές της. Κλείνομε με την επιστολή του κ. Μάμου προς όσους διαθέτουν κάθε λογής στοιχείο σχετικό με την Ιστορία της μπίρας, παρακαλώντας τους να εμπλουτίσουν τη μελέτη με κάθε άγνωστο υλικό.