Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Καθώς βρισκόταν ανάμεσα στο επαρχιώτικο μωσαϊκό της Ομονοίας και το «ναρκισσευόμενο» Σύνταγμα, με τους «κομιλφό» κυρίους και τις κομψές μανταμίτσες που, καθισμένες σαν αερικά στα τραπεζάκια της πλατείας, μοσχοβολούσαν αρώματα «Coty» και μόστραραν τα καπελίνα τους, πάλλοντας με αιθέριες κινήσεις τις μεταξωτές τους βεντάλιες, η Κλαυθμώνος, αποτραβηγμένη κάπως στα ενδότερα της οδού Σταδίου, αποτελούσε μιαν όαση με τα πανύψηλα δροσερά της δένδρα, που σχημάτιζαν ένα μικρό δασάκι.

Ήταν κάτι σαν «ένθετο» σφηνωμένο στη μείζονα πρωτεύουσα. Σίγουρα κι άλλες φορές αναφερθήκαμε σʼ αυτό το κομμάτι της Αθήνας, τα πρόσφατα όμως πολιτικοοικονομικά γεγονότα, με τις συζητήσεις περί απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων ή όπως αλλιώς βαφτιστεί το «εξωπέταγμα» τόσων ανθρώπων από τις δουλειές τους, επανέφεραν στην επικαιρότητα το όνομα της πλατείας, που επισήμως ονομαζόταν «Πλατεία 25ης Μαρτίου», αλλά της κόλλησαν το παρατσούκλι «Κλαυθμώνος» λόγω των «κλαυθμών και οδυρμών» των υπαλλήλων του παρακείμενου υπουργείου Οικονομικών, που με κάθε κυβερνητική μεταβολή τους «δίνανε τα παπούτσια τους στο χέρι». Καθώς οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους και καθώς οι σύγχρονοι δημόσιοι υπάλληλοι θα έχουν παρόμοια τύχη με τους προ εκατονταετίας συναδέλφους τους, θα επιχειρήσουμε μια ρετρό περιπλάνηση στον χώρο, έστω κι αν αυτά τα τουριστικά τσιλημπουρδίσματα σπάνε τα νεύρα του φίλτατου Γιάννη Αργύρη…

Ξεκινάμε κοιτάζοντας νοερά μερικά πανέμορφα κτίρια ακουμπισμένα το ένα πλάι στο άλλο, που συνέθεταν κάποτε το πρόσωπο της επί της οδού Παπαρηγοπούλου. Το ένα, το μεγαλύτερο, το γωνιακό, γνωστό ως Μέγαρον Αφθονίδου, με τη γεμάτη με «ηχηρές» αντιπροσωπείες διαμπερή σε σχήμα «Γ» στοά του, για κάποιους ανεξήγητους λόγους, μετά τον πόλεμο κατεδαφίστηκε και έκτοτε παραμένει οικόπεδο, προσφέροντας υπηρεσία στην κοινωνία ως υπαίθριο πάρκινγκ. Ακριβώς αντίκρυ του, τον παλιό εκείνον τον καιρό, ήταν οι αφετηρίες λεωφορείων των περισσότερων ανατολικών συνοικιών, που έφεραν μεγαλοπρεπείς ονομασίες όπως Κατσιπόδι, Μπραχάμι, Δουργούτι, το αρχαιοπρεπές Κυνοσάργους, και οι Άγιοι, Ιωάννης και Αρτέμιος, για τους οποίους ερευνητέον είναι, εάν αγίασαν προ ή μετά τον διορισμό τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. Όλες οι προαναφερθείσες συνοικίες, πολλές των οποίων δημιουργήθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν πυκνοκατοικημένες. Έτσι τα λεωφορεία