Αθώος του… χρήματος ο Άκης…
Απούσες κατά την ακροαματική διαδικασία η κόρη και η πρώην σύζυγός του, ενώ το «παρών» δεν έδωσαν και τρεις επιχειρηματίες που είχαν εμπλακεί στις αγοραπωλησίες ακινήτων και τις εξωχώριες εταιρείες (offshore). Με εξαίρεση τον Ν. Ζήγρα, που ομολόγησε την ενοχή του και ζήτησε συγγνώμη και την επιείκεια του δικαστηρίου, όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες που τους αποδίδονται. Ο κ. Τσοχατζόπουλος υποστήριξε ότι κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του δεν έλαβε κανενός είδους αντάλλαγμα και πως σταθερός στόχος του ήταν η προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και της χώρας. Είπε ακόμη ότι εκείνος και η σύζυγός του είναι «θύματα» κρατικής βίας και ζήτησε την άμεση αποφυλάκιση της συζύγου του για ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους. Από την πλευρά του, ο Εισαγγελέας στηλίτευσε τον «ανήθικο τρόπο» με τον οποίο έδρασαν οι κατηγορούμενοι, τονίζοντας ότι πρόκειται για άτομα με σταθερή ροπή προς το έγκλημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώην υπουργός είχε καλέσει ως μάρτυρες κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ που την επίμαχη περίοδο κατείχαν υπουργικές ή άλλες καίριες θέσεις, όπως οι Κ. Λαλιώτης, Β. Παπανδρέου, Θ. Πάγκαλος κ.ά., αλλά και τους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου. Ωστόσο, κανείς εξ αυτών δεν προσήλθε στο δικαστήριο. Στον απόηχο των γεγονότων, ξέσπασε «πόλεμος» μεταξύ της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και του κ. Τσοχατζόπουλου. Η Ιπποκράτους όχι μόνο έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της, αλλά παράλληλα κατήγγειλε τις έκνομες δραστηριότητες του πρώην υπουργού, χαρακτηρίζοντάς τον «ντροπή» για το Κίνημα. Στον ίδιο υψηλό τόνο ήταν και η απάντηση του κ. Τσοχατζόπουλου, ο οποίος είπε ότι οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ αναζητούν «εξιλαστήρια θύματα και άλλοθι» στην προσπάθειά τους να μεταθέσουν σε άλλους τις ευθύνες τους για τον «πρωτοφανή εξευτελιστικό καταποντισμό στις εκλογές».