Πρόκληση και ύβρις
Αποκαλύπτει ότι κορυφαία ζητήματα της χώρας δεν αποφασίζονται από τους άμεσα ενδιαφερόμενους και την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας, αλλά από ξένους παράγοντες και συμφέροντα. Η ανεξαρτησία και η κυριαρχία της χώρας καταπατάται και προσβάλλεται απροκάλυπτα, με ό,τι αυτό σημαίνει για την υπόσταση και το εθνικό μέλλον της χώρας.
Το σημαντικότερο στην περίπτωση αυτή δεν είναι το θέμα αν η συγχώνευση των δύο τραπεζών είναι καλή ή κακή. Είναι ο λόγος που προεβλήθη για την ακύρωση της συμφωνίας. Ότι δηλαδή η ενιαία τράπεζα, μετά τη συγχώνευση, θα ήταν πολύ μεγάλη για να πωληθεί. Γιατί πρέπει να πουληθεί η Εθνική Τράπεζα, που είναι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας και ταυτίζεται στη συνείδηση του ελληνικού λαού με τη σύγχρονη ιστορία του και την εθνική του οικονομία; Προβάλλεται ως λόγος η αδυναμία της να συγκεντρώσει το απαιτούμενο 10% των ιδίων πόρων για την ανακεφαλαιοποίησή της. Όταν η χώρα επωμίζεται ένα τόσο μεγάλο βάρος πρόσθετου δημοσίου χρέους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, θ’ αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα ή επιβάρυνσή της με ένα ακόμη δισεκατομμύριο, το οποίο θα μεταφραζόταν σε ισόποση αύξηση της κρατικής συμμετοχής στην Εθνική Τράπεζα;
Προφανώς, ο προβαλλόμενος λόγος είναι άλλοθι, που συγκαλύπτει τη σχεδιαζόμενη αρπαγή της Εθνικής και του δικτύου των υποκαταστημάτων της στα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία, την Ουκρανία και τη Ρωσία. Είναι γνωστό ότι εποφθαλμιά την Εθνική και το δίκτυό της σε άλλες χώρες η Γερμανική Deutsche Bank.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παριστάνει τον παθητικό παρατηρητή απέναντι σ’ ένα τρισμέγιστο θέμα και να το αντιμετωπίζει ως να ήταν δήθεν τεχνοκρατικό. Αφορά ζωτικότατα συμφέροντα της χώρας και την ικανότητά της να ασκεί στοιχειωδώς οικονομική πολιτική.
Ως χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα δεν έχει εθνικό νόμισμα και εξαρτάται πλήρως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για τη νομισματική της ρευστότητα. Είδαμε προσφάτως στην Κύπρο με πόση ωμότητα συμμετέσχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον εκβιασμό κατά της Κύπρου, απειλώντας με άμεση διακοπή ρευστότητας. Είναι δυνατόν να επιτρέψει η Ελλάδα να προστεθεί σ’ αυτό ο ξένος έλεγχος του τραπεζικού της συστήματος; Εξάλλου αυτό θα ήταν το συμπλήρωμα και το αποκορύφωμα του ξένου ελέγχου της οικονομίας της χώρας. Είναι γνωστό ότι με την ακολουθούμενη πολιτική του Μνημονίου προάγεται αδιακρίτως η ιδιωτικοποίηση των πάντων, ακόμη και των υποδομών της χώρας και των βασικών υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος. Οι ιδιωτικοποιήσεις περιβάλλονται με τον ιδεολογικό μανδύα των «μεταρρυθμίσεων» και προβάλλονται ως δήθεν μονόδρομος για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και για την ανάπτυξη.