αναχωρούσαν με τους επιβάτες παστωμένους σαν σαρδέλες. Όσοι μάλιστα περίμεναν σε ενδιάμεσες στάσεις, προσδοκούσαν μια σκανδαλώδη εύνοια της τύχης, ώστε να έχει θέση το λεωφορείο για να τους περιμαζέψει. Προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως, με τον όρο «λεωφορεία» εννοούμε κάτι αυτοκινούμενα κουτιά 15 ή 20 θέσεων χρώματος γκρι, με ένα «ζωνάρι» πλάτους καμιά δεκαπενταριά πόντων γύρω τους, βαμμένο μπλε-άσπρο-μπλε για να αντιλαμβάνεται και ο πλέον βραδύνους πως το πράμα αυτό που «και όμως κινείται…» είναι λεωφορείο. Ένα πλήθος προσωπικού πάσης ειδικότητος, με επικεφαλής της ιεραρχίας τους σταθμάρχες, ενδεδυμένο με γκρι στολές, πάντοτε τσαλακωμένες αλλά όχι και πάντοτε καθαρές, με ομοιόχρωμο πηλίκιο επί της κεφαλής, με διακριτικό «διάσημο» τη φτερωτή ρόδα, κουβέντιαζε, φιλονικούσε ή αστειευόταν, χωρίς να μπορεί να διακρίνει εύκολα κανείς τι ακριβώς από τα τρία έκαναν. Εκείνο που γινόταν αμέσως αντιληπτό ήταν ο χρησιμοποιούμενος πλούτος του λεξιλογίου τους, που αν το άκουγαν τα μέλη του ΕΣΡ, θα ανατρίχιαζαν… Στην πλατεία όμως, όπου υπήρξαν τα κάποτε ανάκτορα που στέγασαν έναν κάποτε βασιλέα, όπως και στην «εξ απεναντίας πλευρά», την πρεσβεία της κάποτε γηραιάς Αλβιόνος, το κράτος έκανε αισθητή την παρουσία του με το τεράστιο για την εποχή του κτίριο του υπουργείου Ναυτικών στο πλέον στεριανό σημείο της πόλεως. Ναύτες με φρεσκοσιδερωμένες τις «μπελαμάνες» και τη μαύρη κορδέλα πένθους για τον Νέλσονα, άψογοι στην εμφάνιση, καθώς το ναυτικό αποτελούσε πάντοτε την «ελίτ» του στρατεύματος, φρουρούσαν με το όπλο παρά πόδα το υπουργείο. Έρχονταν επισήμως οι ναύαρχοι με τα τρικαντό και τις ρεντιγκότες και λαμποκοπούσε η πλάση όλη με τα χρυσάφια των γαλονιών τους, το ξίφος και τα παράσημα που δεν αποτελούσαν τότε «εξάρτημα της στολής», αλλά αποδεικτικό κάποιου ανδραγαθήματος. Η άφιξη και η αναχώρηση των ανωτάτων αξιωματικών του Ναυτικού σε επίσημες εκδηλώσεις γινόταν με θεαματικό τελετουργικό και συγκέντρωνε αρκετούς αργόσχολους θεατές στα αντικρινά πεζοδρόμια. Και τότε θαρρείς πως η περιοχή αναβαθμίζονταν αυτομάτως από την αίγλη των χρυσοποίκιλτων επωμίδων. Όσο για τον κοσμάκη που εργαζόντανε τριγύρω, γευόταν κάθε απόγευμα μια δόση ατμόσφαιρας στρατοπέδου, ή μάλλον καταστρώματος πολεμικού, καθώς με τη δύση του ηλίου, σύμφωνα με τους κανονισμούς, γινόταν υποστολή σημαίας. Ένα άγημα ναυτών, υπό τους ήχους της μπάντας του Πολεμικού Ναυτικού, παρατασσόταν μπροστά στο υπουργείο και, ενώ η μπάντα παιάνιζε το καθιερωμένο