Πώς εξηγείται όμως το φαινόμενο μια χώρα άκρως βιομηχανική, τεχνολογική και εξαγωγική, όπως π.χ. η Ιαπωνία, να προσφεύγει σε ανορθόδοξη, πληθωριστική αναπτυξιακή πολιτική και σε δημόσιες επενδύσεις, επιδιώκοντας να βγει από το αδιέξοδο και τη σχετική στασιμότητα στην οποία βρίσκεται κατά την τελευταία δεκαετία; Όταν μάλιστα είναι μια κατ’ εξοχήν υπερχρεωμένη χώρα (άνω του 200% του ΑΕΠ), έστω και αν το 90% του χρέους της είναι σε εθνικό νόμισμα;
Προφανώς, η Ιαπωνία γνωρίζει ότι λόγω του υψηλού βιοτικού της επιπέδου και της εθνικής της πολιτικής, να μη επιτρέπει τη μαζική μετανάστευση φθηνού εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική, με κριτήρια παγκόσμιας αγοράς. Ούτε ελκυστική για ξένες επενδύσεις ή επενδύσεις ακόμη και δικών της μεγάλων εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά. Δεν διανοείται επίσης ότι μπορεί να αναζητήσει τη λύση στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού της ώστε να γίνει «ανταγωνιστικός». Είχε αναζητήσει τη λύση προς την κατεύθυνση της μετεγκαταστάσεως των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών της σε τρίτες χώρες, κατά πρώτο λόγο στην τεράστια και φθηνή αγορά της Κίνας. Η φθηνή παραγωγή στην Κίνα προοριζόταν όχι μόνο για την Κινεζική αλλά και για την παγκόσμια αγορά. Η κρίση όμως στις σχέσεις των δύο χωρών για ένα σύμπλεγμα νησιών στη μεταξύ τους ανοικτή θάλασσα που έχει μεγάλα ενεργειακά αποθέματα, έθεσε σε δοκιμασία τη συνεργασία αυτή. Ένας άλλος λόγος είναι οι επιθετικές βιομηχανικές αναπτυξιακές στρατηγικές χωρών, όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, που αντιγράφουν γρήγορα και συναγωνίζονται σκληρά τα Ιαπωνικά προϊόντα.
Η Ιαπωνία λοιπόν προχωρεί σε μια μεγάλη αλλαγή στην πολιτική της, παρέχοντας, όπως και οι ΗΠΑ, απεριόριστη σχεδόν νομισματική ρευστότητα και πιστώσεις στην οικονομία της, επί Ιαπωνικού εδάφους, και σε δημόσιες επενδύσεις για να αναπληρώσει την ανεπάρκεια των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η πολιτική αυτή της Ιαπωνίας θα έπρεπε να στείλει μηνύματα και σε όσους δικούς μας φαντασιώνονται ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη βασισμένη σε αυτές, όταν είναι προφανές με ποιες προϋποθέσεις μπορούν να έρθουν οι επενδύσεις αυτές και τι θα σήμαιναν για το επίπεδο ζωής του ελληνικού λαού και το εθνικό μέλλον της χώρας.
Αυτό δεν υπονοεί οποιαδήποτε αντίθεση σε ξένες επενδύσεις. Οι επενδύσεις όμως αυτές πρέπει να ενταχθούν σε μια στρατηγική που θα συνδυάζει τις δημόσιες με τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα διασφαλίσει, στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας, τα στρατηγικά ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Η στρατηγική αυτή επιβάλλεται πολύ περισσότερο, όταν έχει καταστεί σαφής η σκόλια πορεία που έχει πάρει η Ευρωπαϊκή Ένωση και όταν δεν κρύβονται πλέον οι εγωισμοί άλλων χωρών και οι ηγεμονικές τους επιδιώξεις.
Η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση υπέσκαψε την κοινή ανάπτυξη και τη σύγκλιση μεταξύ των χωρών-μελών. Πού οδηγεί την Ελλάδα αυτή η κατάσταση; Το βλέπουμε, δυστυχώς, να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας. Η πορεία αυτή είναι αδιέξοδη και καταστροφική. Δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για εμμονή σε λάθος δρόμο, που υποσκάπτει την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία και οδηγεί σε μια νέου τύπου υποδούλωση.