για την περίπτωση εμβατήριο, με αργές κινήσεις πραγματοποιούσε ο ναύτης την υποστολή. Ακολουθούσε η ανάκρουση του Εθνικού μας Ύμνου και κατόπιν αποχωρούσαν κατά το λεγόμενο «εν πομπή και παρατάξει» και η ζωή ξανάβρισκε τον ρυθμό της. Ήταν κάτι σαν κινηματογραφικό «στοπ καρέ» μόλις ακουγόταν η μουσική της υποστολής και κάθε κίνηση πεζών σταματούσε. Όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στέκονταν σε στάση προσοχής χαιρετώντας τη σημαία. Έως την οδό Σταδίου και πέρα έφτανε η καθήλωση των περαστικών. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, θα πεις! Αλλά είχε και άλλου είδους μεγαλοπρεπείς ατραξιόν η πλατεία: Τις κηδείες. Συνορεύοντας με τον ευρισκόμενο λίγο παραπάνω Άγιο Γεώργιο Καρύτση, η πομπή, μεταβαίνοντας προς την εκκλησία, περνούσε αναγκαστικά από την Παπαρηγοπούλου, διότι στον άλλο δρόμο, την Εδουάρδου Λω, σημερινή Χρήστου Λαδά, είχαν τα γραφεία-τυπογραφεία τους το «Ελεύθερο Βήμα» και τα «Αθηναϊκά Νέα», που μονίμως εναπέθεταν στον δρόμο κάτι τεράστια και ογκώδη ρολά τυπογραφικού χάρτου, που εμπόδιζαν πολλές φορές τη διέλευση τροχοφόρων. Και ο Άγιος Γεώργιος Καρύτσης ήταν η κυρίως αριστοκρατική εκκλησία, απʼ όπου έδιναν τον τελευταίο χαιρετισμό στους δικούς τους όλοι οι επώνυμοι Αθηναίοι. Τα σκήπτρα κρατούσε φυσικά η Μητρόπολη. Αλλά εκεί συνόδευαν κυρίως κρατικούς αξιωματούχους. Όπως γνωρίζουν όμως και τα νήπια, δεν αποκλείεται ένας διάσημος αξιωματούχος να είναι και διάσημος καράβλαχος. Και οι καράβλαχοι δεν έχουνε θέση στο «Libro dʼ oro» ούτε νταλαβέρια επιθυμούν μαζί τους οι ευγενείς. Χαιρόσουνα να πεθαίνεις εκείνα τα χρόνια. Νεκροφόρες… έργα τέχνης. Ξυλόγλυπτες, που τις έσερναν στολισμένα με φούντες στʼ αυτιά τους τέσσερα ή έξι άλογα, ανάλογα με την τσέπη του μεταστάντος. Αγαλλίαζες βλέποντας τους φρακοφορεμένους πεθαμενατζήδες και τα αμέτρητα ταξί για να ευχαριστηθούν αυτοκινητάδα οι συνοδεύοντες τον μακαρίτη στην οδό Αναπαύσεως. Σοβάρευε η πλατεία μόλις ακουγόταν το ποδοβολητό των αλόγων και οι διαβάτες, βγάζοντας το καπέλο, στέκονταν στην άκρη με ευλάβεια, αποδίνοντας τιμή στον άγνωστό τους μακαρίτη.

Αλλά ξαναγυρίζοντας στα αρχικά της Κλαυθμώνος, εκεί όπου ορθώνονταν κάποτε το δακρύβρεκτο υπουργείο Οικονομικών, υπάρχει σήμερα ένα άγαλμα με τρεις φιγούρες που υψώνουν τα χέρια σαν ικεσία προς τον ουρανό. Συμβολίζουνε θαρρείς υπάλληλους απολυμένους, που παραφράζοντας τον «Μιχαλιό» του Καρυωτάκη: –«… Σαν να ʼλεγαν, σαν να παρακαλούσαν, Αφήστε μας να πάμε στη δουλειά μας…».


Σχολιάστε εδώ